To Demons Gate Festival συνεχίστηκε για άλλη μια χρονιά ως γνώριμος θεσμός στο τελευταίο σαββατοκύριακο του Σεπτεμβρίου, μόνο που αυτή τη φορά καλωσόρισε και τον Οκτώβριο. Η υφή του φεστιβάλ φέτος ήταν διαφορετική από άλλες φορές, καθώς το διήμερο στην ουσία ήταν ένας φόρος τιμής στον πατέρα του doom ήχου στην Αμερική, τον Scott “Wino” Weinrich, ο οποίος ήταν headliner την πρώτη μέρα με τους The Obsessed και τη δεύτερη μέρα έδωσε ένα υπέροχο ακουστικό σόου, ενώ παρακολουθήσαμε και το ντοκιμαντέρ που αφορούσε την καριέρα του και τη ζωή του γενικότερα, σκηνοθετημένο από την σύντροφο του Sharlee Patches. Επίσης το κοινό υπέβαλλε ερωτήσεις πολύ εύστοχες όπως χαρακτηρίστηκαν, πριν από την προβολή του ντοκιμαντέρ. Συνολικά για άλλη μια φορά, το φεστιβάλ προσπάθησε να φέρει το διαφορετικό και τίμιο, καθώς η doom υφή του είναι ένα αντικειμενικά δύσκολο μονοπάτι που έχει διαλέξει, την πρώτη μέρα είχαμε γύρω στους 200 παρόντες, σίγουρα όχι ικανοποιητικός αριθμός για τόση γκάμα συγκροτημάτων και για να δουν ειδικά μια θρυλική μορφή που 45 χρόνια κάνει το κομμάτι του στη μουσική. Η δεύτερη μέρα όπως ήταν λογικό ήταν με ατμόσφαιρα πιο «οικογενειακή» και η διοργάνωση έχει όλη την καλή διάθεση να το συνεχίσει, αρκεί να αξίζει τον κόπο.
ΗΜΕΡΑ ΠΡΩΤΗ
BLAX
Οι Ιταλοί γείτονες μας επωμίστηκαν τον πάντα άχαρο ρόλο της μπάντας που ανοίγει το φεστιβάλ και η έναρξη καθυστέρησε λίγο για να μπορέσει να έρθει λίγο περισσότερος κόσμος να τους δει. Δυστυχώς η ατμόσφαιρα ήταν ορισμός του «παίζουμε μπάλα» και έτσι οι gothsters της ημέρας έπαιξαν μπροστά σε πολύ λίγα άτομα. Η παρουσία τους ήταν πολύ καλή και αρκετά θεατρική, για περίπου μισή ώρα προσπάθησαν –ανεπιτυχώς θα έλεγα- να ζεστάνουν τον κόσμο, αλλά αν είσαι fan του doom γενικά και ειδικότερα των πολύ βαρύτερων ήχων, τότε ήταν κάπως λογικό να μη σε πιάσουν από το λαιμό. Δε μπορώ να βρω κάποιο ψεγάδι στην εμφάνιση τους δεδομένου ότι ήταν πολύ φιλότιμοι, αλλά σίγουρα δεν ήταν αυτό που ο κόσμος χρειαζόταν εκείνη τη στιγμή. Ο ήχος από την αρχή ήταν φοβερός και τους βοήθησε να αποδώσουν το υλικό τους. Το άλμπουμ τους ονόματι “Meravilia” εκτιμώ ότι αξίζει να ακουστεί ως πολύ ωραίο δείγμα πιο goth αποχρώσεων, ίσως να σας κάνει μεγαλύτερο κλικ απ’ότι το οπτικό μέρος της εμφάνισης τους. Απέσπασαν βέβαια το χειροκρότημα του κόσμου στο τέλος, δεν ξέρω όμως αν όντως έγινε εγκάρδια ή αν έγινε επειδή οι περισσότεροι ήθελαν να τελειώνουν μια ώρα αρχύτερα, μάλλον δε θα μάθουμε ποτέ τελικά.
AGNES VEIN
Τα πουλέν από τη Σαλόνικα είναι πάντα ευπρόσδεκτα για συναυλία και όσο περνάνε τα χρόνια, με μεγάλη χαρά βλέπω ότι ο ήχος τους γίνεται και πιο τσιμεντένιος και βρίσκονται επί σκηνής με κλειστά μάτια. Το πρόσφατο προ διετίας άλμπουμ τους “Deathcall”, απέσπασε δικαίως θετικότατα σχόλια όπως έγινε και με τα άλλα δυο άλμπουμ τους (“Duality” και “Soulship”), αυτή τη φορά όμως από όλες τις δεκάδες εμφανίσεις τους που έχω δει μέσα στα χρόνια, βγήκαν με μεγαλύτερη σιγουριά και αέρα από ποτέ. Είχα να τους δω και καιρό καθώς διάφορες αναποδιές μου στέρησαν 2-3 εμφανίσεις τους, οπότε το χάρηκα ιδιαιτέρως.
Ο κόσμος που τους παρακολουθούσε αποσβολωμένος, εξήρε την βαρύτητα τους, ενώ δεν έλειψε και κόσμος που ήξερε απ’εξω τα κομμάτια τους και κοπανήθηκε λίγο παραπάνω από το αναμενόμενο. Αυτό το doom που συνδυάζει black ουρλιαχτά ήταν πάντα κάτι που τους χαρακτήριζε ως διαφορετικότητα από την αρχή, το γεγονός ότι με τα χρόνια έχουν προσθέσει περισσότερα καθαρά φωνητικά και τους πάει πρίμα, είναι ενδεικτικό του πόσο ξέρουν να ελίσσονται σαν μπάντα. Έκλεισαν μεγαλοπρεπώς όπως ανέβηκαν, καταχειροκροτήθηκαν όπως άξιζαν κι απέδειξαν γιατί είναι μια από τις καλύτερες μπάντες μας τα τελευταία 15 χρόνια τουλάχιστον. Εύχομαι να μας έρθει νέος δίσκος το συντομότερο δυνατόν.
OBSIDIAN SEA
Οι επίσης γείτονες μας, Βούλγαροι συγκεκριμένα, Obsidian Sea, ήρθαν πανέτοιμοι να μας χαρίσουν τίμιο doom, ενώ πέραν του έδειξαν πολύ χαρούμενοι που μας επισκέφτηκαν, είδα να έχουν εγκάρδια συζήτηση με τα μέλη των δικών μας The Temple από τη Θεσσαλονίκη, που έκαναν το ταξίδι για να τιμήσουν το φεστιβάλ με τη σειρά τους. Με βαρύτατο ήχο, πιο παραδοσιακό από αυτό των Agnes Vein που είχαν προηγηθεί, έπαιξαν γύρω στα 45’ και παρουσίασαν υλικό από όλα τα 4 άλμπουμ τους, μάλιστα όταν παίξανε τραγούδι από το ντεμπούτο τους, είπαν συγκεκριμένα «θα παίξουμε κάτι παλιό ως ευχαριστώ σε περίπτωση που κάποιος εδώ μέσα μας άκουγε και μας ακολούθησε από την αρχή».
Η ψηλή μορφή του Anton Avramov σε κιθάρα και φωνή δεσπόζει, όχι μόνο λόγω της σωστά μελαγχολικής φωνής του, αλλά και γιατί το μαύρο ταυράκι του έβγαζε ήχους που οκ, πάντα όπως όλοι, οδηγούν στους Black Sabbath, μόνο που στην περίπτωση των Obsidian Sea, ο σεβασμός για τους Πατέρες του βαρέως ήχου, είναι λίγο παραπάνω από δεδομένος και ευδιάκριτος. Με τη σειρά τους κέρδισαν πολλά χειροκροτήματα όταν αποχώρησαν και έτσι η εμφάνιση τους χαρακτηρίζεται ως θετικότατη, θα ήθελα πολύ να τους δω σε μια συναυλία με τους The Temple, με φουλ σετ αμφότεροι.
AHERUSIA
Νομίζω πως ότι και να πω δε θα μπορώ να περιγράψω πλήρως την πολυσυλλεκτικότητα και ιδιαιτερότητα της εμφάνισης των παιδιών. Οι Aherusia ανεβαίνουν στη σκηνή και μέσα από μια απόδοση που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί με την ίδια ευκολία και αντικειμενικότητα ως πανηγύρι από τη μία και θεατρικός οργασμός από την άλλη, αφήνουν την ψυχή τους στη σκηνή του Κυττάρου με το ιδιαίτερο στυλ τους. Προσπαθούσα πάντα να κατανοήσω πως μπορούσαν να έχουν τόσο πολλές επιρροές, συνδυάζοντας folk, black, prog και παραδοσιακούς Ελληνικούς ήχους ταυτόχρονα και η αλήθεια να λέγεται, δε μπορώ ακόμα να καταλάβω πως τα παντρεύουν και τα ενσωματώνουν στις συνθέσεις τους.
Αυτό όμως που μπορεί να καταλάβει και ο πιο αδαής, είναι ότι μιλάμε για μια κολεκτίβα (νομίζω το να τους πω συγκρότημα τους αδικεί) όμορφων ψυχών που το ζουν 100% αυτό που υπηρετούν, και μπορεί τη μια ακούγοντας τους να νομίζω ότι είμαι κάπου σε πολλά έτη προ Χριστού και την άλλη κάπου στο 1994 όταν το black metal κάνει την έξαρση του, αυτό όμως δεν αφαιρεί τίποτα από την φοβερή και σίγουρα πιο ανεβαστική εμφάνιση του διημέρου. Είναι μάλλον στην καλύτερη φόρμα της καριέρας τους και μένει να τα δείξουν σε κάθε δοθείσα ευκαιρία, εύγε!
DARKEST ERA
Και μετά την θεατρικότητα των Aherusia, ο ηρωισμός των Darkest Era από τη Βόρεια Ιρλανδία ήταν ότι έπρεπε για να συνεχιστεί η βραδιά όμορφα. Οι «πολεμικοί» Βορειοϊρλανδοί φρόντισαν από την αρχή να δώσουν τον τόνο για ότι θα ακολουθούσε. Έντονη η αύρα των Primordial στη μουσική τους το δίχως άλλο, ενώ ο τραγουδιστής Krum, πληθωρικός σαν παρουσία το δίχως άλλο, φρόντιζε να προσδίδει σπαρακτικές ερμηνείες, τραβώντας τις κραυγές του όπου χρειαζόταν. Με το που πάτησαν πόδι στη σκηνή, ήταν έτοιμοι να αφήσουν την ψυχή τους για το κοινό, το οποίο τους «έφτιαχνε» συνεχώς κατά τη διάρκεια της εμφάνισης τους. Έχει κάτι το ιδιαίτερο ο αέρας εκεί πάνω και ειδικά στην ταλαιπωρημένη χώρα τους, έτσι δε γίνεται να μη μπορεί να περάσει και στη μουσική τους αυτή η ατμόσφαιρα.
Όλοι κοπάνησαν κεφάλι μέχρι τέλους χωρίς εκπτώσεις και αποχωρώντας με την ώρα των headliners να πλησιάζει, έλαβαν θερμότατη ανταπόκριση από τον κόσμο που αναγνώρισε ότι τα δώσανε όλα. Μπάντα που ελλείψει του φεστιβάλ, δεν έχω ιδέα αν θα μπορούσαμε να δούμε ποτέ, σε μια εμφάνιση που μας γέμισε χαρά χωρίς η μουσική τους να είναι ιδιαίτερα χαρούμενη. Μακάρι κάποια στιγμή να τους ξαναδούμε και να έχει και λίγο περισσότερο κόσμο από κάτω.
THE OBSESSED
Μπροστά στα μάτια μας απλώνεται όλη σχεδόν η ιστορία του Αμερικάνικου βαρέως ήχου, με τον Wino μπροστάρη να ηγείται μιας ήδη αξέχαστης εμφάνισης που οι συνοδοιπόροι του στους The Obsessed στάθηκαν δίπλα του κιμπάρηδες, ώστε να βγει αυτός ο καταπληκτικός και αβίαστος ήχος που γέμισε όλο το Κύτταρο. Το ξεκίνημα με το “Sodden Jackal” ήταν απλά η αρχή στο τι ακολούθησε, στη θωρά και μόνο του Wino, το κοινό ψαρώνει και δυσκολεύονται πολλοί να πιστέψουν πως αυτός ο άνθρωπος έχει πάντα αυτό το αβίαστο, που τον έχει καταστήσει τοτέμ λατρείας για όλους τους φανατικούς οπαδούς του. Μπορεί η χροιά της φωνής του να ήταν πάντα ιδιαίτερη, αλλά μιλάμε και για ένα καταπληκτικά αβίαστο κιθαρίστα που κατορθώνει να γεμίζει τα κομμάτια του με ριφφάρες που άλλοι απλά θα ονειρευόντουσαν.
Στο πλάϊ του ο ντράμερ Brian Constantino χτυπάει τα τύμπανα μέχρι να πέσουν κάτω, βοηθώντας στο να παραχθεί ο βαρύτερος δυνατός ήχος, ενώ τα δυο νέα μέλη, ο Jason Taylor στην κιθάρα και ο Chris Angleberger στο μπάσο, δείχνουν γιατί τους επέλεξε ο Πατριάρχης Wino. Μια απίστευτη, γρήγορη και απέριττη εμφάνιση, με τους The Obsessed να παίζουν τα κομμάτια το ένα μετά το άλλο σε ιδανικό σετ και το κοινό σε πλήρη έκσταση.
Δεν είναι λίγο να ακούς κομμάτια που έγραψαν τη δική τους ιστορία όπως το “Streetside”, το “Tombstone Highway”, το “The Way She Fly” ή το “Hiding Mask”, ωστόσο ο ίδιος μας προετοίμασε ότι το επόμενο άλμπουμ της μπάντας που θα λέγεται “Gilded Sorrow” θα είναι ότι καλύτερο έχουν ηχογραφήσει ποτέ, και θα το δούμε όλοι στην πράξη, συγκεκριμένα δήλωσε περήφανος γι’αυτό, κι όταν μιλάει έτσι ο Wino που με τους δεκάδες δίσκους στο παλμαρέ του, δεν έχει αποτύχει ποτέ, κατανοείτε ότι αποκτά ήδη βαρύνουσα σημασία η κυκλοφορία του.
Ο κόσμος από ένα σημείο και μετά δεν έβαλε κεφάλι κάτω, ενώ με μια μικρή παύση, ζήτησε ξανά το συγκρότημα στη σκηνή, όπου οι The Obsessed βγαίνουν και εκτελούν το κοινό εν ψυχρώ για άλλη μια φορά. Με έκπληξη είδα το σετ να βασίζεται στο “The Church Within” που αγαπά πολύ ο κόσμος και πλέον οι νύχτες μου θα είναι πιο ανάλαφρες από τη στιγμή που άκουσα ζωντανά κομμάτια σαν τα “Skybone”, “To Protect And To Serve”, “Brother Blue Steel” και όλους τους άλλους ύμνους που έπαιξαν. Επιτέλους μετά από σχεδόν 45 χρόνια, είδαμε τους The Obsessed στη χώρα μας σε μια μεγαλειώδη εμφάνιση και μόνο προνομιούχοι μπορούμε να αισθανόμαστε γι’αυτό.
ΗΜΕΡΑ ΔΕΥΤΕΡΗ
Η δεύτερη μέρα του Demons Gate Festival ήταν εξ’ορισμού αφιερωμένη στον Wino, ο οποίος για αρχή ανέβηκε στη σκηνή να δώσει ένα τρομερό ακουστικό σετ. Άλλο πράγμα να ακούς τη βαρύτητα του Wino στα διάφορα άλμπουμ που έχει κάνει, κι άλλο τον διάφανο εαυτό του στις ακουστικές του συνθέσεις. Ο άνθρωπος πιάνει αν και ολομόναχος όλη τη σκηνή, τη γεμίζει με εμπειρία δεκαετιών και παίζει απίστευτους ύμνους από τα “I Don’t Care”, “Old And Alone”, “Hold On Love” στα “Anhedonia”, “Dark Ravine”, ενώ συγκίνηση μεγάλη προκάλεσε όταν αφιέρωσε το “The Song Is At The Bottom Of The Bottle” στον πρώην μπασίστα των Saint Vitus και συνοδοιπόρο του για δεκαετίες, τον συγχωρεμένο πλέον Mark Adams. Για την ακρίβεια ανέφερε ότι «δεν είχα την ευκαιρία να του πω αντίο, έτσι θα του το πω μέσα από αυτό το τραγούδι». Από την αρχή ως το τέλος του περίπου 40λεπτου ακουστικού σετ του, καταχειροκροτήθηκε λέγοντας σε κάθε δυνατή ευκαιρία πόσο πολύ εκτιμάει την ανταπόκριση του κόσμου, ενώ υπήρξαν και κομμάτια που ζητήθηκαν από το κοινό όπως το “Heavy Kingdom” από την συνεργασία του με τον Conny Ochs, με τον ίδιο να δηλώνει ότι δυστυχώς δε θα το παίξει, αλλά ότι σέβεται που ο κόσμος θέλει να το ακούσει.
Στη συνέχεια περάσαμε στη διαδικασία ερωτήσεων προς τον Wino και τη σκηνοθέτιδα του ντοκιμαντέρ που τον αφορά. Η Sharlee Patches επίσης είναι η εδώ και 4 χρόνια σύντροφος του, έτσι δήλωσε ότι ο ίδιος είναι ένα σύμβολο αλήθειας και ελευθερίας κι ότι δεν υπάρχει κανένας άλλος σαν αυτόν γενικότερα, έτσι θεώρησε σωστή ιδέα να κάνει ένα ντοκιμαντέρ για την καριέρα του. Από τον τρόπο που την κοίταζε ο Wino μπορούσε κανείς να καταλάβει γιατί έχει βάλει τη ζωή του σε μια τάξη τα τελευταία χρόνια, κόβοντας τα σκληρά ναρκωτικά, ενώ αμφότεροι χάρηκαν πολύ με τις εκ βαθέων ερωτήσεις του κόσμου και ότι χαρακτηρίζονταν από ποιότητα. Είχα την τιμή να κάνω την πρώτη ερώτηση, όταν όλοι δίσταζαν. Τον ρώτησα αν μετά από 45 χρόνια καριέρας και με όσα έχει κάνει στη μουσική γενικότερα, πιστεύει ότι το ντοκιμαντέρ αυτό ολοκληρώνει ένα κύκλο και θα θέσει την καριέρα του σε νέα βάση ή θα συνεχίσει με τον τρόπο που τον έχουμε συνηθίσει; Απάντησε ότι πολλά από τα πράγματα που έκανε έγιναν για κάποιο λόγο αλλά δε θα σταματήσει ποτέ να κάνει αυτό που ξέρει και μάλιστα σηκώνοντας το χέρι του ψηλά όπως οι νικητές, τόνισε «θα σας δίνω πάντα τον καλύτερο εαυτό μου».
Στη συνέχεια μεταξύ άλλων ρωτήθηκε από το αν και τι ρόλο παίξανε τα ναρκωτικά στη ζωή του, μέχρι ποιο είναι το αγαπημένο του, ρωτήθηκε για τις διάφορες τονικότητες των κομματιών του και πως προσαρμόζει τη φωνή και τους στίχους του σε αυτά, ενώ δε θα μπορούσε να λείψει μια ειδική αναφορά για τον Lemmy τον οποίο όπως όλοι γνωρίζουν, είχε σε περίοπτη θέση στην υπόληψη του και δεν δίστασε να τονίσει τη νευρικότητα του όποτε τον συναντούσε και τον σεβασμό που του είχε. Αναφέρθηκε σε διάφορες φάσεις της καριέρας του και πάνω σ’αυτό, βρήκα την ευκαιρία να τον ρωτήσω, όπως και τη Sharlee Patches το εξής: Από τη στιγμή που είχε αυτός στις μέρες του δίσκου των Probot ένα μέγιστο σεβασμό για τον Lemmy, πως ήταν να εισπράττει ο ίδιος τεράστιο σεβασμό στις μέρες των Shrinebuilder όταν ο Al Cisneros, o Scott Kelly και ο Dale Crover τον θέλανε διακαώς. Ο Wino τόνισε ότι ήταν το super-group της γενιάς του και πάντα θέλει να κάνει ένα δεύτερο δίσκο, γιατί είναι περήφανος για τον πρώτο, αλλά λόγω… αντικειμενικών δυσκολιών, αυτό είναι αδύνατο να συμβεί. Στη Sharlee ρώτησα αν ως οπαδός και σύντροφος ζωής του, ήταν εύκολο να μπορέσει να είναι επαγγελματίας στη δουλειά της.
Η ίδια απάντησε ότι δεν ήταν το πιο εύκολο πράγμα του κόσμου αλλά κατάφεραν με τη ροή των συνεντεύξεων να το καταστήσουν επαγγελματικό και να βγει όπως το ήθελαν. Στη συνέχεια είδαμε τελικά την ταινία, διάρκειας 105’, όπου δέσποζαν δηλώσεις από πλευράς Bobby Liebling των Pentagram (απίστευτος πραγματικά, κοίταζε το κενό συνέχεια αλλά οι περιγραφές του ήταν όλα τα λεφτά, καταστροφή κινούμενη αλλά λατρεμένος), Jimmy Bower (Eyehategod, Down), ο οποίος σε κάθε του ανάσα έβγαζε υπέρμετρο σεβασμό, Pepper Keenan (C.O.C., Down), ο οποίος τόνιζε τη μοναδικότητα του Wino και ότι κανείς δε μπορεί να κάνει με τον ίδιο τρόπο ότι έχει κάνει αυτός, Phil Anselmo (Pantera, Down και αμέτρητοι άλλοι), ο οποίος τον κατέτασσε στους αγαπημένους του τραγουδιστές όλων των εποχών λόγω συναισθήματος, αλλά και του Henry Rollins (Black Flag, solo) που ήταν κάθετος στο ότι «αν πει ή κάνει κάτι, αυτό είναι και τίποτα παραπάνω, ξέρεις ότι είναι ο εαυτός του». Ο τρόπος με τον οποίο απαντούσαν όλοι οι εμπλεκόμενοι, παλιοί συνοδοιπόροι σε συγκροτήματα, συγγενείς, η μητέρα του η ίδια αλλά και οπαδοί, ήταν μοναδικός και όλοι συμφωνούσαν ότι είναι ένας από τους πιο αυθεντικούς και γενναιόδωρους ανθρώπους που έχουν υπάρξει ποτέ κι ότι κανείς άλλος δεν του μοιάζει.
Για το τέλος θα σταθώ σε κάτι που ανέφερε η ίδια η μητέρα του, τονίζοντας ότι «αυτός ήταν πάντα ο ήχος του, αυτή τη μουσική ακριβώς ήθελε να παίζει και το υπηρέτησε μέχρι σήμερα, ξέραμε όλοι ότι αν έπαιζε κάτι άλλο θα ήταν πολύ πιο πετυχημένος, αλλά ποτέ δεν του πέρασε από το μυαλό κάτι πέραν από αυτό που έκανε, γι’αυτό και ο κόσμος τον αγαπάει τόσο πολύ», ενώ ένας εκ των ερωτηθέντων απάντησε το αμίμητο «υπάρχουν οι Black Sabbath, o Wino και μετά τίποτα άλλο». Στη συνέχεια ο ίδιος αφού είχε τονίσει ότι θα υπογράψει για όλο τον κόσμο ότι θέλει, ανέβηκε στο πάνω διάζωμα του Κυττάρου και δε χάλασε χατίρι σε κανέναν, και για άλλη μια φορά εντυπωσίασε και έκλεψε τις εντυπώσεις με την ευγένεια του αλλά και το πόσο χαλαρός τύπος είναι, πάρα πολύς κόσμος του ανέφερε ότι τους άλλαξε τη ζωή προς το καλύτερο, με τον ίδιο να συγκινείται και να λέει ότι και ενός ανθρώπου τη ζωή να άλλαξε, είναι ότι τιμητικότερο για τον ίδιο και πως θα συνεχίσει το έργο του που έχει ως απώτερο σκοπό να κάνει τον κόσμο χαρούμενο. Αυτό ήταν το Demons Gate Festival για φέτος, και πάλι διαφορετικό, και πάλι ποιοτικό όπως πάντα.
Αναμένουμε τη συνέχεια του με ανυπομονησία.
Ανταπόκριση: Άγγελος Κατσούρας
Φωτό: Δημήτρης Σούρσος