Όταν η κιθάρα κελαηδά θλιμμένα: Ο αργός και κεκαλυμμένος θάνατος της εξάχορδης ηλεκτρικής κιθάρας

Το συνέδριο δε θα μπορούσε να είναι λιγότερο rock’n’roll – η Έκθεση του Εθνικού Συνεταιρισμού Μουσικών Εμπόρων. Όταν, όμως, άνοιξαν οι πόρτες του Εκθεσιακού Κέντρου στο Anaheim, πλήθος ανθρώπων ξεχύθηκε μέσα ατενίζοντας σειρές από Fender, Les Paul και τις περίεργες, κατά παραγγελία δημιουργίες όπως η κιθάρα-γοργόνα ενός μέτρου και εξήντα εκατοστών φτιαγμένη από 15 είδη ξύλου.

 

Αν στεκόσασταν στο κέντρο του μεγαλύτερου, εξάχορδου καταστήματος στις ΗΠΑ, σχεδόν θα πιστεύατε πως όλα βαίνουν καλώς στον κόσμο της κιθάρας.

 

Εκτός, βέβαια, κι αν, όπως ο George Gruhn, γνωρίζετε την πραγματικότητα. Ο 71 ετών έμπορος από το Nashville έχει πουλήσει κιθάρες στους Eric Clapton, Neil Young, Paul McCartney και Taylor Swift. Η περιήγηση στο Συνέδριο μαζί με τον Gruhn είναι αντίστοιχη του να συνοδεύει κάποιος τον Bill Belichick στο NFL Scouting Combine. Υπάρχει μεγάλη αγάπη για το προϊόν και μεγάλος σκεπτικισμός. Αυτό που οι υπόλοιποι θεωρούν ως ανάπτυξη – η φαινομενικά ατελείωτη σειρά από κατασκευαστές που εκθέτουν μουσικά όργανα – ο Gruhn το θεωρεί ως δύο τραίνα σε τροχιά σύγκρουσης.

 

«Υπάρχουν πλέον περισσότεροι κατασκευαστές από ποτέ στην ιστορία του όργανου, ωστόσο η αγορά δεν αναπτύσσεται», αναφέρει ο Gruhn με μια φωνή μεταξύ αναστεναγμού και μουγκρητού. «Δεν είμαι απόλυτα εσχατολόγος, όμως αυτό – αυτό δεν είναι βιώσιμο».

 

Τα νούμερα συνάδουν. Την περασμένη δεκαετία, οι πωλήσεις ηλεκτρικών κιθάρων έπεσαν κατακόρυφα, από περίπου 1.5 εκατομμύριο ετησίως μόλις στις ελάχιστα πάνω από 1 εκατομμύριο. Οι δύο μεγαλύτερες εταιρείες, η Gibson και η Fender, είναι χρεωμένες και μια τρίτη, η PRS Guitars, χρειάστηκε να κάνει περικοπές στο προσωπικό της και να επεκτείνει την παραγωγή φθηνότερων κιθάρων. Τον Απρίλιο, ο οίκος Moody’s υποβάθμισε το Guitar Center, τη μεγαλύτερη αλυσίδα καταστημάτων, καθώς έχει οφειλές ύψους $1.6 δισεκατομμυρίων. Και στο Sweetwater.com, ένα online κατάστημα, μια ολοκαίνουργια, χωρίς τόκους, Fender μπορεί να αγοραστεί ακόμα και με το γελοίο ποσό των $8 τον μήνα.

 

Εκείνο που ανησυχεί τον Gruhn δεν είναι απλά ότι τα έσοδα έχουν μειωθεί. Συμβαίνουν αυτά στις επιχειρήσεις. Προβληματίζεται σχετικά με το ‘γιατί’ πίσω από την πτώση στις πωλήσεις. Όταν άνοιξε το κατάστημα του πριν 46 χρόνια, όλοι ήθελαν να γίνουν θεοί της κιθάρας, εμπνευσμένοι από τους άνδρες που κυριαρχούσαν στη συναυλιακή σκηνή, συμπεριλαμβανομένων των Clapton, Jeff Beck, Jimi Hendrix, Carlos Santana και Jimmy Page. Πλέον, η γενιά εκείνη βγαίνει στη σύνταξη, κάνοντας περικοπές στον συμβιβασμό της με σταθερά εισοδήματα. Επιδιώκουν να περιορίσουν, όχι να εμπλουτίσουν, τις συλλογές τους και η νεώτερη γενιά δεν είναι διατεθειμένη να τους αντικαταστήσει.

 

Ο Gruhn γνωρίζει τον λόγο.

 

«Χρειαζόμαστε κιθαριστικούς ήρωες», αποφαίνεται.

 

Κάποιος ρωτά για τον Clapton, που περιόρισε και ο ίδιος τη συλλογή του. Μάλιστα, ο Gruhn πούλησε 29 από τις κιθάρες του.

 

«Ο Eric Clapton είναι συνομήλικος μου», αναφέρει.

 

Μήπως ο Mark Tremonti των Creed, ο Joe Bonamassa, ο John Mayer; Κουνά το κεφάλι του.

 

«Ο John Mayer;», ρωτά. «Δε θα δεις ένα τσούρμο παιδιά να μιμούνται τον John Mayer και να τον ακούνε και να θέλουν να μάθουν κιθάρα χάρη σ’ αυτόν».

 

Κιθαριστικοί ήρωες. Αναδείχθηκαν στο πρώτο κύμα της rock’n’roll. Το θρυλικό duckwalk του Chuck Berry στη μεγάλη οθόνη. Η Gibson του Scotty Moore να αντηχεί στους δίσκους του Elvis με τη Sun. Ο Link Wray, με το χαρακτηριστικό στυλ μοτοσικλετιστή, να απογειώνει το “Rumble” το 1958.

 

 

Εκείνο το instrumental δεν αποτελούσε έναν βιρτουόζικο άθλο. Απαιτούσε μόνο τέσσερις χορδές. Τέσσερις χορδές, όμως, ήταν αρκετές για τον Jimmy Page.

 

«Επρόκειτο για κάτι που είχε ένα τόσο ουσιαστικό ύφος», ανέφερε ο Page στον Jack White και τον Edge στα πλαίσια του ντοκιμαντέρ It Might Get Loud (2009).

 

Στα ‘60s υπήρξε ένα ρεύμα white blues – Clapton, Jeff Beck, Keith Richards – καθώς και η θεατρικότητα του καταστροφέα κιθάρων Pete Townshend και η ηχητική καινοτομία του Hendrix.

 

Ο McCartney είχε δει τον Hendrix σε εμφάνιση του στο Bag O’Nails του Λονδίνου το 1967. Αναπολεί με στοργή εκείνες τις ημέρες και, στις τωρινές συναυλίες του, χρησιμοποιεί μια Les Paul για αριστερόχειρες προκειμένου να παίξει το “Foxy Lady” του Hendrix.

 

«Η ηλεκτρική κιθάρα ήταν καινούργια και συναρπαστικά εκπληκτική την περίοδο πριν και αμέσως μετά τον Hendrix”, ανέφερε νοσταλγικά το πρώην Σκαθάρι σε πρόσφατη συνέντευξη του. «Συνεπώς, βγήκαν πολλοί σπουδαίοι κιθαρίστες που μιμούνταν παίκτες όπως ο B.B. King και ο Buddy Guy, και ακολούθησαν μερικές γενιές τότε».

 

Σιγή.

 

«Στις μέρες μας, είναι δημοφιλέστερη η ηλεκτρονική μουσική και τα παιδιά ακούνε διαφορετικά», λέει ο McCartney. «Δεν έχουν κιθαριστικούς ήρωες όπως εσείς κι εγώ».

 

Οι Nirvana ήταν στο απόγειο τους όταν μεγάλωνε ο Dan Auerbach – ετών 38 – των Black Keys.

 

«Και όλοι ήθελαν μια κιθάρα», αναφέρει. «Αυτό δεν αποτελεί έκπληξη. Έχει να κάνει με το ποιος είναι στο Τοπ20».

 

Ο Vernon Reid των Living Colour συμφωνεί· μιλά όμως και για μια σημαντικότερη αλλαγή. Θυμάται πόσο εμπνεόταν όταν άκουγε Santana στο ραδιόφωνο. «Υπήρχε μια κουλτούρα όσον αφορά στο παίξιμο της κιθάρας, και η μουσική ήταν το επίκεντρο», προσθέτει ο Reid, ετών 58. «Θα κυκλοφορούσε ένας δίσκος και θα άκουγες πράγματα για εκείνον τον δίσκο, και θα ‘ταξίδευες’. Επενδύαμε και χρόνο και πόρους».

 

 

Η Lita Ford, επίσης στα 58 της, θυμάται πως κουλουριάστηκε στον καναπέ της ένα βράδυ του 1977 για να παρακολουθήσει τους Cheap Trick στο Don Kirshner’s Rock Concert. Ήταν 19 και το συγκρότημα της, οι Runaways, είχαν δώσει συναυλίες μαζί τους.

 

«Απλά ήταν ένας διαφορετικός κόσμος», δηλώνει η Ford. «Υπήρχε το Don Kirshner’s Rock Concert, ο Ed Sullivan, ο Dick Clark, και θα προσκαλούσαν ένα συγκρότημα και θα περίμενε κάποιος μια ολόκληρη βδομάδα για να δει ποιο θα ήταν εκείνο το συγκρότημα. Και μπορούσες να το συζητάς όλη τη βδομάδα με τους φίλους σου – ‘Σαββατόβραδο, θα έχουν τους Deep Purple, τι θα παίξουν άραγε;’ – και τότε όλοι θα μαζεύονταν γύρω από μια τηλεόραση λες και παρακολουθούσαν ποδοσφαιρικό αγώνα».

 

Στα ‘80s, οπότε και η Ford έκανε solo καριέρα και μπήκε στο Top40, έγινε μια από τις ελάχιστες κιθαριστικές ηρωίδες σε μια ανδροκρατούμενη playlist με κιθαρίστες όπως οι Stevie Ray Vaughan, Joe Satriani και Eddie Van Halen.

 

Η κουλτούρα της κιθάρας ήταν διάχυτη, είτε επρόκειτο για ταινίες (ο Ralph Macchio του Karate Kid ανταγωνίστηκε τον Steve Vai στην ταινία Crossroads [1986], ενώ ο Michael J. Fox έκανε ένα φοβερό solo στο Back to the Future και συμπρωταγωνίστησε με την Joan Jett στο rock δράμα Light of Day [1987]) είτε για το MTV και τις παλαιότερες, συναυλιακές ταινίες με τις φαινομενικά ατελείωτες επαναλήψεις από τους The Who και τους Led Zeppelin.

 

Ωστόσο, υπήρχαν ήδη δείγματα της επερχόμενης αλλαγής, των εξελίξεων στην τεχνολογία της μουσικής που θα ανταγωνίζονταν τελικά την κιθάρα. Το 1979, βγήκε στην αγορά το Portastudio 144 της Tascam, επιτρέποντας στον οποιοδήποτε είχε ένα μικρόφωνο και ένα βύσμα να ηχογραφεί σε πολλαπλά κανάλια. (Ο Bruce Springsteen χρησιμοποίησε ένα Portastudio για το “Nebraska” [1982]). Το 1981, η Oberheim εισήγαγε το DMX – μηχάνημα για drums – που έφερε επανάσταση στο χώρο της hip-hop.

 

Κατά συνέπεια, αντί για τον Hendrix και τον Santana, ο Brad Delson των Linkin Park άντλησε έμπνευση από το “Raising Hell” των Run-DMC, την επιτυχημένη μίξη ειδών που κυκλοφόρησε το 1986. Ο Delson, του οποίου το συγκρότημα βρέθηκε στην κορυφή των chart με έναν δίσκο που περιέχει ήπιους ήχους κιθάρας, δε θεωρεί τη μετάβαση από τους βίαιους άνδρες στους DJ ως κάτι κακό.

 

«Η μουσική είναι μουσική», αναφέρει. «Αυτοί οι άνθρωποι είναι όλοι μουσικοί ήρωες, ανεξάρτητα απ’ το ποιο φοβερό μουσικό όργανο παίζουν. Και, σήμερα, όλοι προσανατολίζονται προς τους προγραμματισμένους ρυθμούς με τη βοήθεια του Ableton. Δεν πιστεύω ότι αυτό είναι λιγότερο δημιουργικό από το να παίζει κάποιος μπάσο. Είμαι δεκτικός στην εξέλιξη ενόσω συμβαίνει. Η μουσική ευφυΐα είναι μουσική ευφυΐα. Απλά παίρνει διαφορετικές μορφές».

 

 

Η Βιομηχανία Απαντά

 

Ας τολμήσει να το πει κανείς αυτό στο Guitar Center, πλέον με χρέη ύψους $1.6 δισεκατομμυρίων και τόσο τρομοκρατημένο στην προοπτική δημοσιότητας που μια εκπρόσωπος θα επέτρεπε σε ένα στέλεχος να παραχωρήσει συνέντευξη υπό έναν όρο: «Δε δύναται να συζητήσει περί οικονομικών και πολιτικών σε καμία περίπτωση». (Όχι, ευχαριστούμε!)

 

Ο Richard Ash, πρόεδρος των Sam Ash, της μεγαλύτερης αλυσίδας μουσικών καταστημάτων υπό την κατοχή μιας οικογένειας στη χώρα, δε διστάζει να δηλώσει το προφανές.

 

«Οι πελάτες μας γερνούν, και σύντομα δε θα υπάρχουν», δηλώνει.

Τα τελευταία τρία χρόνια, τα ετήσια έσοδα της Gibson έχουν πέσει από τα $2.1 δις στα $1.7, σύμφωνα με τα στοιχεία που συγκέντρωσε το περιοδικό Music Trades. Η εξαγορά του μουσικού τμήματος της Philips από την εταιρεία το 2014 προς $135 εκατομμύρια οδήγησε σε χρέη – το πόσα ακριβώς δεν έχει αποκαλύψει η εταιρεία – και στην υποβάθμιση από τον οίκο Moody’s την προηγούμενη χρονιά. Η Fender, η οποία εξαναγκάστηκε να πουλήσει ένα μέρος της στο δημόσιο το 2012, έπεσε από τα $675 εκατομμύρια σε έσοδα στα $545 εκατομμύρια. Τα τελευταία χρόνια, βέβαια, έχει περιορίσει το χρέος της, ωστόσο εξακολουθεί να χρωστά $100 εκατομμύρια.

 

Επιπλέον, ξεκινώντας από το 2010, η βιομηχανία έγινε μάρτυρας ενός ορόσημου που θα θεωρούνταν αδιανόητο κατά την εποχή του hair metal: Οι ακουστικές κιθάρες άρχισαν να ξεπερνούν σε πωλήσεις τις ηλεκτρονικές.

 

Ωστόσο, τα ηγετικά στελέχη της Gibson, της Fender και της PRS λένε πως δεν έχουν υποκύψει.

 

«Ο θάνατος της κιθάρας, για να παραφράσουμε τον Mark Twain, είναι αντικείμενο μεγάλης υπερβολής», αναφέρει ο πρόεδρος της Fender, Andy Mooney.

 

Δηλώνει πως η εταιρεία έχει καταστρώσει ένα σχέδιο για να προσεγγίσει τη γενιά των millennials. Το κλειδί, λέει ο Mooney, είναι να πεισθούν περισσότεροι αρχάριοι να συνεχίσουν ένα μουσικό όργανο που συνήθως παρατούν μέσα σε έναν χρόνο. Έχοντας αυτό τον σκοπό, τον Ιούλιο η εταιρεία πρόκειται να ενεργοποιήσει μια online υπηρεσία που, όπως ισχυρίζονται, θα αλλάξει τον τρόπο που οι νέοι κιθαρίστες μαθαίνουν να παίζουν μέσα από μια σειρά διαδικτυακών εργαλείων.

 

 

Ο Paul Reed Smith, ο σχεδιαστής κιθάρων από το Maryland, επισημαίνει πως η βιομηχανία τώρα αναρρώνει από την ύφεση του 2009. Αναφέρει ως απόδειξη τα έσοδα της PRS – κάπου στα $42 με $45 εκατομμύρια το χρόνο, σύμφωνα με την εταιρεία – και την αυξανόμενη ζήτηση για κιθάρες.

 

«Είναι μια πολύπλοκη μίξη της αντίθεσης μεταξύ οικονομίας και αγοράς, μεταξύ της ζήτησης και των προϊόντων που προσφέρονται, σε σύγκριση με το πόσο καλά είναι πλέον τα προϊόντα σε σχέση με το πώς ήταν, και το τι ακριβώς συμβαίνει στο internet, και το πώς τα πολύ μεγάλα καταστήματα αντιμετωπίζουν όλα όσα συμβαίνουν», λέει ο Smith. «Θα σας πω, όμως, αυτό: Βάλτε μια εκπληκτική κιθάρα σε μια θήκη και στείλτε την σε κάποιον πωλητή, αυτό πουλάει».

 

Έπειτα, υπάρχει και ο Henry Juszkiewicz, ο μεγαλύτερος και ο πιο αμφιλεγόμενος από τους μεγιστάνες των μουσικών οργάνων. Όταν εκείνος και ένας συνέταιρος εξαγόρασαν την Gibson το 1986, για μόλις $5 εκατομμύρια, η πάλαι-ποτέ μεγάλη εταιρεία κατέρρεε.

 

«Ήταν μια αποτυχημένη εταιρεία με ένα θρυλικό όνομα, όμως πραγματικά ήταν στα τελευταία της», λέει ο Ash. «Πραγματικά, ο [Juszkiewicz] έδωσε νέα πνοή στην Gibson».

 

Στα 64 του, ο Juszkiewicz είναι γνωστός για το ταπεραμέντο του, το εξαιρετικά ανταγωνιστικό του πνεύμα και το πόσο απαιτητικός εργοδότης είναι. Ένας πρώην υπάλληλος της Gibson θυμάται μια εκδρομή με την εταιρεία στο Las Vegas, της οποίας το αποκορύφωμα ήταν μια επίσκεψη σε ένα σκοπευτήριο, όπου τα στελέχη πυροβολούσαν μια Fender Stratocaster. Τα τελευταία χρόνια, ο Juszkiewicz έκανε δυο μεγάλα ανοίγματα, και τα δυο φαινομενικά με το στόχο να επεκταθεί η εταιρεία ενώ το ίδιο το προϊόν – η κιθάρα – δείχνει να μην αποδίδει στην αγορά.

 

Το 2014, εξαγόρασε το μουσικό τμήμα της Philips με στόχο να προσθέσει ακουστικά, ηχεία και ψηφιακά μαγνητόφωνα στα προϊόντα της Gibson. Η ιδέα, σύμφωνα με τον Juszkiewicz, είναι να αναπροσαρμόσει την Gibson, από μια εταιρεία κιθάρων σε μια εταιρεία ηλεκτρονικών προϊόντων.

 

Επιπρόσθετα, υπάρχει και η σειρά των αυτορυθμιζόμενων κιθάρων-ρομπότ για την ανάπτυξη της οποίας η Gibson επένδυσε πάνω από μια δεκαετία και εκατοντάδες εκατομμύρια. Το 2015, ο Juszkiewicz καθιέρωσε το συγκεκριμένο χαρακτηριστικό στις περισσότερες νέες κιθάρες. Οι πωλήσεις κατακρημνίστηκαν σε τέτοιο βαθμό, καθώς οι κιθαρίστες και οι συλλέκτες αμφισβήτησαν το πρόσθετο κόστος και την αξία, που η Gibson είπε στους πωλητές να μειώσουν τις τιμές. Τότε η εταιρεία αποφάσισε να μην είναι δεδομένο χαρακτηριστικό η αυτορρύθμιση. Είναι ακόμα διαθέσιμο προς πώληση – γνωστό ως G Force – όμως πλέον είναι μια πρόσθετη επιλογή.

 

Ο Neal Schon των Journey αναφέρει πως ήταν σε διαμάχη με τον Juszkiewicz όταν υπήρξε σύμβουλος για την Gibson.

 

«Προσπαθούσα να βοηθήσω τον Henry και να τον αποθαρρύνω από πράγματα στα οποία σπαταλούσε ένα σωρό χρήματα», λέει ο Schon. «Όλες εκείνες τις ηλεκτρονικές, ρομποτικές αηδίες. Του είπα, στα ίσια, ‘Σ’ αυτό που κάνεις, η Roland και άλλες εταιρείες είναι έτη φωτός μπροστά από σένα. Έχεις αναθέσει σ’ ολόκληρο αυτό το κτήριο να δουλεύει πάνω σε μια συνθετική κιθάρα. Έχω παίξει μ’ αυτήν, και απλά δε δουλεύει’. Και αρνούταν να το πιστέψει αυτό».

 

Ο Juszkiewicz λέει ότι, μια ημέρα, οι αυτορυθμιζόμενες κιθάρες θα αναγνωριστούν ως μια σπουδαία καινοτομία, συγκρίνοντας τες με την επικράτηση του τηλεχειριστήριου. Επίσης, έχει μεγάλη πίστη στην εξαγορά της Philips. Στο τέλος, αναφέρει, η απόκτηση της θα αποδειχθεί η σωστή απόφαση.

 

«Όλα όσα κάνουμε αφορούν τη μουσική», δηλώνει ο Juszkiewicz. «Δεν έχει σημασία αν πρόκειται για τη σύνθεση μουσικής με κάποιο όργανο ή η ακρόαση μουσικής από μια συσκευή. Πιστεύω πως είμαστε μια εταιρεία για τη μουσική. Αυτό επιθυμώ να είμαστε, και θέλω να είμαστε οι καλύτεροι. Και, αν παρατηρείτε, κανείς δεν επιδιώκει αυτή τη θέση την τρέχουσα περίοδο».

 

 

Η Αναζήτηση Για Έμπνευση

 

Αν υπάρχει ένα μεγάλο ερώτημα στην βιομηχανία της κιθάρας, τότε σίγουρα δε διαφέρει από αυτό που καθοδηγεί την Apple. Πώς θα κάνουμε το προϊόν επιθυμητό στους εφήβους; Και μόλις το κατορθώσουμε, πώς θα τους κάνουμε να το αγαπήσουν;

 

Η Fender θα προσπαθήσει μέσα από μαθήματα και μια σωρεία από διαδικτυακά εργαλεία (Fender Tune, Fender Tone, Fender Riffstation). Η Music Experience, μια επιχείρηση με έδρα τη Florida, έχει επιστρατεύσει την PRS, τη Fender, την Gibson και άλλες εταιρείες προκειμένου να στήσουν περίπτερα σε φεστιβάλ για άτομα που θέλουν να δοκιμάσουν κιθάρες. Ας μην ξεχνάμε και το School Of Rock, που έχει πάνω από 200 καταστήματα ανά τη χώρα.

 

Παρασκευή βράδυ, στο Watertown της Massachusetts, και η πρόβα μόλις ξεκίνησε.

 

Ο Joe Pessia είναι υπεύθυνος και καθοδηγεί το συγκρότημα. Στα 47 του, υπήρξε κάποτε κιθαρίστας σε ένα συγκρότημα, μαζί με τον Nuno Bettencourt των Extreme, και εργάζεται στο School Of Rock από το 2008.

 

Παρακολουθώντας την πρόβα, εύκολα καταλαβαίνει κανείς τον λόγο.

 

Με τον Pessia να εποπτεύει, η ομάδα της σχολής έπαιξε καταπληκτικά τρία τραγούδια που κυκλοφόρησαν δεκαετίες πριν να γεννηθούν.

 

Το “Bye Bye Love” των The Cars συνδυάζει τα γρήγορα, new-wave πλήκτρα και τις barre χορδές. Το “Stone In Love” των Journey είναι ένα κλασικό arena rock κομμάτι των ‘80s με σημείο αναφοράς τη μελωδική κιθάρα του Schon. Ο Matt Martin, ένας 17χρονος κιθαρίστας με άσπρα αθλητικά παπούτσια, τζιν και ένα T-shirt House Of Blues, αναλαμβάνει σ’ αυτά τα ηνία.

 

Η έτερη Stratocaster του συγκροτήματος ανήκει στη Mena Lemos, μια 15χρονη δευτεροετή. Επιλέγει το “The Spirit Of Radio” των Rush.

 

Καθώς παίζουν, οι έφηβοι χορεύουν, γελούν και δουλεύουν για να παίξουν τέλεια τα κομμάτια. Οι γονείς είναι επίσης χαρούμενοι. Η Arezou Lemos, η μητέρα της Mena, βλέπει μια κόρη που έχει αυτοπεποίθηση και δύο παρέες φίλων – τα παιδιά στο School Of Rock και τους συμμαθητές της στο Newton South High School.

 

«Υπάρχουν πολλές δύσκολες στιγμές που περνάνε ως έφηβοι», λέει, «και το ότι έχει τη μουσική στη ζωή της, είναι σωτήριο».

 

Η Julie Martin αναφέρει πως ο γιος της, Matt, ήταν ένα ήσυχο αγόρι που έπαιζε στο μικρό πρωτάθλημα αλλά δεν αγάπησε πραγματικά τα σπορ. Εκείνη και ο άντρας της του αγόρασαν την πρώτη του κιθάρα όταν ήταν 6 ετών.

 

«Ήταν άμεσο», λέει. «Μπορούσε να παίξει κατευθείαν. Του έδωσε αυτοπεποίθηση, από την πρώτη στιγμή, και πιστεύω πως, μακροπρόθεσμα, τον βοηθά σε κάθε τομέα της ζωής του».

 

Θυμάται τη δική της παιδική ηλικία στη Boston, ως παιδί εργατικής οικογένειας.

 

«Γνωρίζω ακριβώς τι θα μπορούσε να κάνει εκεί έξω», αναφέρει η Μartin. «Περνά από το μυαλό μου. Είμαστε τόσο τυχεροί που έχουμε το School Of Rock. Έρχεται εδώ κάθε Πέμπτη, Παρασκευή και Σάββατο κάθε βδομάδα, όλο το χρόνο».

 

Η progressive metal των Rush δεν ενδείκνυται για αρχάριους, με τις αλλαγές στους ρυθμούς και τη δόση reggae.

 

«Δεν το έχουν ξαναπαίξει ποτέ», αναφέρει ο Pessia, ψιθυρίζοντας με θαυμασμό. «Η πρώτη φορά».

 

Οπότε, ποια είναι αυτά τα παιδιά; Το μέλλον; Μια ντροπή;

 

Δύσκολο να γνωρίζουμε. Ωστόσο, ο Matt Martin δε χρειάστηκε πολύ χρόνο για να σκεφτεί το λόγο που ήθελε να παίξει μια Strat όταν ήταν μικρός.

 

«Ο Eric Clapton», δηλώνει. «Είναι το είδωλο μου».

 

Για τον Philip McKnight, έναν 42χρονο κιθαρίστα και πρώην ιδιοκτήτη καταστήματος με μουσικά είδη στην Arizona, η επιτυχία του School Of Rock δεν αποτελεί έκπληξη.

 

Δημιούργησε έναν χώρο για μαθήματα κιθάρας λίγο καιρό αφότου άνοιξε το κατάστημα του σε ένα εμπορικό κέντρο το 2005. Οι εγγραφές συνέχισαν να αυξάνονται, ώσπου τελικά ίδρυσε την McKnight Music Academy. Καθώς αναπτυσσόταν, από 2 δωμάτια σε 8, από 25 μαθητές σε 250, ο McKnight παρατήρησε μια περίεργη εξέλιξη.

 

Κάπου στο 2012, το φύλο του συνόλου των μαθητών του άλλαξε δραματικά. Τα 8 με 12 κορίτσια που έκαναν μαθήματα αυξήθηκαν σε 27, σε 59, σε 119, καταλήγοντας να είναι περισσότερα από τα αγόρια. Ο λόγος; Τις ρώτησε.

 

Η Taylor Swift.

 

Κανένας δε θα μπέρδευε τις μελωδίες της σταρ της pop με εκείνες της Bonnie Raitt. Παίζει, όμως, και η Swift κιθάρα.

 

Ο Andy Mooney, ο πρόεδρος της Fender, την αποκαλεί «την κιθαρίστρια με τη μεγαλύτερη επιρροή των τελευταίων ετών».

 

«Δε νομίζω ότι τα νέα κορίτσια είδαν την Swift και είπαν, ‘Έμεινα εντυπωσιασμένη από τον τρόπο που παίζει τα αρπέτζιο σε Σολ μείζονα’», αναφέρει ο Mooney. «Τους άρεσε πώς φαινόταν και θέλησαν να την μιμηθούν».

 

Όταν ο McKnight ξεκίνησε να ανεβάζει μια σειρά από βίντεο στο YouTube, έκανε ένα επεισόδιο με τον τίτλο “Είναι η Taylor Swift ο επόμενος Eddie Van Halen;”. Δεν μιλούσε για την τεχνική. Μιλούσε για το πώς εμπνέει νέους κιθαρίστες. Στο τέλος, η σειρά εκείνων των βίντεο έγινε δημοφιλέστερη από τις πωλήσεις και τα μαθήματα κιθάρας. Στην αρχή της χρονιάς, ο McKnight έκλεισε το μαγαζί του.

 

Όσο για τα βίντεο; Θα συνεχίσει να τα κάνει. Είναι κερδοφόρα.

 

[Μετάφραση του άρθρου του Geoff Edgers, που δημοσιεύτηκε στην Washington Post]

Comments