Μία από τις πλέον εξέχουσες μορφές στην ιστορία της ροκ, με μια καριέρα που απλώνεται σε βάθος πενήντα χρόνων, μια φωνή ιδιαίτερα αναγνωρίσιμη και ένα όνομα ιστορικό που αντέχει στο χρόνο όσα λίγα, ένας τραγουδιστής που έχει επηρεάσει αμέτρητο κόσμο μέσα απ’ το έργο του με τους Deep Purple πρωτίστως, ο θρυλικός Ian Gillan, γίνεται σήμερα 79 ετών.
Μεγάλωσε στο Middlesex, στους κόλπους μιας οικογένειας που είχε σε μεγάλη υπόληψη τη μουσική. Εισήχθη από νωρίς στο rock and roll μέσω των τραγουδιών του Elvis Presley και φτάνοντας στην εφηβεία του, έχοντας παρακολουθήσει στον τοπικό κινηματογράφο μια ταινία του, αποφάσισε πως ήθελε να γίνει κι εκείνος ένας rock n roll τραγουδιστής. Μολονότι τέλειωσε το σχολείο, από τα 15 του χρόνια σχημάτισε ένα δικό του συγκρότημα, τους Garth Rockett and the Moonshiners, στο οποίο αρχικά έπαιζε ντραμς, μέχρι που τελικά ανέλαβε το ρόλο του τραγουδιστή έχοντας κλείσει πλέον τα 17 του χρόνια.
Όπως έχει πει ο ίδιος, δεν έκανε ποτέ του μαθήματα και ό, τι κατάφερε το κατάφερε ολομόναχος με τη βοήθεια όπως λέει των Elvis Presley, Ella Fitzgerald, Chuck Berry, Little Richard, Dusty Springfield κ.α. «Όταν είσαι παιδί, αντιγράφεις τους ήρωες σου και έτσι μαθαίνεις. Αν ακούς έναν δάσκαλο, αντιγράφεις κάποιου άλλου τους ήρωες, οπότε να μεν μπορεί να είσαι σωστός τεχνικά αλλά πιθανόν να μην έχει το πάθος από την άμεση επιρροή που πηγαίνει κατ’ ευθείαν στην καρδιά σου», τονίζει. Το 1962, μετακινήθηκε στους Javelins που άντεξαν δύο χρόνια και το επόμενο αξιόλογο βήμα του, ήταν η προσχώρηση του στους Episode Six, το 1965. Αυτή θεωρεί ο ίδιος ο τραγουδιστής την πρώτη επίσημη μπάντα του, στην οποία έπαιζε επίσης και ο μπασίστας Roger Glover. Οι δυο τους άρχισαν να γράφουν τραγούδια, χτίζοντας τα θεμέλια μιας μακροχρόνιας συνεργασίας.
Το καλοκαίρι του 1969, οι Blackmore, Lord και Paice, που είχαν ιδρύσει την πρώιμη μορφή των Deep Purple, πήγαν κάποιο βράδυ να παρακολουθήσουν τους Episode Six, στο μαγαζί που έπαιζαν και ακολούθως, πρότειναν στον Gillan, τη θέση του τραγουδιστή, προσλαμβάνοντας ταυτόχρονα και τον Glover, που εκτός από καλός μπασίστας ήταν και έμπειρος συνθέτης. Με αυτόν στη σύνθεσή τους, οι Purple, μπήκαν στην πιο δημοφιλή τους περίοδο, με τον τραγουδιστή να συμμετέχει στις ιστορικές κυκλοφορίες, “Concerto for Group and Orchestra”, “Deep Purple in Rock”, “Fireball”, “Machine Head”, “Made in Japan” και “Who do we think we are”. Στο μεταξύ, το 1970, συμμετείχε επίσης στο concept άλμπουμ, “Jesus Christ Superstar”, των Andrew Lloyd Webber και Tim Rice. Όλες αυτές οι ηχογραφήσεις, σε συνδυασμό με τις ασταμάτητες παγκόσμιες περιοδείες, εκτός από την επιτυχία, είχαν το τίμημά τους, αφού ο καλλιτέχνης νοσηλεύθηκε τον Οκτώβρη του 1971 με υπερκόπωση και εξέφρασε την πρόθεση του να αποχωρήσει απ’ το συγκρότημα σχεδόν ένα χρόνο μετά. Παρ’ ότι αρχικά πείστηκε να παραμείνει, τελικά ανακοίνωσε την αναχώρηση του, μόλις έφερνε εις πέρας τη δέσμευση του για τις συναυλίες που έμεναν. Έχοντας αγοράσει στούντιο ηχογραφήσεων, υπέγραψε συμβόλαιο για σόλο καριέρα με την Oyster Records. Μετά από μερικά project που απέτυχαν, σχημάτισε τους Ian Gillan Band, με τους Ray Fenwick, John Gustafson, Mike Moran και Mark Nauseef το 1975. Το ντεμπούτο τους, “Child in Time”, αν και μπήκε στα chart δεν κατάφερε να σημειώσει ψηλές πωλήσεις. Χειρότερα πήγαν οι δύο δίσκοι τους που ακολούθησαν, με πλήθος αλλαγών να έρχονται στο εσωτερικό της μπάντας που πλέον υιοθέτησε το όνομα Gillan. Η νέα σύνθεση, ηχογράφησε το “Mr. Universe” και έφερε σαφώς καλύτερα αποτελέσματα από άποψη απήχησης στα chart. Συνέχισε αφοσιωμένος στην προσωπική του καριέρα μέχρι το 1982, όταν και οι Gillan διαλύθηκαν, αφού σύμφωνα με τις οδηγίες των γιατρών έπρεπε να ξεκουράσει τη φωνή του.
Μετά από διάστημα ενός έτους όμως, επέστρεψε δριμύτερος εκπλήσσοντας τους οπαδούς του, όταν ενσωματώθηκε στους Black Sabbath για τις ηχογραφήσεις του “Born Again”, περιοδεύοντας μαζί τους απ’ τον Αύγουστο ως το Μάρτιο του 1984. Ως μέλος των Sabbath, υποχρεώθηκε να μάθει όλο το παλιό ρεπερτόριο τους, είχε όμως δυσκολία στο να θυμηθεί τους στίχους. Γενικότερα δεν έμεινε ευχαριστημένος από τη σύντομη θητεία του στις τάξεις τους, αισθανόμενος μεγάλη απογοήτευση από το τελικό μιξάρισμα του άλμπουμ καθώς και το εξώφυλλο του. Την πικρία του με τους Black Sabbath, διαδέχθηκε η επιστροφή του στο στρατόπεδο των Deep Purple, τον Απρίλιο του 1984 και παράλληλα στην επιτυχία με τα “Perfect Strangers” και “The House of Blue Light”, το 1984 και 1987 αντίστοιχα. Σε αντίθεση όμως με την εμπειρία του από τη δεκαετία του ’70 με την μπάντα, ο Gillan ένιωσε απογοήτευση θεωρώντας πως δε γινόταν τόση δουλειά όσο παλιότερα. Προκειμένου να εκπληρώσει το συμβόλαιο με τη δισκογραφική του, δημιούργησε ένα project με τον Roger Glover, γράφοντας και ηχογραφώντας υλικό που δεν ταίριαζε με το hard rock στυλ των Purple και το οποίο οδήγησε στην κυκλοφορία του “Accidentally on Purpose”. Κάποιες προστριβές στο εσωτερικό της μπάντας, οδήγησαν τον καλλιτέχνη εκτός Deep Purple στις αρχές του ’90 και έτσι εκείνος συνέχισε δραστηριοποιούμενος πάνω στην σόλο καριέρα του. Η αποχώρηση του Ritchie Blackmore όμως από το βρετανικό γκρουπ τρία χρόνια μετά, σήμανε και την εκ νέου επιστροφή στους Purple για τον Gillan, που παραμένει σταθερά μαζί τους μέχρι σήμερα περιοδεύοντας και ηχογραφώντας. Κατά τα άλλα, έχει εκφράσει την ιδιαίτερη αγάπη που τρέφει για την Αρμενία, διατηρώντας σε υψηλά επίπεδα τη δημοτικότητα του εκεί, από το 1989 με το Rock Aid Armenia, που τον οδήγησε και στο σχηματισμό του supergoup WhoCares ως side – project των Deep Purple. Να προσθέσουμε κλείνοντας, ότι ο παντρεμένος με την ίδια γυναίκα δύο φορές Gillan, έχει δύο παιδιά και τρία εγγόνια, μεγαλωμένα όλα τους στη Σκωτία.
Απο τη στήλη του Rockoverdose " Σαν σήμερα"
Φωτογραφία: JohnMetalmanPhotography