MANOWAR: 40 χρόνια “Battle Hymns”!

Σωτήριο έτος 1982. Έβδομη ημέρα του έκτου μήνα. Η πρώτη κυκλοφορία των Manowar δίνεται στην ανθρωπότητα και τίποτα δεν θα είναι ξανά το ίδιο.

Οδηγίες πριν προχωρήσετε στην ανάγνωση του παρακάτω κειμένου:
Εάν είστε στην κατηγορία των ανθρώπων που ειρωνεύονται την μπάντα για λόγους άσχετους με τη μουσική, έχετε δύο επιλογές. Η πρώτη είναι να κλείσετε το κείμενο και να συνεχίσετε τη ζωή σας κανονικότατα. Έτσι και αλλιώς εδώ και 40 χρόνια είμαστε μια χαρά και χωρίς εσάς. Η δεύτερη είναι να διαβάσετε χωρίς παρωπίδες το άρθρο είτε συμφωνείτε είτε όχι και ποιος ξέρει; Ίσως αλλάξετε γνώμη. Ίσως και όχι. Στο κάτω κάτω και εγώ δεν ξέρω κατά πόσο μπορώ να παραμείνω αντικειμενικός αν και θα το προσπαθήσω.

Το ξεκίνημα, πάνω κάτω είναι γνωστό στους περισσότερους. Άλλωστε αναφέρεται και στο ομώνυμο τραγούδι της μπάντας. Ο Ross “The Boss” Friedman περιοδεύει μαζί με την τότε μπάντα του, Shakin’ Street στην Ευρώπη, ανοίγοντας τους Black Sabbath με τον Dio στα φωνητικά στην περιοδεία “Heaven & Hell”. Σε μία στάση της περιοδείας στην Αγγλία ο Dio φέρνει σε επαφή τον Ross μαζί με τον Joey DeMaio – ο οποίος ήταν μέλος του crew των Sabbath. Οι δυο τους είχαν τρομερή χημεία και μετά το τέλος της περιοδείας αποφασίζουν να φτιάξουν μία μπάντα. O DeMaio, προτείνει τη θέση του τραγουδιστή στον Eric Adams, παλιό του συμμαθητή, ο οποίος όμως αρνείται πεισματικά να αναλάβει το ρόλο καθώς θεωρούσε ότι είχε τελειώσει με τη μουσική βιομηχανία. Τελικά συμφώνησε να ηχογραφήσει κάποια demo με τα τραγούδια που είχαν γράψει ο DeMaio με τον Friedman ώστε να μπορέσουν να τα στείλουν σε κάποια δισκογραφική. Η μπάντα προσέλαβε ένα drummer και ηχογράφησαν κάποια κομμάτια. Μία εβδομάδα αργότερα ο DeMaio πηγαίνει στο σπίτι του Adams λέγοντας του πως έχουν κλείσει συμβόλαιο για δίσκο. Και πάλι όμως ο Adams, αρνείται να προχωρήσει στο εγχείρημα καθώς ότι έκανε το έκανε μόνο για να βοηθήσει τον DeMaio. Τελικά μετά από πίεση, την επόμενη ημέρα συμφώνησε, η μπάντα προσέλαβε τον Donnie Hamzik, υπογράφουν το συμβόλαιο με το αίμα τους (κυριολεκτικά), και εγέντο Manowar!

 

 

Το όραμα που είχαν τα μέλη της μπάντας για τον ήχο τους και γενικά το στήσιμο τους ήταν από την αρχή ξεκάθαρο. Ήθελαν κάτι μεγαλεπήβολο, κάτι τεράστιο, κάτι το οποίο κανένας άλλος δεν είχε ξανακάνει και κάτι για το οποίο καμία εταιρεία δε θα πλήρωνε για μία άγνωστη μπάντα που θέλει να γράψει το πρώτο της δίσκο. Ευτυχώς όμως με την επιρροή κάποιον ατόμων μπόρεσε και έγινε πραγματικότητα σε μεγάλο βαθμό και έτσι το 1981 αρχίζουν τις ηχογραφήσεις του δίσκου για να κυκλοφορήσει τον επόμενο χρόνο.

Τα πρώτα κομμάτια έχουν μία αρκετά rock ‘n’ roll αισθητική (ας μη ξεχνάμε ότι ο DeMaio είναι φανατικός οπαδός του Elvis) μπλεγμένη όμως με τη δυναμική της μουσικής που ήθελαν να παίξουν οι Manowar. Γενικά είναι in-your-face κομμάτια αντιπροσωπεύουν αυτά που ήθελε η μπάντα να δείξει: “Είμαστε οι Manowar και θα κάνουμε ότι θέλουμε και όπως θέλουμε.” Από το “Death Tone γίνεται αντιληπτό ότι οι Manowar παίζουν κάτι το διαφορετικό. Αλητεία με το καλημέρα. Είμαστε οι Manowar, πήγαμε στο Vietnam, είμαστε μάγκες όσοι δε πήγατε είστε φλώροι! Συνέχεια με το “Metal Daze”, μία ξεκάθαρη δήλωση της μπάντας. Στίχοι όπως “I hear the sound on a metal way...” και “Heavy metal loud as it can be...” δείχνουν ποια θα είναι η πορεία της μπάντας όσο αφορά τη μουσική αλλά και την εικόνα καθώς ότι έκαναν το έκαναν με υπερβολή γιατί πολύ απλά το ήθελαν. Προσωπικά άνετα θα μπορουσα να ανακυρήξω το τραγούδι ως τον ύμνο της metal μουσικής. Ακολουθεί το “Fast Taker” γρήγορο και με φιλοσοφία παρόμοια του “Metal Daze”. Στο τελευταίο κομμάτι της πρώτης μεριάς του δίσκου έχουμε το “Shell Shock”, ακόμα ένα κομμάτι με αναφορά στο Vietnam και στη ζωή ενός βετεράνου και πως τον αντιμετωπίζουν πίσω στην πατρίδα του.

Η δεύτερη πλευρά του δίσκου διαμόρφωσε κατά ένα τεράστιο ποσοστό την μετέπειτα πορεία της μπάντας, του ήχου της, του image της και σχεδόν τα πάντα. Πρώτο κομμάτι αυτής της πλευράς το “Manowar” το οποίο όπως είπαμε πιο πάνω, πολύ απλά αναφέρει πως έγινε η μπάντα και το τι θέλει να κάνει! “Born to live forever more…”.

“Dark Avenger”… τι να πούμε για αυτό το έπος; Ας αρχίσουμε με το γεγονός ότι η μπάντα ζήτησε από τον Orson Welles να απαγγείλει ένα μέρος του κομματιού και αυτός όχι μόνο συμφώνησε αλλά ηχογράφησε επίσης μαζί τους για το κομμάτι “Defender” (που αν και γράφτηκε την ίδια εποχή κυκλοφόρησε 5 χρόνια αργότερα στο δίσκο “Fighting The World”). Για τη μουσική; Αργόσυρτη κάπως doom εισαγωγή, που ακολουθείται από την απαγγελία του Wells και μετά... πόλεμος. Ο Eric Adams μας δείχνει ξεκάθαρα γιατί θεωρείται ένας από τους καλύτερους metal τραγουδιστές ενώ ο Ross παίζει κιθάρα μανιασμένα. Ένα πραγματικά κλασσικό κομμάτι το οποίο δείχνει τη δυναμική της μπάντα και το που θέλει αυτή να φτάσει.

 

 

Το επόμενο “κομμάτι”, τo “William’s Tale”, ένα solo στο μπάσο στην ουσία, ποτέ δεν μπόρεσα να καταλάβω γιατί μπήκε στο δίσκο. Ναι μπορεί τεχνικά να είναι απίστευτα δύσκολο, ναι ο DeMaio δείχνει τι μπορεί να κάνει με το μπάσο αλλά και πάλι.... Ειλικρινά δεν μπορώ να το κατανοήσω. Ο μόνος λόγος ίσως είναι η μπάντα να σκέφτηκε τους οπαδούς. Σου λέει πως θα γίνει να αντέξουν το “Dark Avenger” και το “Battle Hymn” στα καπάκια; Μάλλον δε γίνεται οπότε ας τους πετάξουμε ένα solo στο μπάσο στο ενδιάμεσο.

Και φτάνουμε στο τελευταίο κομμάτι του δίσκου και ίσως το καλύτερο που έχουν γράψει ποτέ. Βέβαια αυτή η άποψη μου μπορεί να αλλάζει καθημερινά. Αναλόγως με το ποιο κομμάτι ακούω εκείνη τη στιγμή. Μιλάμε για ένα απίστευτα επικό κομμάτι. Απόλυτη ανατριχίλα κάθε φορά που ακούγονται τα τύμπανα του Hamzik στην εισαγωγή για να ακολουθήσει μία από τις μεγαλύτερες οπαδικές στιγμές όποτε το συγκεκριμένο κομμάτι παίζεται live ή σε κάποιο bar. Η κατάσταση είναι πολύ απλή. Είσαι σε bar, παίζει αυτό το κομμάτι και δεν πιάνεις το διπλανό σου να το τραγουδήσετε μαζί “By moonlight we ride…”; Ε δεν είσαι φίλος μου και ακούς λάθος μουσική. Τόσο απλό. Καλά το να είσαι φίλος μου δε σε νοιάζει κιόλας αλλά σίγουρα ακούς λάθος μουσική. Μπορεί για κάποιο ανεξήγητο λόγο να μη σου αρέσουν οι Manowar αλλά αν δεν παραδέχεσαι ότι έχουν γράψει ανεπανάληπτα έπη όπως το “Battle Hymn”, τότε τι να πω.... Άκου κάτι άλλο. Κλείνει η γραφική παρένθεση και συνεχίζουμε. Ο Adams παραδίδει μαθήματα φωνητικής πριν περάσουμε στο χαλαρό ιντερλούδιο κάτι που επαναλήφθηκε και σε πολλά επόμενα κομμάτια στη δισκογραφία της μπάντας. Και μετά... δύο από τις πιο μαγικές στιγμές που έχω ζήσει σε συναυλία. Το μπάσιμο του Hamzik στο 4:12, η απίστευτη τσιρίδα του Adams δευτερόλεπτα μετά και το solo του Ross. Ανατριχίλα και δέος. Δεν μπορώ να το περιγράψω καλύτερα, Και σαν να μην έφτανε αυτό, ένα λεπτό αργότερα η μπάντα μπαίνει στο τελευταίο μέρος του κομματιού με ότι έχει και δεν έχει! Πολύ απλά δείχνει πως γίνεται, γνωρίζοντας όμως ότι δεν μπορεί να τη φτάσει κανείς! Και όποιος ακόμα έχει αμφιβολίες ας δει την εκτέλεση του συγκεκριμένου κομματιού στο DVD “The Day The Earth Shook”.

Το “Battle Hymns” έδωσε στους Manowar αυτό που χρειαζόντουσαν. Ένα απόλυτα επιτυχημένο ξεκίνημα για μία μεγαλειώδη πορεία και ένα σερί δίσκων που πολύ δύσκολα μπορεί άλλη μπάντα να πιάσει. Και φυσικά μαζί με κάποιους ακόμα δίσκους – μετρημένους στα δάχτυλα – έδωσαν το έναυσμα και αποτέλεσαν επιρροή και έμπνευση για εκατοντάδες ακόμα μπάντες να ακολουθήσουν αυτό το είδος μουσικής.

Joey, Eric, Ross, Donnie, ευχαριστούμε...

 

 

Υπενθυμίζουμε ότι οι Manowar θα επισκεφτούν τη χώρα μας, στις 22 Ιουνίου στην Αθήνα και στην Πλατεία Νερού στο πλαίσιο του Release Athens 2022 

 

 

 

Για το Rockoverdose.gr
Απόστολος Πανταζόγλου

 

 

Comments