Megadeth κι αναταράξεις δεν ήταν χωριστές έννοιες ποτέ ειδικά στην πρώτη φάση της καριέρας τους καθώς εκεί που η λογική τελείωνε άρχιζαν τα ναρκωτικά κι εκεί που τέλειωναν τα ναρκωτικά, άρχιζε η παράνοια αντίστοιχα. Τη φυγή του Gar Samuelson και του Chris Poland που δεν ήταν και πολύ ρόδινη, ακολούθησε η πρόσληψη του Jeff Young στις κιθάρες και του Chuck Behler στα τύμπανα αμέσως μετά το τέλος της περιοδείας για το “Peace Sells… But Who’s Buying?”, με τον Poland μάλιστα να κατηγορείται ευθέως ότι πουλούσε εξοπλισμό της μπάντας για να εξασφαλίσει την καθιερωμένη δόση του (συμβαίνουν και στις καλύτερες οικογένειες, στους Megadeth της εποχής δε θα συνέβαιναν;)! O Young προσελήφθη καθώς ήταν ο δάσκαλος του κιθαρίστα Jay Reynolds που είχε αρχικά πάρει τη θέση, καθώς δεν είχε και ιδιαίτερη διάθεση να ηχογραφήσει και να περιοδεύσει. Επισήμως μπορούσαμε να μιλάμε για την χειρότερη περίοδο στην ιστορία των Megadeth, όχι τόσο συνθετικά όσο παρασκηνιακά, καθώς κι ο ίδιος ο Dave Mustaine ήταν σε μέγιστο χάλι και ένας Θεός ξέρει (και μάλλον κι αυτός αναρωτιέται) πως έμεινε ζωντανός ειδικά την περίοδο 1987-1989 πριν και μετά το δίσκο, καθώς ήταν πραγματικά ένα βήμα πριν δει τα ραδίκια ανάποδα με τη συνεχή χρήση ναρκωτικών ουσιών.
Βάλτε μέσα και τον παραγωγό Paul Lani ο οποίος εκνεύριζε πολλάκις τον Mustaine και απολύθηκε τη μέρα που ο αρχηγός τον είδε με τα εσώρουχα του να ταϊζει ένα μήλο σε ένα ελάφι (καλά διαβάζετε, δεν σας τρολάρουμε) και κάπου εκεί πήγε περίπατο και ο πιθανός καλός ήχος του επόμενου 3ου δίσκου “So Far, So Good… So What!” καθώς ο διάδοχος Michael Wagener κατηγορήθηκε ευθέως για τον κακό ήχο στη μίξη και τις ανατρεπτικές ιδέες του. Κι όμως ο δίσκος παρά τον κακό ήχο του και παρά τον ετοιμοθάνατο κύριο δημιουργό του, όχι απλά άρεσε πολύ στον κόσμο παρότι ωμός κι ακατέργαστος, αλλά έφτασε να έχει πουλήσει το διόλου ευκαταφρόνητο νούμερο των 400.000 αντιτύπων ένα μήνα μετά τη δημιουργία του! Τα τραγούδα “φύσαγαν” παικτικά και περιέχουν μερικές από τις πλέον γρήγορες ως και “σχιζοφρενείς” δομές τους, με το “Set The World Afire” μάλιστα να είναι το 1ο κομμάτι που γράφτηκε μετά την απόλυση του Mustaine από τους Metallica, με τους στίχους να γράφονται μάλιστα στην επιστροφή του με το περιβόητο λεωφορείο για το οποίο του είχαν ήδη πληρώσει το εισιτήριο… Το “502” είναι ένα κομμάτι που αφορά την παραβίαση νόμων και το να οδηγείς γρήγορα αυτοκίνητα, το “Liar” γράφτηκε για τον ίδιο τον Chris Poland (ήταν μη του κάνεις μαλακία του Mustaine, δε σε ξέπλενε ο Νιαγάρας μετά).
Το “Hook In Mouth” αποκηρύσσει την παραβίαση των συνταγματικών δικαιωμάτων και την λογοκρισία, άμεσα κατευθυνόμενο έναντι της PMRC της Tipper Gore, που είχε βαλθεί να τα βάλει με όλο το μεταλλικό κόσμο κι έφαγε μεγαλοπρεπώς τα μούτρα της. Το δε “In My Darkest Hour” που είναι το κορυφαίο κομμάτι του δίσκου, γράφτηκε σε μία στιγμή μόλις, με τον Mustaine συντεντριμμένο από τον θάνατο του Cliff Burton που αγαπούσε πάρα πολύ και μαθαίνοντας το νέο από στόμα σε στόμα κι όχι από τους ίδιους τους πρώην συναδέλφους του στους Metallica, πράγμα το οποίο τους το κρατάει -δικαίως- μέχρι σήμερα (να τα λέμε όλα). Αντικειμενικά πλήρως, παρότι οι Young/Behler δεν είχαν την κλάση των Poland/Samuelson, ο δίσκος τα πήγε πολύ καλά και πήγε τους Megadeth στο επόμενο επίπεδο ξεφεύγοντας από το Underground και κάνοντας το όνομα τους πιο γνωστό από ποτέ. Από την άλλη, οι συνεχείς καταχρήσεις, οι κακές σχέσεις μεταξύ τους, φήμες ότι ο Young την έπεφτε στην τότε γκόμενα του Mustaine και ήταν γυναικάς αλλά και η απόδοση τους που έφθινε όσο περνούσε ο καιρός και αυξανόντουσαν οι χρήσεις, είχε ως μοιραίο αποτέλεσμα την αποπομπή και των δυο και την απαρχή ενός μεγάλου κεφαλαίου στην ιστορία της μπάντας.
Δεν μάθαμε ποτέ που θα μπορούσαν να φτάσουν με αυτό το Line-up, το πιο βραχύβιο της ιστορίας τους από δίσκο σε δίσκο στην πρώτη εποχή τους, αλλά υπάρχουν πολλοί που λατρεύουν εκείνη την περίοδο ως ωμή και ειλικρινή και για πολλούς -όπως και για μένα- ήταν η πρώτη τους επαφή με τη μπάντα και σημαίνει πολλά.
2 από τα 4 μέλη εκείνης της περιόδου έρχονται στη χώρα μας και είναι μοναδική ευκαιρία να βιώσουμε κάτι από μία ταραχώδη περίοδο 35 χρόνια πριν μεν, με κομμάτια που γράφτηκαν στην ιστορία δε.
Για το Rockoverdose,
Άγγελος Κατσούρας