Προακρόαση δίσκου: REFLECTION – “Bleed Babylon Bleed”

Ημερομηνία δημοσίευσης: 22 Ιανουαρίου 2017

Με αφορμή την επικείμενη κυκλοφορία του 5ου δίσκου των βετεράνων της Ελληνικής σκηνής Reflection, που θα τιτλοφορείται ''Bleed Babylon Bleed'', το συγκρότημα μας έκανε την τιμή να μας μαζέψει στα πολύ όμορφα The Music House Studios στην καρδιά του Κορυδαλλού (κοντά στην πλατεία Μέμου για όσους γνωρίζουν την περιοχή). Μπαίνοντας μέσα στο χώρο, αισθάνθηκα ότι ήμουν σε δεξίωση για γάμο ή κάτι παρόμοιο, με τόσα φαγητά και τέτοια περιποίηση από τα μέλη του συγκροτήματος. Το ευχάριστο είναι ότι οι εκπρόσωποι του τύπου δώσανε βροντερό παρών, ανταποκρινόμενοι στο κάλεσμα των παιδιών, δείγμα του πόσο σεβαστοί είναι σαν συγκρότημα τις τελευταίες τρείς δεκαετίες. Τα προβλήματα που επήλθαν στο συγκρότημα, από ασταθής λειτουργία λόγω παλιών μελών, μέχρι σοβαρά θέματα υγείας του Στάθη Παυλαντή, όχι μόνο δεν τους πτόησαν αλλά τους δώσανε έξτρα κίνητρο για να συνεχίσουν την πορεία τους.

 

Αποτέλεσμα αυτής της αλύγιστης στάσης τους, είναι το νέο τους ''παιδί'', ο τίτλος του οποίου βασίζεται στην Γενοκτονία των Ποντίων, ένα άλμπουμ για το οποίο δεν χρησιμοποιήθηκαν καθόλου ψηφιακά μέσα κατά τη δημιουργία του. Τα παιδιά όντας γαλουχημένα στα '90s και λόγω καταβολών, αποφάσισαν αυτή τη φορά να βγάλουν ως αποτέλεσμα απλά τον ήχο που τους χαρακτηρίζει, χωρίς να προσπαθήσουν να μοιάσουν σε κάτι άλλο και χωρίς το όλο εγχείρημα στο τέλος να ακούγεται επιτηδευμένο. Ο δίσκος διαρκεί 40' περίπου, με συνοχή στις διάρκειες των κομματιών κατά το μεγαλύτερο του μέρος, καθώς και οι ίδιοι δεν θέλανε να γράψουν μεγάλης διάρκειας κομμάτια, έτσι ώστε να τους είναι πιό εύκολο να τα αποδώσουν ζωντανά στο μέλλον. Ας πάμε να αναλύσουμε τα κομμάτια ένα-ένα για να έχετε μία ιδέα από το πανέμορφο σύνολο που ακούσαμε:

 

1) Μarch To Glory (1:18): Η εισαγωγή του δίσκου, προετοιμάζει το κλίμα για το τι θα ακούσουμε στο υπόλοιπο αυτής της κυκλοφορίας. Εξαρχής καθίσταται προφανές ότι έχουμε να κάνουμε με ένα πολύ βαρύ δίσκο, τόσο σε κιθάρες όσο και σε παραγωγή, με τα πάντα να ακούγονται πεντακάθαρα, με τα ρυθμικά τύμπανα του Παυλάντη τζούνιορ να κλέβουν την παράσταση και με τον Albert Bell, μπασίστα των Μαλτέζων Forsaken/Nomad Son/Sancro Sanctus να απαγγέλει τα φωνητικά. Mε το που τελειώνει, ξέρουμε πολύ καλά τι θα ακολουθήσει!

 

2) Glorious Victory (4:38): Στο μπάσιμο του κομματιού, ακούμε τον νέο (αλλά γενικώς ''παλιό'' στο χώρο) τραγουδιστή της μπάντας Γιώργο Θωμαΐδη να δίνει το στίγμα του φωνάζοντας ''Glorious Victory''. Το κομμάτι πραγματεύεται τη μάχη του καλού εναντίον του κακού, ή των Ελλήνων εναντίον των Βαρβάρων αν προτιμάτε. Ένα κομμάτι παλιό, από τα πρώτα που γράφτηκαν για το δίσκο, με επικό συναίσθημα που το προσδίδουν και τα φωνητικά, τα οποία εναλλάσσονται από χαμηλά σε ψηλά με χαρακτηριστική ευκολία, πεντακάθαρη άρθρωση με την οποία πιάνεις και τον παραμικρό στίχο, τα αδέρφια Παυλαντή να ακολουθούν ο ένας τον άλλο σε ρυθμούς, πότε ο Γιώργος τον Στάθη και πότε το αντίστροφο, καθώς riffs και τύμπανα συνυπάρχουν εμβατηριακά καθ΄όλη τη διάρκεια του πρώτου μισού του κομματιού. Στη μέση έχουμε ένα όμορφο μέρος μπάσου από το Γιώργο Λιτινάκη το οποίο οδηγεί ξανά στην αρχική κραυγή, στην οποία βοηθάει με έξτρα φωνητικά και ο πληκτράς Ηρακλής Λουκάκης. Το σόλο στο κομμάτι είναι άκρως βιρτουόζικο και ουσιώδες, ενώ στο τέλος έχουμε έξτρα δυνατή δίκαση πάνω στον αρχικό ρυθμό και το κομμάτι κλείνει με ένα όμορφο ''μπούμ'', το οποίο αφήνει πτώματα πίσω του. Φοβερή αρχή, έπεται συνέχεια!

 

3) The Iron Tower (4:24): Το κομμάτι που όλοι γνωρίζαμε πριν την προακρόαση, σε μία πιo πρώιμη μορφή. Πλέον ακούσαμε την τελική του φόρμα και πιστέψτε με, ακούγεται ακόμα καλύτερο. Η ιστορία του έχει να κάνει με ένα πύργο βασανιστηρίων κατά το μεσαίωνα, την εποχή της Ιεράς Εξέτασης (με διαφορά η χειρότερη ιστορική περίοδος όλων των εποχών από καταβολής ανθρωπότητας, τα αίσχη που γίνανε τότε είναι ανεπανάληπτα). Το κομμάτι ξεκινάει αργό προς mid-tempo, βαρύ χαρακτηριστικό riff, το οποίο γιγαντώνεται με τα φοβερά σαρκαστικά φωνητικά του Θωμαΐδη (έχουμε δύο Γιώργους, οπότε θα μείνω στα επίθετα, συγνώμη). Με μεγάλη μου χαρά, το κομμάτι θυμίζει κιθαριστικά τον ήρωα Mike Wead και τις μπαντάρες του Memento Mori και Hexenhaus (ΕΥΛΟΓΗΣΟΝ), με τις ανατολίτικες κλίμακες που παίζει ο Στάθης να μας μεταφέρουν κάπου μεταξύ '88-'94 με το συναίσθημα τους. Στη μέση πάλι έχουμε ένα break που οδηγεί σε απαγγελία φωνητικών και το υπέροχο σόλο ξεκινάει πάνω στο τέλος αυτών, με τις κλίμακες να το κάνουν να ''χτίζεται'' σιγά σιγά σε κάτι μεγαλεπήβολο, ενώ στη συνέχεια ακολουθεί το riff πιο στακάτο με τα τύμπανα να ακολουθούν δυνατότερα και το κομμάτι να κλείνει με μία όμορφη ηχώ στο background.

 

4) Fallen Shadow (5:02): Εδώ έχουμε μία όμορφη και προφανή σύνδεση με το προηγούμενο άλμπουμ ''When Shadows Fall'' (2008). Πολύ ωραία η ιστορία του κομματιού, που μιλάει για ένα δαίμονα που έχει ξεμείνει παγιδευμένος στη Γη για αιώνες και έχει δει όλα τα καλά και τα κακά της ανθρωπότητας όλα αυτά τα χρόνια, από τις καταστροφές μέχρι την ακμή της. Ο Θωμαΐδης τραγουδάει σε πρώτο πρόσωπο σαν να ακούς τον ίδιο το δαίμονα, πειθήνια φωνητικά που ακουμπάνε πάνω στο βασικό riff, το οποίο περιέχει ένα πολύ ωραίο ''σήκωμα'' στις χορδές, εναλλαγές με break και ρυθμικό ρεφρέν, με το 1ο σόλο να ακολουθεί, επιστρέφουμε ξανά στο βασικό ρυθμό της αρχής κατά τη 2η στροφή και ρεφρέν, ενώ μπαίνει πάλι ο Λιτινάκης με το μπάσο του στη μέση να σπάσει το ρυθμό, και καπάκια έχουμε το 2ο και μεγαλύτερο σόλο το οποίο είναι ακόμα μεγαλύτερο σε διάρκεια από το 1ο. Ωραία φάση το τετράστιχο που κλείνει το κομμάτι και κάνει εμάς τους RPG-άδες να χαμογελάμε σαρδόνια:

''I've seen the 7 wonders

I've seen the Babylon fall

I've seen the glory of Egypt

I've seen the burning of Rome''

 

5) Takla Makan (4:43): Το χαρακτηριστικότερο κομμάτι του δίσκου, όχι γιατί είναι το πιο αργό ή γιατί συμμετέχει ο ΜΕΓΑΛΟΣ Mats Leven, αλλά γιατί ξεχωρίζει από το υπόλοιπο σύνολο με τη μία. Το κομμάτι γράφτηκε με γνώμονα μία φωνή σαν του Mats, αλλά όχι για τον ίδιο συγκεκριμένα. Φαντάζομαι τη χαρά των παιδιών όταν ο ίδιος άκουσε το κομμάτι, και του άρεσε τόσο που δέχτηκε να το τραγουδήσει. Μεγάλη τιμή και για τα παιδιά, αλλά και για τον ίδιο για να είμαστε εντάξει προς αμφότερες πλευρές. Εδώ έχουμε να κάνουμε με το Βασίλειο των 72 φιλώτων ερπετών στη μέση μίας μεγάλης ερήμου που δεσπόζει μία Λευκή Πυραμίδα (αν ήταν μαύρη, μάλλον θα περίμενε ο Mumm-Ra μέσα)... Ανατολίτικο σε ρυθμό κομμάτι, τελείως Σουηδικό στην κιθαριστική προσέγγιση και βαρύτητα του ριφφ, ενώ τα κύμβαλα στην αρχή σε κάνουν να αδημονείς για τη συνέχεια. Εδώ ας μου επιτραπεί από τον Στάθη να πώ ότι έχει κάνει το κορυφαίο σολάρισμα του δίσκου, με εμφανές το tapping (παίζει κέρατα!) και με το τελικό σημείο να ακούγεται όσο prog χρειάζεται για να μην αλλοιωθεί ο χαρακτήρας του γκρουπ. Ήταν το τελευταίο κομμάτι που τραγουδήθηκε για το δίσκο, μακάρι να μπορέσει να αποδοθεί ζωντανά, η φωνή του Θωμαΐδη δεν απέχει από το ύφος του Σουηδού.

 

6) Time Traveller (4:57): Νέο ύφος για το συγκρότημα, αρκετά Inner Wish όπως είπε ο Στάθης. Μιλάμε για μία ιστορία φαντασίας που αστροναύτες εισέρχονται σε χρονοκάψουλα και προσπαθούν να βρούν τον σκοτεινό Ήλιο και Μαύρους Νάνους (αστέρια που είναι στα ''τελευταία'' τους). Ο Θωμαΐδης μας είπε ότι εδώ προσπάθησε να παντρέψει τον μέσο μεταλά με τον τενόρο, το κομμάτι ξεκινάει γρήγορα με εμβατηριακή δίκαση που ξυρίζει σκαλπ με υποβόσκον σολάκι από πίσω, ενώ ακολουθεί ξυραφένια ριφφάρα που οδηγεί μετά σε καλπασμό του Στάθη και του Γιώργου τζούνιορ με τον έναν να ακολουθεί τον άλλο (αδερφική αλληλεγγύη). Υπάρχει ένα ωραίο σπασιματάκι πριν τη 2η στροφή με μία μικρή επίδειξη των δυνατοτήτων του Θωμαΐδη, ενώ υπάρχει άλλο ένα όμορφο riff στη συνέχεια που οδηγεί τον τραγουδιστή να πετάξει μία όμορφη τσιρίδα που στο τέλος ''σπάει'' φωνητικά με τον τρόπο που το έκανε ο Ιερός Καλόγερος της μέταλ σκηνής Messiah Marcolin. Ακολουθεί ένα μικρό σόλο και το κομμάτι κλείνει επικά με τα oh, oh, oh στο τέλος να το καθιστούν σχεδόν γηπεδικό.

 

7) Stormbringer (The Blade That Burns The Flesh) (4:59): Εδώ δε θέλει συστάσεις, Elric, Michael Moorcock, το σπαθί των σπαθιών, που καίει τη σάρκα, αποχωρίζει τα κεφάλια από τους ώμους και προσφέρει critical hits σε κάθε αμφισβητία! Είναι το παλιότερο κομμάτι που γράφτηκε για το άλμπουμ, χρονολογείται από το 2009 και στην εισαγωγή τραγουδάει ο Κώστας Τόκας (Power Crue/Reload), που προσαρμόστηκε τόσο καλά στις ανάγκες του συγκροτήματος, με αποτέλεσμα στο τέλος να κρατείται η δική του φωνή γι'αυτό το σημείο. Με το που σκάει ο Θωμαΐδης όμως, νιώθεις τον Elric να μοιράζει πόνο στη μάχη, υπάρχει ένα ωραίο μελωδικό σημείο που ακολουθεί, ενώ το συναίσθημα θυμίζει καλούς Manowar, με το κομμάτι να αυξάνεται σε ένταση και βάρος με το πέρας του. Το σόλο είναι ίσως το μελωδικότερο από όλα τα κομμάτια, ενώ το κομμάτι είναι μακράν το μικρότερο σε διάρκεια και το υποψήφιο για συναυλιακότερο αυτής της κυκλοφορίας.

 

8) Ruler Of My Own Land (4:59) : Κομμάτι που μιλάει για την εισβολή των Τούρκων στον Πόντο το 1922. Βαρύ συναισθηματικά κομμάτι ειδικά για τον Στάθη, ο οποίος ένιωσε μεγάλο βάρος συναισθηματικό και ψυχολογικό στο να γράψει στίχους γι'αυτό. Εξ ού και η καθοδήγηση από τον διευθυντή της βιβλιοθήκης του Πανεπιστημίου Πατρών, Γιάννη Τσάκωνα, ενός ανθρώπου που απ'ότι κατάλαβα από τα συμφραζόμενα, γνωρίζει καντάρια τόνους από ιστορία. Είναι η 1η φορά που το συγκρότημα δοκιμάζει κάτι σαν αυτό το κομμάτι, με το αρχικό riff και το όλο συναίσθημα να θυμίζουν τον κορυφαίο κιθαρίστα των 5 ηπείρων Yngwie Malmsteen, και το κομμάτι να ακούγεται όπως θα ακουγόταν το ''Disciples Of Hell'' αν ήταν στο ''Τrilogy'' αντί για το ''Marching Out'', χωρίς να ξέρεις αν θα το τραγουδούσε ο Jeff Scott Soto ή ο Mark Boals. Αιχμηρό riff που τρυπάει πανοπλίες, σπάσιμο με υμνικά φωνητικά, που οδηγούν το Θωμαΐδη να τσιρίξει δίχως αύριο και στο τέλος ξεκινάει Η ΣΟΛΑΡΑ πάνω στην τσιρίδα, γλυκό σε ήχο, αρκετά Malmsteen-ικό σε σημεία (δεν κάνω πλάκα), ενώ το ρεφρέν γιγαντώνεται με τα πλήκτρα του Ηρακλή κι έχουμε απαγγελία φωνητικών, που οδηγεί στο τέλος το βασικό riff να παίζεται ακόμα βαρύτερα. Ίσως το αγαπημένο μου όσων άκουσα με την 1η ακρόαση.

 

9) Bleed Babylon Bleed (6:01): Το μεγάλο, το γιγάντιο κομμάτι που έδωσε τον τίτλο στο δίσκο. Προσωπικό στοίχημα ειδικά για το Στάθη και τους δύο Γιώργηδες, που είναι περήφανοι για την Ποντιακή τους καταγωγή. Το ακούς στο παίξιμο τους και στη φωνή του Θωμαΐδη που ξυπνάει μνήμες μίας ολόκληρης γενιάς. Κατάθεση ψυχής εξ'αρχής, με το βαρύ riff που γίνεται κοφτό όπως και τα φωνητικά, τα οποία ανεβαίνουν σε ένταση μέχρι να ξεκινήσει ένα πολύ βαρύ υμνικό σημείο σαν μοιρολόι, η ποντιακή λύρα μπαίνει με το που ακούγεται επαναλαμβανόμενα το ''Bleed Babylon'', ενώ συνοδεύει την κιθάρα υπέροχα (τα παιδιά ανησυχούσαν μήπως ακούγεται παράταιρη, ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ)! Τα φωνητικά πριν το 2ο ρεφρέν γίνονται ακόμα πιο έντονα, ενώ έχουμε το συναισθηματικότερο σόλο του δίσκου, διόλου παράξενο με όσα προαναφέραμε. Το κλείσιμο φέρνει ένα ακόμα σπάσιμο ρυθμού με το μοιρολόι του Θωμαίδη να τσακίζει συνειδήσεις και την υπέροχη συνύπαρξη των riff με τη λύρα. Στο τέλος ακούμε γλάρους στο background με τον ήχο της θάλασσας να ''σβήνει'' το κομμάτι μέχρι το τέλος. Θρίαμβος!

 

Εν ολίγοις, έχουμε να κάνουμε με μία κυκλοφορία που τιμάει την Ελληνική σκηνή με το παραπάνω. Σε προσωπικό πάντα επίπεδο και με όλο το σεβασμό στις προηγούμενες δουλειές του γκρουπ, αυτό είναι το καλύτερο τους άλμπουμ για μένα. Διότι: 1) πέρασαν 8 χρόνια από το προηγούμενο και οι απαιτήσεις ήταν υψηλές, 2) πέρασαν από την ίδια την Κόλαση με διάφορα θέματα κι όμως δεν έσκυψαν το κεφάλι και δε λύγισαν στις δυσκολίες, 3) είναι μικρό σε διάρκεια και ουσιώδες, μπορεί να κυλάει σαν νερό αλλά σε μικρής διάρκειας άλμπουμ, τα λάθη είναι ασυγχώρητα, αυτοί το καταφέρανε να ηχεί στοχευμένο 4) το είδος που παίζουν έχει κατά καιρούς καταντήσει γραφικό και παρωχημένο λόγω βλαμμένης συμπεριφοράς από τα ίδια τα γκρούπ, αυτό το δίσκο συγκρότημα του εξωτερικού ΔΕΝ μπορεί να τον βγάλει, 5) τα φωνητικά κάνουν το δίσκο να ηχεί σημερινός, μεγάλη υπόθεση αυτό, γιατί πλέον έχουμε 2017 και όχι 1987, καλή χρυσή η παλιά εποχή, αλλά όταν ένα συγκρότημα δε μπορεί να προσαρμοστεί στα σημερινά δεδομένα, ότι είδος κι αν παίζει, υπάρχει αποδεδειγμένο πρόβλημα, 6) η παραγωγή είναι δυνατή, φυσική και αψεγάδιαστη. Τονίζει ιδιαίτερα τις κιθάρες, δηλαδή την κινητήρια δύναμη όλης της μουσικής. Δίσκος χωρίς κιθάρες = 0! 7) μπορεί να φταίει και ότι εγώ γενικά είμαι σκληρότερων ακουσμάτων, ο δίσκος αυτός ΔΕΝ είναι για σένα που διαβάζεις και θεωρείς π.χ. ότι δε μπορείς να ακούσεις νότα Slayer! Που κολλάνε; Στο ότι κολλημένα μυαλά δε μπορούν να εκτιμήσουν κάτι παραδοσιακό μεν, αρκετά βαρύ κι ασήκωτο δε (μην ξεχνάμε ότι οι ''τρού'' μεταλλάδες τα έχουν τα θεματάκια τους γενικά με τη γκρίνια).

 

Όσον αφορά τα ίδια τα παιδιά, είχαμε τη χαρά να μιλήσουμε έστω λίγο με όλους (προλάβαμε και τον Λιτινάκη μια ψιλή μια και έπρεπε να αποχωρήσει λόγω εσπευσμένων υποχρεώσεων), το χαμόγελο τους που ανταποκριθήκαμε στο κάλεσμα τους ήταν κάτι που ήταν ευδιάκριτο. Είχα την τύχη να τους γνωρίσω καλύτερα και να δώ την απόλυτη ταύτιση σε μουσικά γούστα με τον Γιώργο Παυλαντή (Tony Martin και Άγιος ο Θεός φίλε μου), την ευθύνη και την αγωνία του Γιώργου Θωμαΐδη για το τελικό αποτέλεσμα (έχεις κάνει φοβερή δουλειά πραγματικά, σε τελείως διαφορετικό ύφος από ότι σε έχουμε συνηθίσει, δεν έχεις να αποδείξεις τίποτα και σε κανέναν, θα το δεις στην πορεία), τη χαλαρότητα και το χαμόγελο του Ηρακλή (ο οποίος είναι ο αφανής ήρωας κι έχει γεμίσει το δίσκο στα σημεία που πρέπει όπως πρέπει με τα πλήκτρα του) και τέλος, θα σταθώ στο Στάθη Παυλαντή, ο οποίος μας έδωσε ΟΛΕΣ τις δυνατές πληροφορίες, μας βοήθησε όσο δεν πάει, μας έκανε (όπως και όλοι) να αισθανθούμε σαν να ήμασταν σπίτι και που με όσα πέρασε, όχι μόνο παραμένει ταπεινός και με το κεφάλι ψηλά όπως του αξίζει, αλλά αποτελεί παράδειγμα προς μίμηση για πολύ κόσμο εκεί έξω.

 

Φοβερή εμπειρία η όλη ατμόσφαιρα, ευτυχώς που το arcade μηχάνημα με τα εκατοντάδες παιχνίδια που παίζαμε στα 80s-90s ήταν κλειστό γιατί ακόμα θα ήμασταν εκεί. και ως λάτρης της γαστρονομίας πρέπει να τονίσω πως είναι μαθηματικά βέβαιο ότι παστουρμαδόπιτα χειροποίητη (από τη μητέρα Παυλαντή παρακαλώ) ΔΕΝ πρόκειται να συναντήσουμε σε παρόμοια μάζωξη, ΠΟΤΕ, ΠΟΥΘΕΝΑ!

 

 

Για το Rock Overdose

Δημήτρης Αλόρας

 

 

 

 

 

 

 


Comments