ACCEPT – “The Rise Of Chaos”

Ημερομηνία δημοσίευσης: 2 Αυγούστου 2017

 

H τευτονική υπερδύναμη που ακούει στο όνομα ACCEPT ετοιμάζεται να εξαπολύσει σε λίγες μέρες το 4ο κτύπημά της στην επονομαζόμενη και μετά- UDO εποχή της με τον τίτλο The Rise Of Chaos”. Στην επίθεση αυτή έχουν προστεθεί και τα δύο νέα τους μέλη, του οποίους και καλωσορίζουμε στην πρώτη τους συμμετοχή σε ολοκληρωμένη στουντιακή δουλειά της μπάντας.

 

 

Ο ένας είναι ο  κιθαρίστας Uwe Lulis  με μεγάλη καριέρα αρχικά στους Grave Digger για 13 χρόνια, έχοντας συμμετοχή στην πιο επιτυχημένη φάση της πορείας τους σε άλμπουμ με συνθέσεις-ύμνους, όπως The Reaper,  “Symphony of Death, “Heart of Darkness, “Tunes of War”, “The Dark of the Sun”, “Knights of the Cross”, “Excalibur,  ενώ στη συνέχεια συνδημιούργησε τους Rebellion με τους οποίους επίσης κυκλοφόρησε αρκετούς δίσκους για μια δεκαετία.

 

 

Ο έτερος είναι ο ντράμερ Christopher Williams, και οι οποίοι αμφότεροι  συμμετείχαν και στο live album  ‘’Restless and Live’’ που κυκλοφόρησαν στην αρχή της χρονιάς, αλλά ηχογραφήθηκε το 2015.  

 

 

Εξαπολύεται λοιπόν η δέκατη πέμπτη στουντιακή κυκλοφορία των Γερμανών και η 4η μετά την μεγάλη τους επιστροφή το 2009 με βάση τις κολώνες και «παλαιούς» της κλασικής σύνθεσής τους Wolf Hoffman & Peter Baltes  (κιθάρα-μπάσο) και στα φωνητικά τον Mark Tornillo που ήρθε κι έδεσε απόλυτα με το ύφος των Accept. Η παραγωγή είναι του γνωστού Andy Sneap και αναδεικνύει στο έπακρο όλα όσα έχουμε μάθει να αγαπάμε και να περιμένουμε από τους Accept στις πολλές πια δεκαετίες της (μεταλλικής) ζωής μας.

 

 

Με το που ξεκινάς την ακρόαση σε «παίρνει από τα μούτρα» το συναυλιακό  “Die By The Sword”, ιδανικό για να ανοίγει και τις συναυλίες τους, όπως ανοίγει και το δίσκο. Με διπλή κιθαριστική επίθεση, απίστευτο κοπάνημα των ρυθμικών, τις τσιρίδες του Tornillo και τα απαραίτητα ω, ω, ω ξεκινήσαμε άριστα! Συνεχίζουμε με το groovy “Hole In The Head” και επανερχόμαστε στα ίσα μας με τα «χορωδιακά» sing along κομμάτια δυναμίτες “The Rise Of Chaos” & “What Is Done Is Done”.

 

 

Το “Koolaid” πάλι καταπιάνεται με παιχνιδιάρικο AC/DC τρόπο με την τραγική ιστορία της μαζικής αυτοκτονίας του Τζονστάουν, όπως συνηθίζεται να αποκαλείται, όταν ο Τζιμ Τζόουνς  στις 18 Νοεμβρίου 1978 έπεισε περισσότερους από 900 οπαδούς (300 παιδιών συμπεριλαμβανομένων) της αίρεσής του να πιούν το κυανιούχο σκεύασμα  Koolaid. Με το ίδιο θέμα έχουν ασχοληθεί, με άλλο τρόπο και σε άλλο επίπεδο, οι μεγάλοι Manowar  στον ύμνο τους “Guyana (In The Cult of the Damned)”.

 

 

Στο επίσης AC/DC-ρικο “Analog Man” καταπιάνονται με την σύγχρονη εποχή και τεχνολογία, θέτοντας και κάποια ερωτήματα για προβληματισμό μέσα στην γενικότερα διασκεδαστική και συναυλιακή διάθεση του δίσκου. Τo “Worlds Colliding” μας θυμίζει την κλασσικίζουσα πλευρά της μπάντας εποχής Metal Heart, με thrash αναφορές ακολουθεί ο δυναμίτης “Carry The Weight” ενώ ο δίσκος κλείνει με τον μεταλλικό καλπασμό “Race To Extiction” το οποίο επίσης επαναφέρει τους κοινωνικούς προβληματισμούς και αγωνίες της μπάντας, που πάντα ήταν υπαρκτές και την χαρακτήριζαν.

 

 

Συμπερασματικά πρόκειται για μια κυκλοφορία που έρχεται να εμπεδώσει την αντίληψη και μάλιστα να την μετατρέψει σε πεποίθηση ότι οι αγαπημένοι μας γερμαναράδες κυριολεκτικά κάνουν δεύτερη καριέρα αφού διανύουν μια περίοδο εξαιρετικά δημιουργική με έμπνευση και δυναμισμό που μπορεί να συγκριθεί μόνο με την αντίστοιχη της χρυσής τους περιόδου 1983-1988 !!! Ναι, όσο βλάσφημο κι αν ακούγεται, πιστέψτε το δεν είναι υπερβολή και μπορείτε εύκολα να το διαπιστώσετε κι εσείς και από τα άλμπουμ τους αλλά και από τις συναυλίες τους. Εγγυημένα θα πάρετε 101% αυτών που έχει και μπορεί να δώσει ο γερμανικός γίγαντας των Accept!


Βαθμολογία:  82/100

 

Για το  Rock Overdose,

Σάββας “ Manilla Road” Σαββαόγλου

 


 

Το "Blind Rage" αποτέλεσε το πρώτο προειδοποιητικό σήμα, πως παρόλο που οι Γερμανοί μάστορες του heavy ήχου διατηρούσαν το momentum και τη δυναμική από τους δύο κολοσσιαίους υπερδίσκαρους "Blood Of The Nations" και "Stalingrad", η έμπνευση δεν είχε καταφέρει να διατηρηθεί σε ανάλογα επίπεδα με τους προαναφερθέντες δίσκους, με το αποτέλεσμα να είναι άνισο, και να έχει μπόλικες αδιάφορες και flat στιγμές. Πιθανόν λόγω του υπέρμετρου ενθουσιασμού την περίοδο κυκλοφορίας του άλμπουμ, πριν τρία χρόνια, να πέρασε στο ντούκου αυτό το γεγονός, σήμερα όμως είναι πιο εμφανές πως εκείνος ο δίσκος είναι αισθητά κατώτερος από τους δύο προηγούμενους που ξαναέβαλαν τους Accept στο χάρτη.

 

 

Και ακούγοντας το καινούργιο άλμπουμ, πιθανολογώ πως αυτό είναι κάτι που το αντιλήθφηκαν και οι ίδιοι, καθώς παρατηρείται μια προσπάθεια απογαλακτισμού από το ύφος των τριών τελευταίων δίσκων, μην τρομάζετε όμως, δε μιλάμε για ολοκληρωτική στροφή σε κάτι διαφορετικό, αλλά σε μείωση ποσοστού από το 100% στο 70%, με το υπόλοιπο 30% να προέρχεται από δικές τους επιρροές, και πιο συγκεκριμένα από τα "Russian Roulette" (κυρίως) και "Eat The Heat" (λιγότερο). Ξέρω πως πολλοί θα τρομάξετε με αυτήν την αναφορά, καθώς πρόκειται για την πιο αμφιλεγόμενη περίοδο της καριέρας τους, αλλά θα σας καθησυχάσω λέγοντάς σας πως με τον Andy Sneap για τέταρτο σερί δίσκο πίσω από την κονσόλα, ο ήχος παραμένει απαράλλακτος, στιβαρός και μασίφ. Για άλλη μια φορά, ο άνθρωπος παραδίδει σεμινάρια παραγωγής.

 

 

Δυστυχώς, δε μπορώ να πω το ίδιο και για το επίπεδο των συνθέσεων. Δεν απογοητεύουν, το αντίθετο, αλλά επικρατεί ακριβώς το ίδιο άνισο συναίσθημα με το "Blind Rage". Ειδικά μετά τον πρώτο ενθουσιασμό, αρχίζεις και ανακαλύπτεις πολλά σημεία που θα μπορούσαν να είχαν παραληφθεί. Να σημειώσουμε εδώ πέρα ότι η διάρκεια του δίσκου είναι μακράν η μικρότερη σε σχέση με τους 3 προηγούμενους, οπότε με αυτό σα δεδομένο, θα περιμέναμε πιο στιβαρές, δυναμικές και λιγότερο άνισες συνθέσεις. Ωστόσο, οι hard rock επιρροές που αναφέραμε αναλυτικότερα παραπάνω, μπορεί να προσφέρουν μια διαφορετική και ευχάριστα ανανεωτική αύρα, όμως επιδεικνύουν πιο εύκολα τις αδυναμίες που διαθέτουν ορισμένες συνθέσεις.

 

 

Και ειδικά όταν αυτά τα πιο αδύναμα και filler κομμάτια συγκρίνονται με τα βαριά χαρτιά του δίσκου, όπως είναι το ομώνυμο, το εναρκτήριο "Die By The Sword" και το "What's Done Is Done", οι συγκρίσεις είναι αναπόφευκτες και βασανιστικές. Από εκεί και πέρα, αν αναλύσουμε τη δουλειά κάθε μέλους ξεχωριστά, δεν έχουμε να βρούμε κάποιο ψεγάδι. Ακόμα και τα δύο καινούργια μέλη του συγκροτήματος, Uwe Lulis (κιθάρες) και Christopher Williams (drums) εκτελούν άψογα και υποδειγματικά τα όργανά τους.

 

 

Όταν όμως κάποιες συνθέσεις μπάζουν νερά με το απλά ΟΚ επίπεδό τους, όσο καλός παίκτης και να είσαι, όσο τρομερό ήχο κι αν σου έχει φτιάξει ο παραγωγός σου, όσο κι αν δίνεις ότι έχεις, τα κενά αέρος και τα σκαμπανεβάσματα δε γίνεται να τα αποφύγεις. Και δε μιλάμε αποκλειστικά για το μουσικό επίπεδο των συνθέσεων, αλλά και το στιχουργικό, καθώς για άλλη μια φορά, υπάρχουν κομμάτια τα οποία μοιάζουν να έχουν στίχους γραμμένους από παιδιά του δημοτικού. Ειδικά στο κομμάτι "Analog Man", ο τρόπος που εξιστορείται και αναλύεται η κατάστασή είναι τόσο χαμηλού επιπέδου, που ενοχλεί την ακρόαση (ενδεικτικά, το ρεφραίν πάει: "I'm an analog man, trapped in a digital world).

 

 

Σε γενικές γραμμές, και όχι μόνο με το βάθος του χρόνου, αυτός ο δίσκος λαμβάνει τη σήμανση "κατάλληλο μόνο για τους φανατικούς οπαδούς". Είναι οι μόνοι που θα ανεχτούν τα κουσούρια των συνθέσεων και θα τον δεχτούν εξ ολοκλήρου. Οι υπόλοιποι θα σταθούν απλά στα βαριά χαρτιά του δίσκου (τα οποία προαναφέραμε πιο πάνω), θα ασχοληθούν αποκλειστικά με αυτά και θα περιφρονήσουν όλα τα υπόλοιπα. Γι αυτό και η βαθμολογία, δεν αντικατοπτρίζει μόνο την ποιότητα του δίσκου, αλλά και την αναπόφευκτη σύγκρισή του με τους προηγούμενους 3.


Βαθμολογία: 70/100

 

Για το Rock Overdose,

Σταύρος Πισσάνος

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 


Comments