Ημερομηνία δημοσίευσης: 26 Νοεμβρίου 2018
Οι Architects κατέχουν μία ιδιαίτερη θέση στην καρδιά μου και για πολύ καιρό με ενοχλούσε το πόσο υποτιμημένοι ήταν, τη στιγμή που συγκροτήματα τα οποία ξεκίνησαν μαζί τους ή και αργότερα, ξαφνικά είχαν τον κόσμο στα πόδια τους. Μεγαλώνοντας φυσικά, συνειδητοποίησα πόσο σημαντικό ήταν που εν τέλει δεν συνέβη ποτέ αυτό με τους Architects και απλά έχτισαν ότι έχουν χτίσει μέχρι στιγμής, με σταθερά βήματα και πολύ ταλέντο. Τη σταθερότητα αυτή ήρθε να ταράξει ο θάνατος του κιθαρίστα και ιδρυτικού μέλους τους, Tom Searle, το 2016 και μόλις 28 χρονών, ο οποίος έχασε τη μάχη με τον καρκίνο. Εκεί ήταν που, όπως και σε όλες τις περιπτώσεις που συμβαίνει κάτι ανάλογο, ξεκίνησε το μούδιασμα. Από πλευράς καλλιτέχνη, σαφώς γιατί πρέπει να επεξεργαστεί τι συνέβη και να διαχειριστεί την κατάσταση, και από πλευράς κοινού που, τελικά, η κύρια σκέψη του περιστρέφεται γύρω από το ποιο θα είναι το μέλλον της μπάντας.
Η απάντηση δόθηκε αρκετά σύντομα, όπου το πρώτο δείγμα μετά από αυτήν τη μεγάλη απώλεια, ήταν το “Doomsday” ένα χρόνο αργότερα, το οποίο και αναμενόμενα, ήταν αφιερωμένο στον Tom. Από το πουθενά, πριν λίγους μήνες, όμως, ανακοινώθηκε πως οι Architects έχουν τον 8ο δίσκο στα σκαριά και με τον Josh Middleton (πρώην Sylosis) να είναι πλεόν και επίσημο μέλος στην κιθάρα, σε ένα διάστημα 2 μηνών, κυκλοφόρησαν 3 κομμάτια που προοικονομούσαν το “Holy Hell”, φτάνοντας κάπως έτσι στις 9 Νοεμβρίου και την επίσημη κυκλοφορία του.
Προσωπικά, αρχικά άκουσα το “Holy Hell” αμέτρητες φορές, και δίστασα να καθίσω να γράψω το κείμενο αυτό με μιας, γιατί ήξερα πως δεν υπήρχε περίπτωση να είμαι αντικειμενική, αφού ο ενθουσιασμός μου για την επιστροφή της μπάντας αυτής δεν μετριαζόταν για κάποιο διάστημα. Κάποιες μέρες αργότερα που πλέον η σκέψη μου πάνω στον δίσκο έχει ωριμάσει, μπορώ να πω με σιγουριά πως πρόκειται για ακόμα μία επιτυχία των Architects, οι οποίοι σαν πρώτη ματιά, αποτύπωσαν τον πόνο τους και τον όποιο θρήνο τους με τον καλύτερο “Architectικό” τρόπο.
Προς τι το Architectικό τώρα, θα μου πεις. Οι Architects είναι (αν όχι το μοναδικό) το κορυφαίο post metalcore συγκρότημα και συγκαταλέγεται στις μπάντες που “εχουν το δικό τους ήχο”. Επομένως και το “Holy Hell” δεν πάει πίσω. Φωνάζει από την αρχή μέχρι το τέλος ότι πρόκειται για αυτό το όνομα και για κανένα άλλο. Τα riffs, τα base drops, ομοιότητες με προγενέστερες κυκλοφορίες και νεύματα προς αυτές, είναι κάποια από αυτά που πλέον είναι χαρακτηριστικά τους και απλά το μόνο που μένει να κατοχυρωθούν νομικά στους ίδιους. Πράγμα που όμως στη δική τους περίπτωση λειτουργεί (ακόμα) υπέρ τους και αυτό συμβαίνει για δύο λόγους: α) είναι η μοναδική μπάντα με αυτόν τον ήχο και το συναίσθημα εκεί έξω, οπότε κάτι τέτοιο συνεχίζει επί σχεδόν 15 χρόνια να ακούγεται αναζωογονητικό, και β) οι Architects ποτέ δεν ήταν η μπάντα που μπορεί κάποιος να πει ότι απλά του αρέσει και να ακούει 2 και 3 κομμάτια της. Είναι η μπάντα που όσοι τύχουν να την ακούσουν κολλάνε και ακολουθούν πιστά. Πράγμα που, προφανώς, και τους οδηγεί στο να εκθειάσουν κάθε τελικό αποτέλεσμα που παρουσιαζει το συγκρότημα. Επομένως, η τελική άποψη του καθενός για κάθε δίσκο των Architects έχει κάποιο ποσοστό υποκειμενικότητας, όσο κι αν προσπαθεί να την εξαλείψει.
Παρά την υποκειμενικότητα όμως, όλοι μπορούν να ακούσουν περί τίνος πρόκειται. Και φέτος, ενώ υπάρχουν τα κομμάτια που θυμίζουν κυρίως το “Lost Forever // Lost Together” και το “All Our Gods Have Forgotten Us”, υπάρχουν και αυτά που κάνουν το κλικ και δίνουν την πολυμορφία που χρειάζεται ένας δίσκος για να αναδειχθεί σε ένα εξίσου υπέροχο αποτέλεσμα. Τη διαφορά σε αυτόν το δίσκο κάνει πρώτα και κυριότερα το “Holy Hell”, που έχω αποφασίσει και το αναδεικνύω στο καλύτερο του δίσκου αυτού, καθώς ακούγονται 15 χρόνια μουσικής σε ένα μόλις κομμάτι. Το ομότιτλο τραγούδι, προς έκπληξή μου, φέρνει έντονες αναμνήσεις στο “The Here And Now” του 2011, το οποίο ήταν ένα μονοπάτι που εξερευνήθηκε μία και μοναδική φορά και έκτοτε δεν παίζουν καν κομμάτια live από τον δίσκο αυτό, και στο τέλος φτάνει έως και το κοντινό παρελθόν, θυμίζοντας το “Memento Mori” του 2016 στα drums λίγο πριν το τέλος του. Δευτερο στην έκπληξη που προκαλεί ο δίσκος, έρχεται το “The Seventh Circle”, που σε λιγότερο από δύο λεπτά, αποτελεί φόρο τιμής και μία εξελιγμένη μορφή του “Hollow Crown” του 2009. Τρίτη και αναμενόμενη διαφορά κάνει το “Doomsday”, που εδώ και ένα χρόνο όχι μόνο έδωσε άλλη νότα στους Architects που ήδη ξέρουμε, αλλά ήταν και το πρώτο που τάραξε λίγο την ισορροπία τους μουσικά, αφού ξέφυγαν από συγκεκριμένα samples και φωνητικά. Τα υπόλοιπα κομμάτια, είναι εξίσου προσεγμένα, καλογραμμένα και αψεγάδιαστα μιξαρισμένα. Πώς θα μπορούσαν να μην είναι άλλωστε, όταν τη μίξη του δίσκου ανέλαβε ο Adam Getgood, πρώην (πονάει που πρέπει πλέον να μπαίνει αυτή η λέξη από μπροστά) μπασίστα των Periphery.
Στα 11 κομμάτια του “Holy Hell”, ακούμε κάθε πιθανή πλευρά των Architects. Σε αρκετά υψηλό ποσοστό του, ακούμε πλευρές που τα τελευταία χρόνια ακούμε συχνά από τους Architects και έπειτα άλλα πράγματα που είχαμε πολλά χρόνια να ακούσουμε. Αλλά αυτό φυσικά και δεν ενοχλεί, τελικά, κανέναν αφού η τελική μορφή του οτιδήποτε φτάνει στα αυτιά μας είναι πέρα από ικανοποιητική και ποτέ βαρετή από το συγκρότημα αυτό. Η δίψα για νέο υλικό, υπήρχε και θα υπάρχει για πολύ μα πολύ καιρό ακόμα, και δικαίως. Οι Architects είναι από τα συγκροτήματα που τους αξίζει και με το παραπάνω όλη η αγάπη και η αφοσίωση του κοινού στη μουσική τους, και αυτοί με τη σειρά τους πάντα φροντίζουν να δίνουν υπέροχους δίσκους σε εμάς. Γι’ αυτό κι εγώ εν τέλει δεν κατάφερα ποτέ να είμαι αντικειμενική σε αυτό το κείμενο.
Βαθμολογία: 95/100
Για το Rockoverdose.gr
Γεωργία Λαδοπούλου