DREAD SOVEREIGN – “Alchemical Warfare”

Συντάκτης: Τρύφων Σεραφειμίδης

 

Οι ρωγμές στο Σπήλαιο της Αποκάλυψης, άνοιξαν κι άλλο. Τα βήματα στους διαδρόμους της κολάσεως απέκτησαν μουσικό αντίστοιχο. Η 9η Πύλη ανοίγει μόνο με τα καλέσματα του “Alchemical Warfare”. Ένας μουσικός μεσαίωνας απόλυτης μαύρης μυσταγωγίας, γεμάτη σκιές, κεριά, κατακόμβες και φόβο.

 

Πριν λίγες εβδομάδες, έπεσε ο νέος δίσκος των Dread Sovereign στα χέρια μου. Όσο και να προσεγγίζεις κάτι μέσω του εξωφύλλου ή της πρώτης ακρόασης, πάντα θα μένει μια οντότητα κρυμμένη να την ανακαλύψεις με την πάροδο των ημερών. Μετά από πολλές ακροάσεις, θα δηλώσω κατηγορηματικά ότι δεν περίμενα να ακούσω κάτι τόσο πρωτόλειο, ουσιώδες και γεμάτο. Ο δίσκος βρίθει riff που σε ζαλίζουν αν προσπαθήσεις να βρεις την πηγή τους. Η μπάντες που σου έρχονται στο μυαλό είναι πολλές, κλασσικές, πρωτομάστορες στο σκοτεινό, στο ευθύ και απόλυτο μαύρο.

 

Υπάρχουν δίσκοι όπου σε κάθε νέα ακρόαση αποκτούν και άλλη μορφή. Ο νέος δίσκος των Dread Sovereign ανήκει σε αυτή την κατηγορία. Πλάθει εικόνες και ήχους από μαύρα βράχια, που αντιστέκονται, στων κυμάτων τους χτύπους, για αιώνες. Για έρημους φάρους στην βόρειο-δυτική ακτή της Ιρλανδικής γης. Για μυστήρια, πέτρινα μνημεία, που στέγαζαν μυστικά, τελετές και θυσίες. Βλέπεις μέσα στην ομίχλη, έξι σκιές, έξι μαυροφορεμένες μορφές σε σειρά, έξι φλόγες από τα δαδιά τους να ανεβαίνουν ως την άκρη του γκρεμού για τη δέηση. Ο ήχος του βόρειου ανέμου, παγώνει το δέρμα, τη σκέψη, το φως.

 

Βαριά, μουσική ατμόσφαιρα που πατά πάνω σε βήματα κλασικών. Venom, Hellhammer/Celtic Frost, Bathory και πολλά άλλα τα λάβαρα της μπάντας. Άριστοι γνώστες του doom, της απλής αλλά μεστής εκτέλεσης, το μουτζουρωμένο ηχόχρωμα μιας παλαιότερης συνθήκης. Χωρίς χορωδίες, πλήκτρα και άλλα ‘περιττά’, μας δωρίζουν ένα ντοκουμέντο μουσικής εξύψωσης. Η έμπνευση, το κίνητρο διυλίζεται μέσα από την ‘Ανταρσία των Αγγέλων’ και σκάβει υπόγειες στοές, κατακόμβες για να λατρευτεί ο Έκπτωτος.

 

Η τριμελής μπάντα των Dread Sovereign, ουσιαστικά τζαμάρει. Χωρίς πολυπλοκότητες, δαιδαλώδεις συνθέσεις. Πήγε στο στούντιο και έπαιξε τα ακούσματά της. Τους ήχους της ωριμότητάς της. Οι δίσκοι των παραπάνω συγκροτημάτων, στοιβαγμένοι πάνω στο τραπεζάκι του στούντιο, ‘φέγγουν’ με το καντήλι τους κάθε στροφή, κάθε στίχο. Η μπάντα τζαμάρει. Και, ω διάολε, το κάνει τόσο ωραία.

 

Ξεκινώντας με το “A Curse Οf Men”, η εφιαλτική ατμόσφαιρα μας σπρώχνει ευθεία στον εφιάλτη. Στριγκλιές από μάγισσες, σατανικά γέλια και ένα καταραμένο κομφούζιο από θορύβους, στη στοά του μυστηρίου. Πιο κατάλληλη εισαγωγή δε θα μπορούσε να ακουστεί. Έτσι, με τα κύμβαλα να δίνουν τον αργό θανατικό τους ρυθμό, περνάμε στο δεύτερο κομμάτι του δίσκου. Το “She Wolves Οf Τhe Savage Season”, με τον αργό, πνιχτό ρυθμό του, τις βαρύτατες συγχορδίες του και τη λασπουριά που βγαίνει από τα ηχεία, χτίζει τον τοίχο της σήψης. Απανωτά solos, υπογραμμίζουν τον εφιάλτη και δίνουν με αργό και βασανιστικό τρόπο, το χώρο για ομίχλη. Μετά από το ιντερλούδιο από ιστούς και υγρασία, οι νότες ανεβάζουν ρυθμό και ροκάρουν, χωρίς αύριο. Παλιομοδίτικο metal, με απλές αλλά εξυψωτικές συγχορδίες ξεκινoύν το χορό των στίχων. Η φωνή γνωστή… Nemtheanga. Φωνή των Primordial, μεταξύ άλλων. Κάτι από τις βραχώδεις κοιλάδες της Ιρλανδίας ακούγεται στο γρέζι του.

 

Στο “The Great Beast We Serve”, το old-school heavy metal είναι παντού παρόν. Με συγχορδίες που σκίζουν εδάφη, και riff τεράστια, οι φωνητικές νότες είναι αυτές που κλέβουν την παράσταση. Μιλάμε για κορυφαία ερμηνεία, ανατριχιαστική, τελείως πειστική. Σαν ωδή “στω Άγνώστω Θεώ”. Στίχοι-ποίηση σαν σε μεσαιωνική μυστικιστική τελετή των Πεφωτισμένων, θρήνος και οργή στη μνήμη του Γαλιλαίου. Και ο δίσκος μας οδηγεί στο ντετερμινιστικό ύμνο της Παρθένας Φύσης “Nature Ιs Τhe Devil’s Church”. Σκέψου τον εαυτό σου, χαμένο σε ένα τεράστιο βορειο-ευρωπαικό δάσος, μακριά από κάθε είδος πολιτισμού, να γίνεσαι ένα με τα ζωντανά γύρω σου. Ήχοι του ρυακιού στο βάθος, κεραυνοί από καταιγίδες στο βουνό ψηλά, η φωτιά ο μόνος σύντροφος και τα άγρια πουλιά να βρίσκουν καταφύγιο στην εξώπορτά σου. Μια Bathory-κή μελωδία, ένα επικό στοιχείο απόλυτα ταιριαστό στον τρόμο της μοναξιάς. Η κιθαριστική δουλεία που έχει γίνει στο δίσκο γενικότερα, αλλά σε αυτό το τραγούδι, ειδικότερα, είναι κάτι το άπιαστο. Νομίζεις ότι δεν περισσεύει ούτε μία νότα, ούτε ένα ακόρντο, ούτε ένα σόλο.

 

Ο δίσκος προχωράει, και φτάνει η στιγμή της κορύφωσης. Στο “Her Master’s Voice”, μπαίνουμε στα ερείπια ενός γκρεμισμένου καθεδρικού, που έχει καταληφθεί πλέον από τη φύση, τα δέντρα που ρίζωσαν στους τοίχους του και τα ερπετά που ζουν στους παλιούς άμβωνες. Το μυστήριο και ο ήχος, σε οδηγούν στις κατακόμβες του ναού, όπου ένας κόσμος αλλιώτικος, μουσικός, θεϊκός σε γαληνεύει. Doom σκηνικά ,με ακόμα πιο doom μελωδίες. Οι μπασογραμμές του Nemtheanga χτίζουν ένα κυκλώπειο τοίχος τριγύρω, που δε μπορεί να διαπεράσει η μετριότητα, η γραφικότητα και το αναμάσημα. Η σπαραχτική ερμηνεία των παρακάτω στίχων, μπορεί να περιγράψει σε δύο γραμμές το έργο ολόκληρο:

‘Yet what you don’t know is the devil you praise. He is my very name, and we are one and the same’

 

Στο “Viral Tomb” δε χωράνε πολλά λόγια… οι ατμόσφαιρες μιλάνε από μόνες τους, υφαίνουν το μυστήριο και σε αφήνουν, μόνο σου, στο κρύο να σκεφτείς… Οι heavy metal κιθάρες, στο “Devil’s Bane”, εποχής Tygers Of Pan Tang ή Angel Witch, ανεβάζουν τα γούστα στα ύψη. Εδώ μιλάμε για metal τραγουδάρα, ταχύτητες και τραχύτητες. Proto- death/black metal που κάνει τους Venom να χαμογελούν υπερήφανα και τα ηχεία να δεινοπαθούν. Τα solos ξεκάθαρα μια ευθεία γραμμή με τις χρυσές χορδές των Mercyful Fate, των Celtic Frost και τους μεγάλους της εποχής.

 

Στο προτελευταίο κομμάτι του δίσκου, οι Dread Sovereign μας παραδίδουν ένα όργιο doom καταστάσεων, από την εισαγωγή με χαοτικές ατμόσφαιρες, φοβικές. Σαν να περιμένεις να σου έρθουν από παντού, φαντάσματα του παρελθόντος. Με κιθαριστικές γραμμές του Bones από βαθιά υπόγεια γοτθικών ναών, με μια υπνωτική ρυθμική διάσταση. Το “Ruin Upon The Temple Mount” είναι σαφώς, από τα πιο ωραία κομμάτια των τελευταίων ετών.

 

Στο τέλος, ένας φόρος τιμής στους Bathory, ώστε να μην ξεχνάμε τις κολώνες του επικού, μαύρου, ομιχλώδους μουσικού τοπίου. Ο Βορράς πάλι γίνεται έμπνευση. Στο “You Don’t Move Me (I Don’t Give A Fuck)”, η μπάντα γουστάρει σαν μικρό παιδί. Διασκευάζει με punk-ικη διάθεση το κλασσικό κομμάτι και μας αφήνει άφωνους με το δίσκο γενικότερα. Μια δισκογραφική δουλειά, με τόσες εναλλαγές, τόσες ατμόσφαιρες και τόσες επιρροές, που είναι μια μικρή πηγή του μαυρο-μεταλλικού μικρόκοσμου.

 

 

Βαθμολογία: 90/100

 

 

 

Για το Rock Overdose,
Τρύφων Σεραφειμίδης



 

Comments