Ημερομηνία δημοσίευσης: 1η Αυγούστου2017
Πως περνάει έτσι ο χρόνος, δε θα το καταλάβω ποτέ. 7ος δίσκος λέει για τους Goatwhore, ποιός θα το περίμενε όταν το 2000 που κυκλοφορούσαν το χαώδες και αδέξιο ντεμπούτο τους ''The Eclipse Of Ages Into Black'', συστήθηκαν στον κόσμο. Από τότε οι Αμερικάνοι από τη Νέα Ορλεάνη έβαλαν πολύ νερό στο αυλάκι και εξελίχθηκαν σε φοβερά μεγάλο βαθμό τόσο μουσικά, όσο και σε ποιότητα. Κρατώντας μία τριετή παράδοση ως επί το πλείστον όσον αφορά την χρονική απόσταση των κυκλοφοριών τους, από το 2006 και μετά με την κυκλοφορία του (ίσως μέχρι και σήμερα καλύτερου) άλμπουμ ''A Haunting Curse'', η εκτόξευση τους ήταν παροιμιώδης, ήταν το σωστό άλμπουμ τη σωστή στιγμή, από τις φορές που ο ήχος καθαρίζει μόνο για καλό και που θέτει νέες βάσεις για ένα συγκρότημα. Εκεί άρχισε και ένα φοβερό σερί δίσκων για τους Goatwhore, με τα ''Carving Out The Eyes Of God'' (2009), ''Blood For The Master'' (2012) και ''Constricting Rage Of The Merciles'' (2014, το μοναδικό που έσπασε την τριετή παράδοση και κυκλοφόρησε νωρίτερα) να εδραιώνουν το όνομα τους και να τους κάνουν από ένα κάποτε ελπιδοφόρο συγκρότημα, μία σταθερή δύναμη ενέργειας και έκφρασης ακρότητας με το σωστό τρόπο και με ουσία μέσα στις συνθέσεις τους. Κι εδώ είναι που αρχίζει το δύσκολο έργο του νέου τους άλμπουμ με το καλημέρα.
Το ''Vengeful Ascension'' έχει να συναγωνιστεί αυτή την μακρά περίοδο διαβολεμένης στην κυριολεξία έμπνευσης για τη μπάντα, όπως το ίδιο ίσχυε και για κάθε προηγούμενο δίσκο τους από το 2006 και μετά, αλλά με τον ένα ή τον άλλο τρόπο κατάφερναν όχι μόνο να ανταποκρίνονται στις εκάστοτε προσδοκίες, αλλά και να προκαλούν έκπληξη με τη συνέπεια και την σκληρή δουλειά που έριχναν σε κάθε κυκλοφορία τους. Να το πάρουμε λίγο από τα παρελκόμενα το θέμα, καθώς μετά από τέσσερις συνεχόμενους δίσκους με τον Erik Rutan (Hate Eternal, ex-Morbid Angel) στα Mana Studios του τελευταίου, αποφασίζουν να κάνουν στροφή και να δοκιμάσουν κάτι διαφορετικό. Αυτή τη φορά εμπιστεύτηκαν τον Jarrett Pritchard (1349, Gruesome) για τη διαδικασία της παραγωγής, επειδή απλά θέλανε να κάνουν κάτι διαφορετικό. ''Θέλαμε να είναι ωμό, οργανικό και να ακούγεται όπως ακουγόμαστε ζωντανά'' υποστήριξε ο φοβερός frontman της μπάντας Ben Falgoust (ψυχάρα πραγματικά, όσοι τον έχετε τσεκάρει και με τους Soilent Green, πιστεύω θα συμφωνήσετε μαζί μου, και εξαιρετικό άτομο επίσης). Ο Pritchard σύμφωνα με τον Falgoust ήταν ο κατάλληλος επειδή τους φτιάχνει και τον ήχο στις συναυλίες, οπότε η κίνηση επιλογής του έχει λογική και δικαιώνεται ηχητικά πάντα, καθώς όντως ακούγονται αρκετά ζωντανοί λες και παίζουν δίπλα σου.
Όσον αφορά τα του δίσκου τώρα, η καλή παραγωγή βοηθάει, αλλά δεν αρκεί για να κάνει ένα αποτέλεσμα απόλυτα αρεστό. Οι Goatwhore συνεχίζουν να προσφέρουν αυτό το όμορφο κράμα που σαν βάση έχει το black και έχει εμπλουτιστεί μέσα στα χρόνια με αρκετά death περάσματα που καταλήγουν σε thrash τσίτες, καθαρά όμως λόγω της καθαρότητας της παραγωγής κάθε φορά, συν ότι φυσικά ο όγκος που υπάρχει και οι σχετικά υψηλές ταχύτητες τις περισσότερες φορές δίνουν αυτό τον όμορφο αχταρμά. Το θέμα είναι ότι αυτή τη φορά χωρίς ο δίσκος να είναι κακός σε καμία περίπτωση, τον νιώθεις από την πρώτη ακρόαση ότι δε μπορεί να σταθεί κάτω από το βάρος των προκατόχων του. Υπάρχει έμπνευση και διάθεση, αυτό είναι το σίγουρο, υπάρχει όμως κι ένα συναίσθημα ότι κάτι σαν να κρατάει το δίσκο από το να απογειωθεί περαιτέρω. Το κεφάλι σου θα το κοπανήσεις, το air guitar/air drumming σου θα το κάνεις, μην είμαστε και άμπαλοι και άδικοι μαζί, αλλά δεν είναι το άκουσμα που θα μπεις στη διαδικασία να το επαναλάβεις τόσο πολλές φορές, κι αυτό όχι μόνο λόγω της δικής του αξίας, αλλά και λόγω του όγκου κυκλοφοριών που υπάρχει εκεί έξω, και όσο να 'ναι, είναι πλέον δύσκολο με τόσα ακούσματα και τόση πληροφορία να στέκεσαι σε κάτι που δε σε πιάνει από τα μούτρα να σε κολλήσει στον τοίχο με το που θα το βάλεις να παίξει.
Από την άλλη, θα ήμουν άδικος να υποστηρίξω ότι ο δίσκος δεν έχει όμορφες και αξιομνημόνευτες στιγμές. Με ένα παράξενο τρόπο, καταφέρνει να έχει τα ζυγά σε αριθμό κομμάτια μέσα στην τσίτα (δηλαδή τα 2, 4, 6, 8 και 10), τα οποία ξεχωρίζουν άμεσα από την πρώτη ακρόαση. Δε γίνεται να μη σταθεί κάποιος στο ''Under The Flesh, Into The Soul'' με το σχεδόν πάνκικο ριφφάρισμα από τον παιχταρά Sammy Duet, το ''Chaos Arcane'' και το ''Drowned In Grim Rebirth'' που σε κάνουν να κοπανάς το κεφάλι σου ακατάπαυστα, ενώ το ''Mankind Will Have No Mercy'' είναι λες και κάνανε κάποιο ειδικό φόρο τιμής στους αδικοχαμένους πλέον Bolt Thrower και το ''Those Who Denied God's Will'' είναι το τέλειο κλείσιμο για ένα δίσκο, με το κατάμαυρο συναίσθημα που σου προσφέρει. Γενικά το παίξιμο είναι σε υψηλό επίπεδο, ο Falgoust ξερνάει τα άντερα του σε πολλά σημεία του δίσκου, ενώ η ρυθμική βάση ξεκινάει από τα χτυπήματα των μπασοχορδών του James Harvey που ακολουθούν κατά πόδας τα ριφφ πολλές φορές, και οδηγούν στην εκτός ελέγχου απόδοση του Ζack Simmons ο οποίος για άλλη μία φορά κεντάει πάνω στο σκαμνάκι των τυμπάνων, ενώ με έκπληξη είδα ότι στα τέλη του Αυγούστου θα κλείσει μόλις τα 31, έχοντας παίξει σε Nachtmystium, Daath και Success Will Write Apocalypse Across The Sky μεταξύ άλλων, μηχανάκι από τα λίγα και ακούραστος σε βαθμό παρεξηγήσεως.
Ενώ υπάρχουν οι συνθήκες να σου αρέσει πολύ αυτός ο δίσκος εν ολίγοις, δεν καταφέρνει να σε κρατήσει με τις ακροάσεις. Υποθέτω ότι αυτό οφείλεται καθαρά στο σύνολο των κομματιών, καθώς ατομικά τα προαναφερθέντα -και όχι μόνο- είναι άξια να υπάρχουν σε δίσκο τους, είναι όμως από τις στιγμές που μπορεί να συμβούν σε κάθε μπάντα το να μην υπάρχει αυτό το κάτι ξεχωριστό που σε κάνει και γουστάρεις ακόμα περισσότερο. Ενώ λοιπόν μου άρεσε το άλμπουμ κι ενώ τους υπεργουστάρω γενικά σαν συγκρότημα, δεν είναι κάτι που με τρέλανε, δεν περίμενα και θαύματα περιόδου 2006-2009, αλλά σίγουρα είναι ένα σκαλί κάτω τουλάχιστον από τα 4 προηγούμενα άλμπουμ και θα το ανακαλύψετε κι εσείς όταν το ακούσετε. Φυσικά ένας δίσκος Goatwhore δεν είναι ποτέ για πέταμα, εδώ μπορώ και παλεύω την αναρχία και άνευ δομών μουσική τους στα 2 πρώτα άλμπουμ, το ''Vengeful Ascension'' θα με πείραζε; Είναι και λίγο θέμα προσδοκιών που έχεις από μπάντες και δίσκους, αυτή τη φορά δεν είχα πάρα πολλές, τις χαρές μου σαν οπαδός τις έχω πάρει με το παραπάνω από αυτούς, αλλά όταν οι προσδοκίες είναι ήδη χαμηλωμένες και πάλι δεν συναντούν τα θέλω σου, λιγάκι απογοητεύεσαι. Πήρα κάτι λιγότερα εμπνευσμένο από αυτό που προσωπικά ήθελα, αν βέβαια για κάποιο παράξενο λόγο δεν ήρθαν ποτέ στο δρόμο σας, τότε ακούστε το και σίγουρα με τα προηγούμενα άλμπουμ θα γίνετε οπαδοί τους πολύ εύκολα.
Bαθμολογία: 72/100
Για το Rock Overdose,
Δημήτρης Αλόρας