HILLTOPS ARE FOR DREAMERS – “In Disbelief”

Συντάκτης: Δάφνη Γεωργαδάκη

 

Με δύο EP στο ιστορικό τους, οι Hilltops Are For Dreamers επέστρεψαν φέτος με full length δίσκο για να αποδείξουν τι αξίζουν. Πόνημα του Βασίλη Παπαγεωργακόπουλου, ο οποίος έχει αναλάβει κιθάρες, πλήκτρα, μπάσο και προγραμματισμό, αλλά και τη συγγραφή της μουσικής και των στίχων (συμμετέχει ο Michael Enger στα φωνητικά και ο Διονύσης Μαράτος στον προγραμματισμό), το "In Disbelief" είναι ένα σύντομο album με μόλις οκτώ τραγούδια και συνολική διάρκεια λίγο πάνω από μισή ώρα. Φυσικά, αυτό σημαίνει πως κυλάει σαν νεράκι και δεν προλαβαίνει να κάνει κοιλιά, αλλά έχει πραγματικά χρόνο να πει την ιστορία που έχει να πει, μέσα σε τόσο λίγο χρόνο; Αυτό σίγουρα θα το κρίνει κάθε ακροατής για τον εαυτό του.

 

Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Χωρίς να έχω ακούσει προηγούμενες δουλειές των Hilltops Are For Dreamers, ακούω το “Silence” που δίνει την εναρκτήρια ιαχή του δίσκου (κυριολεκτικά όμως, ιαχή) και το οποίο σε αρπάζει από τα μούτρα και σου λέει ότι μάλλον κάτι σε black metal πρόκειται να ακούσεις. Αργότερα σου δίνει να καταλάβεις, πως για του λόγου το αληθές, το “In Disbelief” έχει συνδυάσει διαφορετικά στυλ, φτιάχνοντας ένα αμάλγαμα στοιχείων, που μπορεί να αγγίξει διαφορετικές “γεύσεις” για διαφορετικά κοινά.

 

Η ίδια δυναμική συνεχίζεται στο “Severe Serenity”, που μάλλον αποτελεί το αγαπημένο μου σημείο του δίσκου. Το στοιχείο που ξεχώρισα, τόσο στο συγκεκριμένο τραγούδι, όσο και σε πολλά άλλα σημεία, ήταν η επιρροή της μουσικής των Opeth, κάτι που σαφώς βρίσκει πρόσφορο έδαφος στα αυτιά μου. Γενικώς, υπάρχουν κάποια στοιχεία που progressive-ίζουν, με αποτέλεσμα να διατηρούν το ενδιαφέρον μου αμείωτο, παρά τα συχνά γυρίσματα σε metalcore, ένα είδος που ποτέ δε με γοήτευσε.

 

Πιο αργό και ατμοσφαιρικό, τουλάχιστον στην αρχή, είναι το “Healing After The Fall”. Στη συνέχεια επιστρέφουν τα growl φωνητικά, με εναλλαγές ως το τέλος του τραγουδιού. Αυτά τα τρία πρώτα κομμάτια έχουν και την πιο σκοτεινή θεματική, μια μιζέρια και μια απαισιοδοξία για τα παθήματα του ανθρώπου και το πώς τα βιώνει.

 

Το σκηνικό αλλάζει με το “The Tide”, όπου η απαισιοδοξία αρχίζει να δίνει τη θέση της στην… ελπίδα; Ναι, μάλλον ελπίδα. Τα μουσικά στυλ συνεχίζουν να εναλλάσσονται μεταξύ τους, το post-hardcore παντρεύεται το black και το metalcore, διατηρώντας και κάποια prog στοιχεία. Οι γρήγοροι και οι αργοί ρυθμοί κυνηγιούνται μεταξύ τους και συνυπάρχουν στο ίδιο κομμάτι, τα καθαρά και τα growl φωνητικά το ίδιο.

 

Τα καλά νέα είναι, ότι με τόσες εναλλαγές και με τη βολική διάρκεια των κομματιών (μεταξύ 3-5 λεπτών), δεν προλαβαίνεις να βαρεθείς. Και κάθε κομμάτι έχει πράγματα να παρατηρήσεις. Τα κακά νέα είναι ότι κάπως cringe-άρω στα πιο metalcore σημεία, κάτι που βέβαια είναι θέμα προσωπικού γούστου. Στο “Turn Into Oblivion”, όσο κι αν θέλω, δε μπορώ να συνδεθώ, είναι αρκετά έξω από τα ακούσματά μου.

 

Αυτό βέβαια αλλάζει με το “The Sirens Woe”, που μάλλον έχει την πιο prog εισαγωγή του δίσκου, με πολύ ωραίο ρυθμό και εξαιρετική δουλειά στην κιθάρα. Για να λέμε τα σύκα σύκα και τη σκάφη σκάφη, σε όλο το “In Disbelief” οι κιθάρες έχουν πρωταγωνιστικό ρόλο και είναι πολύ καλοδουλεμένες. Σε καμία περίπτωση δε θα μπορούσα να πω ότι λείπει η μελωδικότητα από τα κομμάτια. Και η μελωδικότητα είναι κάτι που πάντα μου αρέσει.

 

Το “Revival” είναι ακόμα πιο μελωδικό, αλλά και πάλι, ο metalcore χαρακτήρας του ανά σημεία δε μου δίνει τη δυνατότητα να συνδεθώ με το μήνυμα. Επίσης, συνειδητοποιώ ότι προτιμώ ξεκάθαρα τα brutal από τα καθαρά φωνητικά του δίσκου. Τα καθαρά φωνητικά κάπως μου χαλάνε την ατμόσφαιρα, που παλεύει να μου φτιάξει η μουσική.

 

Με το “Unsoiled Soul” κλείνει ο δίσκος, κάπως πιο ήρεμα και ειρηνικά, με μια διάθεση αποδοχής που εκφράζεται στους στίχους. Μου άρεσε ιδιαιτέρως ένα πέρασμα ακουστικής κιθάρας κάπου στη μέση, που ξεχώρισε και έδωσε κάτι παραπάνω στη σύνθεση. Και τελικά κλείνει με fade out, που φαίνεται αρκετά ταιριαστό.

 

Λοιπόν, τι είναι το "In Disbelief" με λίγα λόγια; Μια σύντομη δουλειά, που όμως βρίσκει τον χρόνο να ασχοληθεί με διαφορετικά στοιχεία, θα έλεγα. Ένα album με αρκετό πειραματισμό, που όμως ακούγεται γνώριμο, οικείο. Δεν εφευρίσκει τον τροχό, σε καμία περίπτωση. Έχει όμως μια συνοχή και μπορεί να φτιάξει ατμόσφαιρα, ακόμα κι αν κάποια από τα κομμάτια του παζλ δεν ταιριάζουν 100% μεταξύ τους. Πάντως η προοπτική φαίνεται και θεωρώ ότι στον επόμενο δίσκο, το αποτέλεσμα θα μοιάζει πολύ πιο ώριμο.

 

 

 

Βαθμολογία: 70/100

 

 

 

Για το Rock Overdose,

Δάφνη Γεωργαδάκη



 

Comments