Ημερομηνία δημοσίευσης: 25 Αυγούστου 2017
Τον περίμενε πολύς κόσμος αυτόν τον δίσκο και δίκαια. Αυτό που έχουν καταφέρει οι Leprous στη σχετικά σύντομη δισκογραφική τους πορεία είναι άξιο θαυμασμού και τα δείγματα υπήρξαν ενδιαφέροντα ως και μοναδικά υπέροχα από την κυκλοφορία του ντεμπούτου τους, ''Tall Poppy Syndrome'' το 2009. Το πράγμα άρχισε να σοβαρεύει το 2011 με το εκπληκτικό ''Bilateral'', κι αφού τους είχα δει προηγουμένως ζωντανά με τους Therion και ήταν σούπερ, η 2η μου και δυστυχώς τελευταία μέχρι στιγμής εμπειρία επί σκηνής μαζί τους ήταν εκεί στα τέλη του '11, όταν ήρθαν συνοδεύοντας τους Amorphis, τους οποίους και με συνοπτικές διαδικασίες κατατρόπωσαν, σε μία συγκλονιστική εμφάνιση που έχει μείνει χαραγμένη σε όσους την παρακολούθησαν. Βάλτε και το γεγονός ότι τους απόλαυσα ως τη συνοδευτική μπάντα του Ihsahn στο εξωτερικό όπου και κοπανιόντουσαν σαν τα κατσίκια, και τότε έχετε μερικούς από τους λόγους που είχαν ήδη αρχίσει να είναι ψηλά στη συνείδηση μου. Το όλο κρεσέντο συνεχίστηκε όμως ακόμα πιο τέλεια στο ''Coal'' (2013) και υπεράνω όλων στο προηγούμενο δυσθεώρητο άλμπουμ ''Τhe Congregation'' (2015), όπου και θεωρώ ότι φτάσανε στο αποκορύφωμα της δημιουργικότητας και έμπνευσης τους, σε βαθμό που ξέκοψα μέσα μου κατευθείαν το γεγονός να το ξεπεράσουν κάποτε με οποιαδήποτε άλλη κυκλοφορία τους.
Τα πράγματα αλλάξανε κάπως σ' αυτά τα δύο χρόνια, καθώς το συγκρότημα ξεκάθαρα θέλησε να κάνει στροφή στον ήχο του, επίσης προειδοποιούσαν τον κόσμο ότι ο δίσκος δε θα ηχεί μεταλλικός αλλά θα συμπεριλαμβάνει τη γενικότερη έννοια του ροκ μέσα του. Οπότε όπως είναι λογικό, με αρκετή προσοχή και σίγουρα με περιέργεια, θέλησα να αναλάβω τη συγκεκριμένη δισκοκριτική. Στο συγκρότημα είχαμε ένα φύγε εσύ-έλα εσύ, καθώς ο κιθαρίστας Oystein Landsverk έφυγε και τη θέση του πλέον έχει πάρει ο Robin Ognedal, ενώ στη θέση του μπάσου μονιμοποιήθηκε ο Simen Daniel Borven. Δε νομίζω ότι διαφοροποιήθηκε ο ήχος εξ' αιτίας αυτών των προσθηκών, ούτως ή άλλως ο κύριος συνθέτης ήταν πάντα ο κιθαρίστας Torr Odmund Suhrke, παρέα φυσικά με τον συγκλονιστικό Einar Solberg, τον κατά την προσωπική μου άποψη κορυφαίο τραγουδιστή όλης της μεταλλικής μουσικής την τελευταία 6ετία τουλάχιστον. Ο άνθρωπος έχει συνεχή βελτίωση και απίστευτη έκφραση, με φωνή πεντακάθαρη, παντοδύναμη και άκρως ποικιλόμορφη σε χρώμα. Και το τονίζω διότι το ''Malina'' (αναγραμματισμός του Animal? δε γνωρίζω για να πω την αλήθεια), ο νέος και πέμπτος δίσκος τους σε οχτώ χρόνια, είναι ξεκάθαρα βασισμένος και δομημένος πάνω στη φωνή του συγκεκριμένου παιχταρά, περισσότερο από ποτέ στην ως τώρα πορεία τους, σε σημείο το απαράμιλλο παίξιμο των υπολοίπων να λειτουργεί περισσότερο ως συνοδεία.
Το ξεκίνημα του δίσκου με το υπνωτικό και παραπλανητικό ''Βonneville'' ενισχύει τα λεγόμενα μου, κάθε άλμπουμ τους άνοιγε με κομμάτι-σταθμό στην πορεία τους ως τώρα, αυτό προτιμά να προετοιμάσει τον ακροατή για αυτό που ακολουθεί, στο δεύτερο μισό του βέβαια κλιμακώνεται, αλλά ο Solberg δείχνει εξ' αρχής τα δόντια του με την ερμηνεία του που καθηλώνει τον ακροατή για σχεδόν 59' που διαρκεί ο δίσκος. Η συνέχεια περιλαμβάνει τα ήδη γνωστά ''Stuck'' και ''From The Flame'' που είχαν γυριστεί σε βίντεο, με το πρώτο να ακούγεται άκρως παιχνιδιάρικο και πειραματικό, ενώ το δεύτερο που είναι από τα καλύτερα κομμάτια τους γενικά, μοιάζει σχετικά περισσότερο με το παρελθόν τους, ως πολύ όμορφη μίξη της ''Coal''/''The Congregation'' περιόδου. Επίσης σούπερ είναι το δίδυμο των ''Captive'' και ''Illuminate'' (το τρίτο βίντεο του δίσκου). Το πρώτο με τον τζαζεμένο ρυθμό στα τύμπανα του ΠΑΙΧΤΑΡΑ Baard Kolstad (26 χρονών μόλις, θα αφήσει εποχή αυτό το παλικάρι, ήδη έχει ρίξει σαγόνια στο έδαφος με το παίξιμο του) και το δεύτερο με το κολλητικότατο ρεφρέν και τη φωνή του Solberg να σου καρφώνεται στον εγκέφαλο κατευθείαν, στη 2η ακρόαση του ήδη θα το τραγουδάτε για μία ζωή, από τα πολύ δυνατά χαρτιά του δίσκου, ενώ το γεγονός ότι κάνανε ήδη τρία βίντεο, δείχνει την πίστη τους στο νέο υλικό και στο πόσο ποντάρουν στο ''Malina'' σαν σύνολο γενικότερα.
Το πρώτο μισό του δίσκου κλείνει με το σχεδόν ταξιδιάρικο ''Leashes'', ένα τραγούδι ηχητικά κοντά στο εναρκτήριο ''Bonneville'', μαστούρικο και κατάλληλο να ρίξει λίγο το τέμπο του δίσκου, ενώ ακριβώς έτσι είναι και το ομότιτλο ''Malina'', κομμάτια που δεν είναι η χαρά του κοπανήματος μεν, αλλά κρύβουν μία εσωτερικότητα που σου μένει και που δίνει ανάσες στο δίσκο. Ενδιάμεσα υπάρχει το βαρύ κομμάτι του δίσκου με ολίγη από Meshuggah αύρα στα βαριά του σημεία, το φοβερό ''Mirage'', το οποίο προς το τέλος του όσο πάει και βαραίνει με τέτοιο ρυθμό που γίνεται πωρωτικό κι ας μην διαλύουν τα πάντα. Το εντυπωσιακό είναι αυτό το κάτι σαν ριφφ που παίζουν στα κομμάτια που δεν τα λες ακριβώς ριφφ, είναι από τα λίγα συγκροτήματα που δεν κατεβάζουν πένα στις χορδές για να τις σκίσουν, αλλά κάνει μία ωραία αντηχία η κιθάρα που τους βγάζω το καπέλο, διότι ως γνωστόν, μπάντα που δεν έχει ριφφ γενικά, δεν την χρειάζομαι στη ζωή μου. Το δίδυμο των ''Coma'' και ''The Weight Of Disaster'' δείχνει να κρατάει τα καλύτερα για το τέλος, ειδικά το δεύτερο για κάποιους μπορεί να αποδειχθεί και το αγαπημένο τους κομμάτι του δίσκου, φοβερό κουπλέ, ασύγκριτο ρεφρέν, καταπληκτική δομή από την αρχή ως το τέλος. Και το τέλος του δίσκου προσφέρει μία από τις πιο ξεχωριστές στιγμές που έχουν έρθει τ' αυτιά μου αντιμέτωπα στο χώρο της μουσικής.
Το ''Τhe Last Milestone'' που κλείνει το ''Malina'' και είναι το μεγαλύτερο κομμάτι, είναι ο Einar Solberg, η φωνάρα του και μία συνοδεία εγχόρδων, ίσως φανεί ιεροσυλία αυτό που θα πω, αλλά μιλάμε για συναίσθημα που σου προσφέρουν κομμάτια όπως το ''Αdagio For Strings'', ίσως να το έχετε ακούσει από την καλύτερη ταινία όλων των εποχών (''Platoon''), ενώ συνειρμικά μου ήρθε στο νου και το ''For My Fallen Angel'' των My Dying Bride από το μακρινό '96, με τη διαφορά ότι ο αγαπητός Aaron Stainthorpe εκεί απαγγέλει, ενώ εδώ ο Solberg σχεδόν κελαηδάει σαν τον πιο όμορφο ήχο που θα μπορούσε να βγάλει ένα πουλί. Ένα ΤΡΑΓΟΥΔΙ με όλη τη σημασία της λέξης που είναι πολύ βαρύ σαν συναίσθημα και άκουσμα, σου κάθεται πάνω στο στήθος ακριβώς και δε σε αφήνει να αναπνεύσεις, αλλά όσο φτάνει προς το τέλος του, νιώθεις την αληθινή λύτρωση και πιστεύεις στην συνέχιση της ύπαρξης της καλής μουσικής για πολλά χρόνια ακόμα. Οι Leprous με αυτό το δίσκο αποδεικνύουν πόσο μεγάλοι μάγκες είναι, πόσο τολμηρό συγκρότημα θα συνεχίζουν να είναι και πόσα κιλά @@ διαθέτουν, βγάζουν ένα δίσκο που δεν έχει τη νταρκίλα των τριών προηγούμενων αριστουργημάτων τους, ρεαλιστικά δεν μπορεί να τα κοιτάξει στα μάτια (μην ξεχνάμε ότι μιλάμε για 10άρια χωρίς υπερβολή), αλλά μάλλον θα αποδειχτεί ο βράχος στον οποίο θα πατήσουν για το μέλλον τους. Και προβλέπω μέλλον ακόμα πιο πειραματικό και ποικιλόμορφο, ίσως δεν τους ακούσουμε ποτέ ξανά τόσο βαριά όσο θα θέλαμε, αλλά με την ποιότητα που διαθέτουν, ίσως και να μη χρειαστεί να συμβεί ποτέ αυτό.
Βαθμολογία: 84/100
Για το Rock Overdose,
Δημήτρης Αλόρας