Συντάκτης: Άγγελος Κατσούρας
Το 10 το καλό έμελλε να έρθει στη δισκογραφία των Necrophobic ύστερα από 35 χρόνια πορείας στον μεταλλικό ήχο, πολλάκις δοξάζοντας το ακραίο μονοπάτι αυτού. Οι Σουηδοί βετεράνοι δεν ήταν ποτέ μια μπάντα που έβγαζε άλμπουμ πάρα πολύ συχνά μεταξύ τους -με την εξαίρεση των δυο προηγουμένων κορυφαίων δίσκων τους “Mark Of The Necrogram” και “Dawn Of The Damned” που είχαν δυόμιση χρόνια διαφορά- όπως και τα “Darkside”/”The Third Antichrist”/”Bloodhymns” μεταξύ 1997 – 2002- αλλά όποτε το έκανε, είχε τον τρόπο να προκαλεί το θαυμασμό και να χαρακτηρίζεται από μία κορυφαία δισκογραφία στο σύνολο με άλλα άλμπουμ να είναι πολύ καλά, άλλα ακόμα καλύτερα και αρκετά μνημειώδη. Δεν είναι και κανένα κρυφό μυστικό ότι ειδικά από το “Mark Of The Necrogram” και μετά, η μπάντα βρίσκεται ίσως στην καλύτερη φάση της καριέρας της και έχουν μάλλον και την μεγαλύτερη δημοτικότητα που είχαν μέχρι στιγμής. Έχουν καταφέρει με πολλή και σκληρή δουλειά να το χτίσουν αυτό, ενώ και η ποιότητα των δίσκων τους συνοδευόμενη από τις εκρηκτικές τους συναυλίες, συμπληρώνουν ένα πλήρες πακέτο για μια μπάντα που έχει το δικό της τρόπο να μένει επίκαιρη και να έχει πιστούς οπαδούς που την ακολουθούν σε κάθε βήμα, το ίδιο θα συμβεί και τώρα.
Μιλώντας για το 10 το καλό στην αρχή, αναφέρομαι φυσικά στον 10ο δίσκο της καριέρας τους με τίτλο “In The Twilight Grey”, το οποίο μας έρχεται 41 μήνες μετά το “Dawn Of The Damned” και με πολύ μεγάλες προσδοκίες, ύστερα και από την κορυφή που έπιασαν οι 2 προηγούμενοι δίσκοι τους όπως προαναφέραμε. Τα δείγματα που μας έδωσαν ειδικά στην αρχή με το καταιγιστικό “Stormcrow” και στη συνέχεια με το πιο πομπώδες και ατμοσφαιρικό “As Stars Collide”, υπόσχονταν ήδη πολλά. Μάλιστα μου άρεσε πάρα πολύ ένα σχόλιο στο lyric video του τελευταίου, που αναφέρει «υπάρχουν τρία σίγουρα πράγματα στη ζωή, ο θάνατος, οι φόροι και το επόμενο Necrophobic άλμπουμ πάντα να τα σπάει». Αν μη τι άλλο περιγραφικό και εύστοχο όσο δεν πάει. Το “In The Twilight Grey” ξεκινάει δυνατά με το “Grace Of The Past” και συνεχίζει πιο ρυθμικά και ατμοσφαιρικά με το “Clavis Inferni” πριν περάσουμε στα δυο προαναφερθέντα δείγματα που μας είχαν δοθεί. Είναι από την αρχή ευδιάκριτη η προσπάθεια δημιουργίας για ένα διαφορετικό άλμπουμ από τους 2 τελευταίους προκατόχους του, θα μπορούσα εκ του αποτελέσματος να το χαρακτηρίσω και το πιο «κινηματογραφικό» και soundtrack-ικό άλμπουμ τους για την όλη ατμόσφαιρα που περικλείει τις δέκα συνθέσεις του.
Έχει δοθεί μία έμφαση στην καθαρότητα του παιξίματος του καθενός, ειδικά οι κιθάρες κεντάνε, τα leads είναι πιο κλασάτα και ουσιώδη από ποτέ, ενώ τα ρυθμικά μέρη σε σταυρώνουν όταν ανεβαίνουν οι ταχύτητες. Με μόνιμο πλέον στο μπάσο τον έμπειρο Tobias Cristiansson (Darkened, ex Dismember, Grave, The Dagger), ο ήχος απλώνεται ακόμα περισσότερο και με τον Joakim Sterner στα τύμπανα γνωστό μηχανάκι εδώ και 30+ χρόνια από την αρχή της μπάντας, το αποτέλεσμα τουλάχιστον παικτικά σκοτώνει. Όσον αφορά το συνθετικό κομμάτι, έχουμε θεματάκι, καθώς ο δίσκος είναι πιο πολυποίκιλος από ποτέ και χωρίς φυσικά να λείπει το απόλυτο in your face μοτίβο τους όπου όταν αρχίζουν και ξεσπάνε, σε παίρνει ο διάολος, αυτή τη φορά ο δίσκος δεν στηρίζεται αποκλειστικά σε αυτό αλλά στις όλες δυναμικές τους, πράγμα που φαίνεται στο ένα από τα δυο μεγάλα κομμάτια του δίσκου (άνω των 7’) ονόματι “Shadows Of The Brightest Night”). Θεωρώ πως είναι ένα πολύ αντιπροσωπευτικό κομμάτι του νέου προσώπου των Necrophobic, ατμοσφαιρική αρχή, ξέσπασμα, mid tempo κουπλέ, ξανά ξέσπασμα στο ρεφρέν, μία πανδαισία ρυθμών ενώ ενδιάμεσα παίζουν τα κέρατα τους και με τους τόνους και τέμπο να ανεβοκατεβαίνουν με τέτοια ποικιλομορφία που δεν μπορείς παρά να τους βγάλεις το καπέλο. Ξανά!
Προσθέστε φυσικά σε όλα τα παραπάνω έναν άκρως εκφραστικό κι ενίοτε λυσσασμένο Anders Strokirk στα φωνητικά και θα καταλάβετε πως ανεβάζει κι αυτός το επίπεδο των συνθέσεων, έχετε και ιδία εικόνα από την πρόσφατη συναυλία της Αθήνας που η παρουσία του ήταν το λιγότερο συγκλονιστική, άρα απομένει το δεύτερο μισό να δούμε αν και πόσο ανάλογα καλό είναι. Στο ατμοσφαιρικό μοτίβο κυμαίνεται και το “Mirrors Of A Thousand Lakes” ενώ άμεσα γίνεται πανεύστοχη αλλαγή με το “Cast In Stone” να είναι το μικρότερο και ας πούμε «χουλιγκανικό» κομμάτι του δίσκου στην αρχή του, βέβαια έχει κι αυτό ένα τρομερό Bathory-κο σημείο μετά το αρχικό ξέσπασμα που σε κάνει να χαμογελάς, ενώ είναι κι από τα κομμάτια που φαίνεται η συνολικά εκπληκτική κιθαριστική δουλειά των Sebastian Ramstedt και Johan Bergebäck. Tο κλείσιμο του δίσκου με τα μεγάλα σε διάρκεια “Nordavind” και το ομότιτλο κομμάτι, πριν το outro “Ascension (Episode Four)” σε αργό μοτίβο ενισχύει την πεποίθηση περί σινεματικού δίσκου, ο οποίος ίσως για πρώτη φορά τόσο πολύ, θέλει την υπομονή του κατά τις ακροάσεις καθώς είμαι βέβαιος ότι οι περισσότεροι οπαδοί θα περιμένουν μία άνευ όρων επίθεση, η οποία ωστόσο δεν είναι συνολικά. το κύριο χαρακτηριστικό του “In The Twilight Grey”.
Χωρίς να σημαίνει ότι ο 10ος δίσκος των Necrophobic δεν είναι και πάλι ποιοτικότατος όπως πάντα, αυτή τη φορά θεωρώ ότι ενώ είναι προς τιμήν τους που δεν πήγαν να κάνουν κάτι ίδιο με τα προηγούμενα άλμπουμ, εν τέλει δεν είναι τόσο πολύ ισχυρό το σοκ των ακροάσεων όπως στα “Mark Of The Necrogram” και “Dawn Of The Damned”. Θα πάρει λίγο παραπάνω χρόνο απ’ότι συνήθως για αφομοίωση, προφανώς ανταμείβοντας με τις ακροάσεις, αλλά θεωρώ ότι η μπάντα κοιτάει προς το μέλλον με σκοπό να προσφέρει το πιο πολυδιάστατο πρόσωπο της και να ισορροπήσει και την ροή των συναυλιών τους με εναλλαγές πιο γρήγορων και αργών κομματιών. Βρίσκονται και πάλι σε οίστρο φυσικά, έχουν όρεξη, έχουν θέληση να πετύχουν και να φτάσουν ψηλά και θεωρώ πως είναι σε φάση να πηδήξουν κάθε εμπόδιο που μπορεί να σταθεί στο δρόμο τους. Σε μία δισκογραφία όπως των Necrophobic, εχθρός του καλού είναι το τέλειο και το “In The Twilight Grey” ενώ στέκει αυτόνομο και ψηλά σαν σύνολο, υποσκελίζεται από το μέγεθος των δυο προκατόχων του αρχικά και αρκετών από των προηγούμενων δίσκων εν συνεχεία. Σαφέστατα αξίζει την αγορά του όπως όλα τα άλμπουμ τους, απλά καλού κακού πριν το κάνετε, ακούστε το προσεκτικά.
Βαθμολογία: 82/100
Για το Rock Overdose,
Άγγελος Κατσούρας
Release date: March 15th, 2024
Century Media / Sony Music