Ημερομηνία δημοσίευσης: 18 Σεπτεμβρίου 2017
Οι Αμερικάνοι The Contortionist ανήκουν στη νέα γενιά progsters των 00's και 10's, η οποία έκανε το prog πιο πειραματικό, πιο προσβάσιμο στους ακροατές και κατά συνέπεια πιο easy-listening (αποφεύγω τον όρο εμπορικό γιατί στην προκειμένη περίπτωση δεν έχει να κάνει με τις πωλήσεις ή με ξεπούλημα του ήχου), 'προσλαμβάνοντας' μελωδικά στοιχεία από post-rock, shoegaze ή μελωδικές ατμόσφαιρες βασισμένες κυρίως στους Katatonia (σχεδόν η πλειοψηφία) ή στοιχεία από πιο extreme ιδιώματα (δεν το κάνουν πολλοί αυτό, αλλά υπάρχουν, όπως είχαν κάνει οι παρόντες). Αυτή η γενιά όμως, έχει ένα βασικό κοινό χαρακτηριστικό στοιχείο: ενώ απέκτησαν μεγάλο status, απότομη άνοδο στη δημοτικότητα και μια αύρα ανανέωσης στον ήχο, ξαφνικά άρχισαν να επαναπαύονται στις δάφνες τους και να αναλώνονται σε αναμασήματα του ήχου τους, με ελάχιστες φωτεινές εξαιρέσεις (βλ. Leprous).
Βέβαια, όσοι παρακολουθούν στενά το συγκρότημα, γνωρίζουν πως η μεταβλητότητα στις επιρροές τους διαφέρει σε σχέση με το ξεκίνημα της καριέρας τους. Ο πρώτος δίσκος τους, "Exoplanet", διέθετε πολλά deathcore στοιχεία, για να καταλήξουν μετά από δύο άλμπουμ στο ατμοσφαιρικό μελωδικό prog, συνεχίζοντας έτσι και στο νέο, τέταρτο άλμπουμ τους. Τα κομμάτια προσπαθούν σιγά σιγά να χτίσουν ατμοσφαιρικό hype, με ατμόσφαιρες εφάμιλλες ιδιοσυγκρασιακά των Katatonia και Karnivool, και στη συνέχεια να δώσουν την ένταση, διατηρώντας πάντα το απαραίτητο βάθος και τις συνεχείς μεταβολές, είτε αυτές είναι από ακουστικές σε ηλεκτρικές, είτε πρόκειται για tempo, είτε για μελωδίες. Τα post-rock ηχοτόπια είναι μεν πιο αισθητά από ποτέ, αλλά ταυτόχρονα είναι και προσαρμοσμένα στις prog φόρμες, ώστε να μην κλέβουν την παράσταση, και καταλήγουν τόσο διακριτικά που σχεδόν μπορούν να περάσουν απαρατήρητα από ένα άπειρο αυτί ή από έναν ακροατή που δεν δίνει 100% προσοχή στο άκουσμα, κάνει δηλαδή αφηρημένη ακρόαση.
Και εάν υπήρχε έστω και μια υποψία deathcore απομειναριών στο 'Language', εδώ εξαφανίστηκε και αυτή. Η νέα κατεύθυνση ήταν ήδη ξεκάθαρη από το προηγούμενο άλμπουμ, και εδώ απλά εδραιώνεται και το συγκρότημα αφοσιώνεται πλήρως σε αυτήν. Τώρα όσον αφορά τους οπαδούς, και ως προς το ποια κατεύθυνση είναι καλύτερη, αφενός οι καθαρά deathcore οπαδοί έχουν εγκαταλείψει ήδη από το προηγούμενο άλμπουμ, με τους progressive οπαδούς να λατρεύουν περισσότερο την καθαρόαιμη prog προσέγγιση του νέου άλμπουμ, αφετέρου, επειδή εγώ είμαι ακροατής και των δύο ειδών, δεν έχει υπάρξει μέχρι τώρα κάποιο άλμπουμ που να μη μου άρεσε καθόλου και να μη με ιντρίγκαρε με τις μουσικές εναλλαγές και τον πλούτο του. Το ίδιο ισχύει και εδώ, μόνο που νιώθω πως η κατεύθυνσή τους είναι παρόμοια και ηχητικά και σε θέμα νοοτροπίας με τη νέα γενιά των μελωδικών prog σχημάτων που αναφέραμε και πιο πάνω. Χωρίς να λέω ότι δε μου αρέσει το άλμπουμ, ή ότι δεν είναι πλούσιο σε μουσική και σε συναισθήματα, απλά ο ήχος προσεγγίζει πολύ όλα τα συγκροτήματα που πειραματίζονται στην ενσωμάτωση του post-rock ήχου, ή και του shoegaze τη μουσική τους. Αλλά επαναλαμβάνω, αυτό δε σημαίνει ότι η μουσική ποιότητά τους πέφτει σε επίπεδο, ίσα ίσα που γίνεται το αντίθετο.
Αυτό γιατί η μουσική μαλάκωση του ήχου, η πνευματική ωρίμανση των μελών του συγκροτήματος και ο μουσικός πλούτος και το βάθος των συνθέσεων δημιουργούν ένα πραγματικά πολύ αξιόλογο και ίσως το πιο πολυεπίπεδο και αντικειμενικά καλύτερο άλμπουμ της καριέρας του. Αλλά το μοναδικό του ψεγάδι, είναι και το πιο τρωτό του σημείο, και είναι αυτό που αναφέραμε πιο πάνω σχετικά με τη μουσική ομοιότητα του ήχου τους με παρόμοια σχήματα. Και αυτό είναι οξύμωρο, γιατί ενώ μουσικά μας παραδίδουν το πιο άρτιο και ολοκληρωμένο άλμπουμ της καριέρας τους, ταυτόχρονα πρόκειται και για το άλμπουμ με την πιο μικρή μουσική εξέλιξη και αποτελεί μια προσπάθεια να μοιάσει στο prog ρεύμα της εποχής. Αν όμως κάτσει κάποιος και εξετάσει το άλμπουμ καθαρά μουσικά και όχι από την οπτική που ανέλυσα, θα χαθεί μέσα στη μεθυστική δίνη και το βάθος του δίσκου.
Βαθμολογία: 80/100
Για το Rock Overdose,
Σταύρος Πισσάνος