Ένα σπουδαίος μουσικός νους, ένας απ’ τους πιο καινοτόμους κιθαρίστες στην ιστορία της hard rock, τρομερός συνθέτης, με riff και σόλο που έγραψαν ιστορία, ο Ritchie Blackmore, κλείνει σήμερα τα 79 του χρόνια.
Γεννήθηκε στο Weston-super-Mare, της Νοτιοδυτικής Αγγλίας, αλλά η οικογένεια του μετακόμισε στο Heston του Δυτικού Λονδίνου, όταν εκείνος ήταν δύο ετών. Στην ηλικία των έντεκα ετών, έλαβε απ’ τον πατέρα του την πρώτη του κιθάρα, μια Framus, με τον όρο ό,τι θα μάθαινε να παίζει, αλλιώς θα του την έφερνε στο κεφάλι. Ξεκίνησε μαθήματα κλασσικής κιθάρας με τον Big Jim Sullivan, μαθαίνοντας να παίζει με πένα.
Η πρώτη του επιρροή, ήταν ο Tommy Steele και στη συνέχεια ο Hank Marvin. Αργότερα εμπνεύστηκε από μουσικούς όπως ο jazz κιθαρίστας, Django Reinhardt, τον οποίο μάλιστα ισχυριζόταν πως δεν καταλάβαινε, μια και ήταν μόλις 14 ετών τότε, γνώριζε όμως πως ήταν απίστευτα καλός. Ένα χρόνο αργότερα, άφησε το σχολείο στο οποίο του άρεσε ν’ ασχολείται με το ακόντιο και δούλεψε ως μαθητευόμενος μηχανικός κοντά στο αεροδρόμιο του Heathrow. Ως μουσικός, ξεκίνησε παίζοντας σε κάποιες τοπικές μπάντες και συνέχισε δουλεύοντας ως sessionας για την εταιρία παραγωγών Joe Meek's music productions, παίζοντας με διάφορα συγκροτήματα.
Το 1968, συνάντησε τον Jon Lord σ’ ένα μπαρ της Γερμανίας, με τον οποίο μοιράζονταν κοινά μουσικά ενδιαφέροντα, αφού οι Vanilla Fudge, ήταν οι ήρωες τους. Αποφάσισαν έτσι να σχηματίσουν ένα συγκρότημα, που αρχικά ονομαζόταν Roundabout, σύντομα όμως, μετονομάστηκε σε Deep Purple.
Ο Blackmore, παρέμεινε μέλος της μπάντας, μέχρι το 1975, με την παρουσία του να έχει καταλυτική σημασία στην ανάπτυξη του ήχου της και στην τεράστια επιτυχία που αυτή σημείωσε, συμμετέχοντας σε εννιά στούντιο άλμπουμ, συνθετικά και εκτελεστικά. Μεταξύ άλλων, ήταν αυτός που συνέθεσε ένα απ’ τα κλασσικότερα και πιο αναγνωρίσμια riff που γράφτηκαν ποτέ στην ιστορία της μουσικής, τo “Smoke on the water”.
Όπως έχει δηλώσει, το κλειδί γι’ αυτό είναι η απλότητα του. «Ποτέ δεν είχα το θάρρος να γράψω, μέχρι που άκουσα τα “I can’t explain” και “My generation”. Τα riff αυτά είναι τόσο απλά, που σκέφτηκα πως αν ο Pete Townshend, μπορεί να φτάσει ψηλά με κάτι τέτοιο, μπορώ και γω!»
Αφού πρώτα έκανε μαθήματα τσέλο με τον Hugh McDowell των ELO, αποφάσισε να εγκαταλείψει τους Deep Purple, το 1975, όντας δυσαρεστημένος με τη μουσική κατεύθυνση που είχαν πάρει και επιθυμώντας να κάνει κάτι καινούριο.
Αρχικά σχεδίαζε να κάνει ένα σόλο άλμπουμ, αντί αυτού όμως προτίμησε να ιδρύσει μια δική του μπάντα, τους Ritchie Blackmore's Rainbow, το όνομα των οποίων συντόμευσε αργότερα σε Rainbow. Μέχρι το 1984, το γκρουπ κυκλοφόρησε επτά δίσκους και χαρακτηρίστηκε από τις πολλαπλές αλλαγές στη σύνθεσή του, γεγονός που αποδόθηκε κυρίως στην τελειομανία και τον ιδιόρρυθμο χαρακτήρα του κιθαρίστα. Το 1984, αποφάσισε να διαλύσει τους Rainbow και να ενσωματωθεί στη νέα σύνθεση των Deep Purple, παραμένοντας στους κόλπους τους για τη δημιουργία πέντε κυκλοφοριών. Tο 1994, ξανασχημάτισε τους Rainbow με μια σύνθεση που κράτησε για τρία χρόνια και οδήγησε στην κυκλοφορία του “ Stranger in Us All”, που προοριζόταν για solo άλμπουμ, αλλά κατόπιν της πίεσης της δισκογραφικής, βγήκε ως “Ritchie Blackmore's Rainbow”. Με τον μουσικό να δηλώνει αργότερα πως δεν επιθυμούσε πλέον να κάνει περιοδείες, οι Rainbow διαλύθηκαν και πάλι το 1997.
Προχώρησε άμεσα στο σχηματισμό ενός παραδοσιακού folk rock ντουέτου, των Blackmore’s Night, μαζί με τη φίλη του Candice Night, συνεχίζοντας να δραστηριοποίειται μέχρι σήμερα μέσω αυτών, έχοντας στο ενεργητικό του επτά δουλειές.
Αν και έχει αποσυρθεί εντελώς από το hard rock είδος, ο Blackmore εξακολουθεί να διακρίνεται σε ψηφοφορίες, φιγουράροντας σε υψηλές θέσεις σε λίστες με τους κορυφαίους metal κιθαρίστες όλων των εποχών. Όσον αφορά το στυλ παιξίματος, είναι ένας από τους πρώτους κιθαρίστες που έπαιζαν “scalloped” ταστιέρα, δηλαδή τα τάστα της ταστιέρας του, είχαν καμπύλη προς τα μέσα. Στα σολαρίσματα του, συνήθιζε να συνδυάζει blues κλίμακες και φράσεις με μινόρε σκάλες, όπως και ιδέες απ’ την ευρωπαϊκή κλασσική μουσική. Επίσης συχνά, έπιανε την πένα με το στόμα και έπαιζε με τα δάχτυλα. Χρησιμοποιεί περιστασιακά την διατονική κλίμακα, μεταβάλλοντας με ταχύτητα τους τόνους του.
Στην προσωπική του ζωή, έχει παντρευτεί τέσσερις φορές, έχοντας ένα γιο από τον πρώτο του γάμο το 1964 και άλλον έναν γιο και μια κόρη, από τον τελευταίο του γάμο με την Candice Night, με την οποία βρίσκονται μαζί εδώ και είκοσι χρόνια.
Από τη στήλη του Rock Overdose "Σαν σήμερα"