Roadburn Festival @ Tilburg, The Netherlands, 18,19 & 20/4/2013

Δε νομίζω ότι χρειάζονται ιδιαίτερες συστάσεις για το τι είναι το Roadburn. Τα τελευταία χρόνια είναι ο κύριος συναυλιακός προορισμός για ο,τιδήποτε heavy. Doom, stoner, ψυχεδέλεια, “πειραματικό” rock/metal, όλα συνυπάρχουν σε αρμονία για 3+1 ημέρες, στο κατά τα άλλα ήσυχο Tilburg της Ολλανδίας. Δώσαμε το παρόν και σας μεταφέρουμε τον παλμό.

 

Πέμπτη 18 Απριλίου, Ημέρα πρώτη.

 

Πρεμιέρα κάναμε για φέτος στους Βέλγους Black Heart Rebellion. Χωρίς να έχω ιδιαίτερη επαφή με το υλικό τους, εν τέλει κατέληξα να παρακολουθήσω ολόκληρη την εμφάνιση τους. Ατμοσφαιρικοί, με έναν punk αέρα και κάποιες folk πινελιές με κέρδισαν και μπήκαν στην to check λίστα μου.

 

Η συνέχεια δόθηκε στην κεντρική σκηνή του 013, η οποία ήταν κατάμεστη για χάρη των Pallbearer. Δυνατή απόδοση των κομματιών από το "Sorrow Αnd Extinction" που έκανε αίσθηση στα doom πράγματα την περασμένη χρονιά. Στόφα μεγάλης μπάντας.

Τρέξιμο για Green Room, το οποίο ήδη είχαν τιγκάρει οι Blues Pills. Μαγκιόρικο blues rock παλαιάς κοπής από το πρώην rhythm section των Radio Moscow και μπροστάρισσα μια φοβερή soulful γυναικεία φωνή δικαιολόγησαν επί σκηνής τον ντόρο γύρω από το όνομα τους.

Πέρασμα για λίγο από τους Penance στο main stage και ακολούθως απέναντι στο Patronaat όπου ήταν έτοιμοι να εμφανιστούν οι Royal Thunder. Παικταράδες, ηχάρα, τραγουδάρες και μια απίστευτη φωνή ala Ruth Copeland να μοιράζει ρίγη στο άκουσμα της.

Μου άρεσαν έτσι κι αλλιώς, αλλά μετά το live ένιωσα πως τους είχα υποτιμήσει λίγο. Ίσως η καλύτερη εμφάνιση στο φετινό Roadburn, πάντα κατά την ταπεινή μου άποψη.

 

Επιστροφή στο 013 και στο Stage 01 για τους Magdalena Solis, οι οποίοι απεδείχθη ότι αποτελούνται από μια θείτσα σε πλήκτρα και laptop συν έναν ακόμα άτομο σε κιθάρα και λοιπά μπλιμπλίκια.

 

Δεν έχαναν ούτε εκατοστό σε ψυχανωμαλία πάντως, πράγμα που ενισχυόταν και από τις ανάλογες προβολές στο background.

Εφτάμιση ακριβώς βρισκόμαστε ξανά στην κεντρική σκηνή για το κύριο γεγονός της βραδιάς που δεν είναι άλλο από τους High On Fire να παίζουν εξ' όλοκλήρου το καθοριστικό ντεμπούτο τους “The Art Of Self Defense”, μια εμφάνιση που δεν νομίζω να άφησε κανέναν ανικανοποίητο, για να το θέσω όσο πιο αντικειμενικά γίνεται. Είναι πραγματική απόλαυση να βλέπεις τον Matt Pike ζωντανά κάθε φορά και η συγκεκριμένη δεν θα μπορούσε να αποτελεί εξαίρεση.

 
Δείγμα από τις προβολές των Magdalena Solis  

 

Σούμπιτοι για Castle πάλι στο Stage 01, οι οποίοι στάθηκαν πολύ καλά με την εξαίρεση της Elizabeth Blackwell της οποίας τα φωνητικά κινήθηκαν σε μέτρια επίπεδα, με αρκετά φαλτσάκια. Δυνατή ως frontwoman πάντως, προσπαθούσε να ξεσηκώσει το κοινό σε κάθε ευκαιρία.

Δέκα βήματα πιο πέρα σε μια μισοάδεια κεντρική σκηνή οι Primordial ήταν έτοιμοι για το ντεμπούτο τους στο Roadburn, μπροστά σε ένα μάλλον αδιάφορο κοινό. Παρά ταύτα όμως, η ΨΥΧΗ αυτής της μπάντας δε λυγίζει ποτέ και αυτό είναι κάτι που θα έπρεπε να το περιμένω. Δε μάσησαν ούτε δευτερόλεπτο, κάλυψαν πράγματα τόσο από το μακρυνο παρελθόν όσο και από τις πρόσφατες δουλειές τους, ικανοποιώντας έτσι τους ταλιμπάν των πρώτων σειρών, αλλά και εισπράτοντας το χειροκρότημα των υπολοίπων. No Remorse, No Regret, No Surrender.

Η πρώτη μέρα έκλεισε μεταξύ Psychedelic Warlords (tribute στο “Space Ritual” από τον πρώην Hawkwind Alan Davey) και των τρελάρων αμερικανών The Midnight Ghost Train που ξεσήκωσαν το Stage 01.

 

Παρασκευή 19 Απριλίου, Ημέρα δεύτερη.

 

Το ξεκίνημα της Παρασκευής μας βρήκε στην κεντρική σκηνή για τους Dream Death, οι οποίοι εμφανίστηκαν μπροστά σε αρκετό κόσμο, καμία σχέση δηλαδή με το σκορποχώρι στους Penance την προηγούμενη.

Δεν κάθησα πολύ καθότι έπρεπε να πιάσουμε στασίδι στο Het Patronaat για τους Kadavar. Υπερτίγκα από κόσμο ο ναός και ευτυχώς οι Kadavar δεν απογοήτευσαν τον κόσμο που τους τίμησε. To παλαιακό heavy rock των δύο πλέον δίσκων τους αποδίδεται ζωντανά κολασμένα. Ιδρώτας, μουσάρες πάνω κάτω και μπόλικη αλητεία. Εύγε.

Δεν το κουνάμε ρούπι από το Patronaat, καθώς για τη συνέχεια έχουμε Witch Mountain. Υπέρβαροι όπως τους γνωρίζουμε και τους αγαπάμε με την Uta-ρα στην πρώτη γραμμή και τη φωνή της καμπάνα όπως στους δίσκους, πόρωσαν τους πιστούς με τις κομματάρες τους. “Lanky Rae”, “Aurelia”, “Never Know”, “Wing Of The Lord” και δε συμμαζεύεται. Τι να λέμε τώρα.

 

Επίστροφή στο 013 και στο κατάμεστο main stage για χάρη του Uncle Acid και των Deadbeats του.

Μια ώρα εμφάνιση, τα κομμάτια που όλοι αγαπήσαμε από το “13 Candles”, αρκετά ακόμα από το νέο τους άλμπουμ που ωσονούπω κυκλοφορεί συν ένα ακόμα από το Volume 1. Η ιδιαίτερη φωνή του “θείου” τάλε κουάλε με αυτό που ξέρουμε από τους δίσκους, οι λοιποί Deadbeats τσίλικοι, οι προβολές ταιριαστές. Παράπονο κανένα.

Ποιοτικός κινηματογράφος της δεκαετίας του '70

 

Ήθελα να δω Moss, αλλά το Green Room ήταν τόσο γεμάτο όσο δεν πάει, οπότε δεν το προσπάθησα περαιτέρω. Οπότε σινεμαδάκι στο Stage01 όπου όλη την ημέρα έπαιζαν sexploitation ταινίες από τις χρυσές δεκαετίες '60, '70, ενώ ενδιάμεσα Aderlating, Shazzula, Void Of Voices και Nicklas Barker “έντυναν” κάποιες από αυτές με ήχο. Παρακολούθησα αρκετούτσικo από το DJ-ιλίκι της Shazzula και λίγο Void Ov Voices, δηλαδή τον Attila να κάνει ένα σωρό περίεργες φωνές πάνω από το φιλμ, σε γενικές γραμμές αδιαφορίλα.

Κλείσιμο παρένθεσης και βουρ για The Pretty Things στο main stage. Αρκετός κόσμος και ακόμα πιο ένθερμες αντιδράσεις για πάρτη τους, κάτι που δεν το πολυπερίμενα. Η αλήθεια όμως είναι ότι η μουσική μιλάει και όταν έχεις τραγούδια που τα ξέρουν κι οι πέτρες, δε γίνεται να μην “πιάσεις” τον κόσμο. “Alexander”, “Baron Saturday”, “Eagle's Son”, “I See You”, “LSD”, "S.F. Sorrow Is Born" ήταν μόνο μερικά από αυτά που τραγουδήσαμε, ενώ πάνω στη σκηνή το έλεγε η ψυχή τους, με τον Dick Taylor να παίζει κιθάρα σαν έφηβος και τον Phil May να ερμηνεύει με πάθος έστω και αν η φωνή του ακούγεται πλέον κουρασμένη. Τα παππούδια μας βούλωσαν κανονικότατα.

Περαντζάδα από τους Cough, οι οποίοι ήταν πιο σάπιοι από το ίδιο το σάπιο, όπως άλλωστε αναμενόταν και ακολούθως στάση για πασατέμπο στο Stage 01.

Αφού φορτίσαμε λίγο τις μπαταρίες μας, κατευθυνθήκαμε στο main stage για ακόμα μία φορά, όπου κόσμος και κοσμάκης περίμενε τους Electric Wizard του φετινού curator Jus Oborn, σε ένα sold out ελληνικότατο, με όσα αρνητικά αυτό συνεπάγεται. “Return Trip” γιατί η καλή μέρα από το πρωί φαίνεται, τα πιο πρόσφατα “The Nightchild”, “Black Mass”, “Satanic Rites Of Drugula”, “Witchcult Today” και κάπου ανάμεσα χώρεσαν και το “Sοn Of Nothing”. Στα γνωστά τους πολύ υψηλά στάνταρ και με τον Mark Greening επιστρέψαντα στις τάξεις του συγκροτήματος να κοπανάει τα drums λυσσαλέα. Μετά το “Legalise Drugs & Murder” ήταν η ώρα μου να φύγω για στασιδάκι στο Patronaat όπου θα λάμβανε χώρα η πολυαναμενόμενη εμφάνιση των Goat.

20 λεπτά πριν βγουν ήταν πάνω από το μισό γεμάτο και φυσικά 11 η ώρα που πάτησαν σκηνή δεν έπεφτε καρφίτσα. Το ξεκίνημα με το “Diarabi” του Boubakar Traore, μας έβαλε κατευθείαν στο κλίμα, ενώ για το υπόλοιπο της βραδιάς η ημερησία διάταξη είχε μόνο ένα πράγμα: χορό, χορό και μόνο χορό. Κέφια στα ύψη, ζεστές αντιδράσεις και ένα συγκρότημα που δικαιόλογησε ζωντανά 100% το hype γύρω από το όνομα του, έστω και αν η ενδυματολογική άποψη τους δεν σε πείθει απόλυτα για την ειλικρίνεια των προθέσεων τους. Υποτίθεται ότι μετά θα έβλεπα Psychic TV και Amen Ra, αλλά η κούραση δεν μου επέτρεψε δυστυχώς να τους παρακολουθήσω.

 

Σάββατο 20 Απριλίου, Ημέρα τρίτη.

 

Εκκίνηση της τρίτης και τελευταίας ημέρας στη Μέκκα του heavy rock με The Ocean στην κεντρική σκηνή. Παρότι γενικά έχουν κάνει αίσθηση, ποτέ δε με έπεισαν ιδιαίτερα. Ζωντανά ήταν πολύ τίμιοι, αλλά η γνώμη μου δεν άλλαξε.

Μένουμε κεντρική σκηνή για Alcest, οι οποίοι απέδωσαν στο ακέραιο το τελευταίο τους εκπληκτικό άλμπουμ “Les Voyages De L'Âme”. Καθηλωτική εμφάνιση από τους Γάλλους, που πραγματικά μας ταξίδεψαν. Καμία σχέση με ότι είχαμε δει στην Αθήνα προ μερικών ετών με Triptykon/Anaal Nathrakh και το άθλιο κοινό που είχε καταστρέψει την τότε εμφάνιση τους.

Η συνέχεια είχε Camera στο Green Room, όπου παίχτηκε μεγάλη μπάλα. Μινιμαλισμός, αυτοσχεδιασμοί, όργια. Άξιοι επίγονοι των Neu! οι γερμαναράδες, το δίχως άλλο.

Παραμονή στο Green Room για Victor Griffin και τους In-Graved, οι οποίοι φιλοξενούν στις τάξεις μεταξύ άλλων τους Guy Pinhas και Jeff Olson, μας έδωσαν μια γερή γεύση από το μόλις κυκλοφορηθέν ντεμπούτο τους. Victor Griffin σεμιναριακός στην κιθάρα όπως πάντα, ενώ καταλυτικός και ο Jeff Olson που παρότι στα πλήκτρα, πολλές φορές ουσιαστικά λειτουργούσε σαν δεύτερος κιθαρίστας. Στο “Late For An Early Grave” έγινε και ένας μικρός χαμός, γιατί έπρεπε εδώ που τα λέμε.

Αποχωρούμε λίγο νωρίτερα από το Green Room καθώς στο κεντρικό stage είχαμε τους High On Fire ντουμπλεξ, με all around setlist αυτή τη φορά. Αρκετά κομμάτια από τα δύο τελευταία τους άλμπουμ που γενικά δεν πολυέπεισαν, επιμονή απολύτως κατανοητή, αλλά όχι ιδιαίτερα αποδεκτή. Ας το παραδεχτούμε, με “Frost Hammer” και “Fertile Green” δε γάμησε κανείς. Τα αίματα πάντως άναψαν με τα oldies Eyes And Teeth” και “Devilution”, στα οποία έπεσε τίμιο κοπάνημα.

Πρόωρη αποχώρηση και κατεύθυνση στο ισόγειο και στο Green Room, όπου ο κόσμος σιγά σιγά μαζευόταν για Jess & The Ancient Ones. Άλλη μια από τις πολύ καλές εμφανίσεις του φεστιβάλ με Jess και μπάντα σε φόρμα. Κορυφαία στιγμή το “Sulphur Giants”, όπου είχαμε μεσογειακού τύπου αντιδράσεις από το κοινό.

Για τη συνέχεια είχα βάλει στο πρόγραμμα Elder και Teeth Of The Sea, αλλά αφενός η ουρά στο Patronaat έφτανε μέχρι το δρόμο, αφετέρου στο Stage 01 δεν έπεφτε καρφίτσα, οπότε τη βγάλαμε main stage με Die Kreuzen. Ομολογώ ότι δεν είχα καμία επαφή με τη μουσική τους πριν το live, αλλά αυτό το ιδιαίτερο μετά punk υβρίδιο που έπαιζαν δε με χάλασε καθόλου. Νομίζω ότι έχει φτάσει η ώρα να τους τσεκάρω δισκογραφικά και αυτούς.

Δεν το κουνάμε ρούπι από main stage, καθώς σειρά έχουν οι headliners του Σαββάτου, οι εμβληματικοί Godflesh, οι οποίοι και θα απέδιδαν το δεύτερο full length τους “Pure” στην ολότητα του. Η αλήθεια είναι ότι ίσως θα προτιμούσα να τους είχα δει στο live για το “Streetcleaner”, αλλά αυτό κατέληξε να είναι δευτερεύον, αφού ο,τιδήποτε κι αν παίζουν οι Godflesh είναι σαρωτικοί και το απέδειξαν περίτρανα το βράδυ του Σαββάτου. Ψυχροί και βιομηχανικοί ως το μεδούλι, ο Justin Broadrick κι o G.C. Green, με την πολύτιμη συνεισφορά του Robert Hampson στη δεύτερη κιθάρα κατάφεραν να μεταφέρουν την ατμόσφαιρα του “Pure” επί σκηνής με χαρακτηριστική επιτυχία. Τεράστιοι.

Εκλεκτό πάνελ του Iron Fist για vinyl freaks

 

Τελευταία στάση για φέτος στο Stage 01 για τους The Cosmic Dead από την περήφανη Σκωτία. Μιλάμε για διαστημική μπάλα, μιλάμε για επίπεδο Hawkwind δεκαετίας '70, μιλάμε μας βάλαν στο διαστημόπλοιο και μας κάναν καμιά δεκαριά γύρους στο ηλιακό μας σύστημα, έτσι για να ξεπιαστούν, μιλάμε για πολύ μαλλί. Για τέτοιο πράμα μιλάμε. Ιδανικό κλείσιμο για το τριήμερο.

Την επομένη, Κυριακή 21/4 σειρά είχε η πρόσθετη μέτα του Roadburn, ονόματι Afterburner, με δύο μόνο σκηνές και λιγότερα συγκροτήματα, μεταξύ των οποίων οι Astra, οι Spiritual Beggars, οι Electric Moon, αλλά και η σύμπραξη του Michael Rother με τους Camera. Δυστυχώς δεν είχα το περιθώριο να παραμείνω και τέταρτη ημέρα.

Τι να κάνεις. “You can't always get what you want” έχει γράψει ο ρεαλιστής ποιητής Mick Jagger. Για να συμπληρώσει βέβαια παρακάτω “But if you try sometimes well you just might find, you get what you need" και νομίζω πως η προσπάθεια έγινε και ήταν τιμιότατη.

 

Για το rockoverdose.gr: Δημήτρης Σούρσος

Comments