Ο επικός θεματικός δίσκος ήταν κάτι παραπάνω από επιτυχημένος για τους Iron Maiden – ήταν το αριστούργημά τους.
Στις 5 Νοεμβρίου του 1987 οι Iron Maiden μόλις είχαν τελειώσει μία περιοδεία, μεγάλης διάρκειας, για την προώθηση του 6ου τους δίσκου, ‘Somewhere in Time’. Έχοντας ήδη στο τσεπάκι τους τον τίτλο της μεγαλύτερης Heavy Metal μπάντας του πλανήτη το επόμενο βήμα τους ήταν μεγάλης και κομβικής σημασίας. Κανείς δεν θα μπορούσε να προβλέψει τι θα συνέβαινε στη συνέχεια και ακόμα λιγότερο η Βρετανίδα πνευματίστρια Doris Strokes που, με τον θάνατό της τον Μάιο του 1987, έδωσε το έναυσμα για την δημιουργία του έβδομου δίσκου της μπάντας.
“Μου ήρθε μία σκέψη: Αναρωτήθηκα αν θα μπορούσε να προβλέψει τον θάνατό της…. “ αναφέρει ο μπασίστας την μπάντας, Steve Harris, στο ντοκιμαντέρ ‘Maiden England ’88’. “Ποιος ξέρει; Οπότε ξεκίνησα με μία τέτοια ιδέα. Έγραψα το The Clairvoyant και το πήγα στον Bruce ο όποιος είπε ‘Ναι! Εξαιρετική ιδέα!’. Μετά ξεκίνησε να μου έρχεται μία ακόμα ιδέα για ένα ακόμα κομμάτι με τίτλο Seventh Son of a Seventh Son, γιατί υποτίθεται ότι αν ήσουν ο έβδομος γιος ενός έβδομου γιου (Seventh Son of a Seventh Son) είχες τις ικανότητες ενός μάντη (Clairvoyant). Έτσι είχα αυτές τις δύο ιδέες και ο Bruce είπε ‘Ξέρεις τι; Πρέπει να κάνουμε έναν θεματικό δίσκο πάνω σε αυτά…’ “.
Δεν θα ήταν ιδιαίτερα έξυπνο να ισχυριστούμε ότι οι Iron Maiden έπρεπε να αποδείξουν την αξία τους μέχρι το 1988, αλλά υπήρχε η αίσθηση ότι το ‘Somewhere In Time’, του 1986, δυσκολεύτηκαν να το ολοκληρώσουν. Είναι γνωστό ότι ο Bruce Dickinson πρότεινε στον Steve Harris να συνεχίσουν με κάτι πιο ακουστικό και σε πιο progressive μονοπάτια, κάτι που (ευτυχώς) απορρίφθηκε πανηγυρικά. Ο δίσκος ήταν γεμάτος από σπουδαίο υλικό, με τρία κομμάτια να γραμμένα από τον κιθαρίστα Adrian Smith, αλλά δεν φαίνεται να είχε το ίδιο αντίκτυπο με τον προκάτοχό του, ‘Powerslave’, που κυκλοφόρησε δύο χρόνια νωρίτερα.
Αυτό είχε ως αποτέλεσμα η μπάντα να περάσει μία ακραία μεγάλη και έντονη περίοδο για την σύνθεση και την ηχογράφηση του δίσκου ώστε να παραδώσουν κάτι αξιέπαινο. Εν μέρη επηρεασμένος από το βιβλίο Seventh Son, του Orson Scott, η θεματολογία του Harris άνθισε σε κάτι πιο ουσιαστικό, υποβοηθούμενη από το την πένα του Bruce Dickinson.
“Ο Bruce είχε κάτι να αποδείξει” λέει ο Mick Wall, συγγραφέας της επίσημης βιογραφίας των Iron Maiden. “Δεν είχε συνεισφέρει συνθετικά του Maiden για πάνω από τέσσερα χρόνια. Ο Steve είχε πάρει τα πάνω του, ο Adrian το ίδιο. Ο συνδυασμός όλων αυτών καθιστά τον δίσκο αυτόν εξαιρετικής σημασίας για τους ίδιους”.
Οι ηχογραφήσεις στα Musicland Studios στο Μοναχό τον Φεβρουάριο και Μάρτιο του 1988 με τον long-time παραγωγό τους, Martin Rich, ολοκληρώθηκαν με εξωπραγματική ταχύτητα εξαιτίας της επόμενης παγκόσμιας περιοδείας που οποία είχε ήδη προγραμματιστεί για τέλη Απριλίου.
Δεδομένου το πως εξελίχθηκε αυτός ο δίσκος είναι δύσκολο να βρεις ένα θαυμαστή της σκληρής μουσικής που δεν του αρέσει. Είναι απτοί Maiden, στην δυνατότερη συνθετικά μορφή τους, που δουλεύουν αρμονικά αποκαλύπτοντας όλο το φάσμα της δημιουργικότητάς τους παρά την αδυναμία τους να καλύψουν τελείως τη θεματολογία του δίσκου.
“Όπως και τα περισσότερα πράγματα ξεκινάνε με μία ιδέα και μία προκαθορισμένη πορεία, στην συνεχεία αρχίζουν να παρεκκλίνουν” λέει ο Bruce στο προαναφερθέν ντοκιμαντέρ ‘Maiden England ’88’. “Έτσι και εμείς στους θεματικούς δίσκους μας ποτέ δεν καταφέραμε να ακολουθήσουμε την πλοκή επακριβώς. Ήμασταν περίπου στην μέση όταν γράψαμε σε ένα κομμάτι για ένα καταφύγιο σκύλων (Battersea Dogs Home). Τότε είναι που σκέφτεσαι ‘Γιατί αυτό είναι εδώ; Γιατί έτσι!’ “.
Το πρώτο αντιπροσωπευτικότατο δείγμα του δίσκου ήρθε με το single ‘Can I Play With Madness’, τον Μάρτιο του 1988, το οποίο σκαρφάλωσε στο #3 των Βρετανικών Charts. Αδιαμφησβήτητα το αρτιότατο βίντεο κλιπ, με τη συμμετοχή του Βρετανού κωμικού Graham Chapman (γνωστός για την συμμετοχή του στους Monty Python), βοήθησε στη προώθηση του ίδιου του κομματιού. Αν και ποτέ τα μέλη της μπάντας δεν επιδίωξαν να γίνουν Pop Stars ωστόσο σε προς τα εκεί όδευαν. Αυτή τη φορά η mainstream τηλεόραση και το ραδιόφωνο δεν μπορούσαν να τους αγνοήσουν.
“Αμέσως αποκτήσαμε την αίσθηση ότι αυτός θα μπορούσε να είναι ο δίσκος που δεν ήταν απαραίτητο να είσαι ένας πραγματικός Iron Maiden θαυμαστής για να μπορέσεις να τον απολαύσεις” λέει ο Mick Wall. “Το ‘Can I Play With Madness’ ήταν ένα τεράστιο hit για αυτούς. Δεν ήταν κάτι που τους απασχολούσε ιδιαίτερα αλλά στην τελική αρκετά κομμάτια του δίσκου έγιναν επιτυχίες… Έκανα πολύ περισσότερο τηλεόραση, ραδιόφωνο και όλα τα παρεμφερή. Όταν είσαι #3 τότε όλες οι εκπομπές σε θέλουν…”.
Για να τονίσουν την εμπορική επιτυχία τους, οι Iron Maiden, έκαναν τη δημόσια αποκάλυψη του δίσκου στο Κάστρο Schnellenberg στη Γερμανίας. Δημοσιογράφοι από όλος τον κόσμο πέταξαν μέχρι εκεί για μία αποκλειστική συνέντευξη με την μπάντα. Πολλά λεφτά και πολύς χρόνος επενδύθηκαν για αυτόν τον δίσκο ο οποίος πλέον δεν περιορίζοντας μόνο στο κόσμο του Rock & Metal.
“Συγκεντρώσαμε τα media από όλη την Ευρώπη και την Αμερική σε ένα ‘μεγάλο’ σαββατοκύριακο συνεντεύξεων, αλκοόλ, ακροάσεων, φωτογραφίσεων και ακόμα περισσότερο αλκοόλ” θυμάται ο μάνατζερ της μπάντας, Rod Smallwood.
Εν τέλη το ‘Seventh Son OF A Seventh Son’ κυκλοφόρησε στο ευρύ κοινό στις 11 Απριλίου του 1988 και όπως ήταν αναμενόμενο ανέβηκε στο #1 των Βρετανικών charts αποσπώντας διθυραμβικές αντιδράσεις από το παγκόσμιο κοινό.
Όλα γύρω από αυτόν τον δίσκο φάνταζαν σωστά. Από μία άποψη ήταν γενναίος, περιπετειώδης και αποτελούσε μία μουσική πρόκληση: από το ατμοσφαιρικό intro του Bruce στο ‘Moonchild’ και ‘Infinite Dreams', στις ψαγμένες δυναμικές και τα δεξιοτεχνικά σόλο τους στο τραβηγμένο progressive metal του 9λεπτου ομώνυμου τραγουδιού στα θριαμβευτικά και συνάμα κολλητικά στο αφτί ‘The Clairvoyant’, ‘The Evil That Men Do’ και ‘Only The Good Die Young’… όλα διαμάντια, ένα προς ένα.
“Προσωπικά πιστεύω ότι η πηγή της μαγείας του δίσκου ήταν η επιστροφή του Bruce σαν συνθέτη” λέει ο Mick. “Το ‘Seventh Son…’ ήταν το τελευταίο άλμπουμ που έκαναν ποτέ με το, όπως θα έλεγε και η γενιά μου, κλασσικό line up. Χωρίς να θέλω να θίξω τον Janick αλλά ο Adrian μαζί με τον Dave κάνουν μια εκπληκτική ομάδα. Σε πολλά επίπεδα το ‘Seventh Son…’ είναι μία από τις μεγάλες στιγμές στην ιστορία της μπάντας.
Αν υπήρχε κάτι αμφιλεγόμενο στον δίσκο αυτό περιορίζονταν στην εκτενή χρήση των πλήκτρων για πρώτη φορά σε δουλειά των Maiden. Όσο γελοίο και αν ακούγεται αυτό ήταν μία παράτολμη κίνηση για μία metal μπάντα το 1988.
“Υποθέτω πολύς κόσμος δεν ήταν χαρούμενος, αλλά αν χρησιμοποιηθούν σωστά τα πλήκτρα μπορεί να γίνουν πολύ κουλ” αναφέρει ο Markus Grosskopf, μπασίστας των Helloween. “Δημιούργησαν μία ιδιαίτερη ατμόσφαιρα σε αυτόν τον δίσκο. Ακούστε τις αρμονίες και τις μελωδίες. Σε μεταφέρει σε έναν άλλο κόσμο, στον κόσμο των Iron Maiden. Όλο το άλμπουμ είναι γεμάτο από καλές αναμνήσεις, υπέροχες κιθάρες και εξαιρετικά φωνητικά πάνω σε πανέμορφες συνθέσεις. Σου μιλάει στη ψυχή και εσύ πρέπει να ακούσεις. Η ατμόσφαιρα είναι τόσο δυνατή. Είναι μόνο οκτώ κομμάτια, αλλά σπουδαία κομμάτια!”.
Με το νέο άλμπουμ να ξεπουλάει στα ράφια της Βρετανίας, της υπόλοιπης Ευρώπης και ακόμα παραπέρα, οι Iron Maiden ξαναβγήκαν στον δρόμο για το Seventh Tour Of A Seventh Tour, ξεκινώντας από την Γερμανία στις 28 Απριλίου της ίδιας χρονιάς, για τους επόμενους 8 μήνες οπλισμένοι με το πιο εντυπωσιακό σόου μέχρι τότε. Σκηνικά ζωγραφισμένα από τον ίδιο δημιουργό του artwork του δίσκου, Derek Riggs, παγόβουνα σαν props και φυσικά δεν θα μπορούσε να λείπει και ο Eddie από όλο αυτό.
Η εμπορική επιτυχία του Seventh Son… έδωσε το εισιτήριο στους Iron Maiden να πραγματοποιήσουν την μεγαλύτερη εμφάνιση της τους μέχρι τότε. Στις 20 Αυγούστου του 1988 η μπάντα ήταν headliners στο Monsters Of Rock, στο κάστρο Donington, για πρώτη φορά. Ο αριθμός των ακροατών που πήγαν απολαύσουν το μονοήμερο φεστιβάλ ήταν η ζωντανή απόδειξη της δημοφιλίας των Iron Maiden. 107.000 άτομα μαζεύτηκαν εκείνη τη μέρα για να απολαύσουν μεταξύ των άλλων και ονόματα όπως οι Helloween, Megadeth, David Lee Roth, Guns N’ Roses, Kiss κάνοντας το event το μεγαλύτερο στην ιστορία του Monsters Of Rock.
“Ξέραμε ότι κάναμε εξωφρενική επιτυχία” δήλωσε ο Tim Parsons, ο promoter του event. “Κόσμος περπατούσε μέσα από τις εκτάσεις έχοντας παρατήσει τα αυτοκίνητα τους. Τελικά ξεμείναμε από εισιτήρια. Ήταν η μεγάλη μέρα των Maiden και ήταν απόλαυση να δουλεύουμε μαζί τους”.
Ο David Ling συγγραφέας και οπαδός της μπάντας από τα πρώτα τους βήματα ήταν παρόν στην εν λόγω ιστορική τους εμφάνιση. Ο ίδιος αναφέρει:
“Σαν θαυμαστής που τους ακολουθεί από τότε που παίζανε ακόμα σε club, μου φάνηκε πως είχαν φτάσει πραγματικά ψηλά. Το management σοφά τους είχε κρατήσει μακριά από το Donington μέχρι να φτάσουν στο σημείο να ανταπεξέλθουν όπως τους αρμόζει. Το να πάνε εκεί να δώσουν ένα ΕΚΠΛΗΚΤΙΚΟ show μπροστά σε ένα κοινό, που δεν μπορεί να ξεπεραστεί σε αριθμό, ήταν η πλήρη επιβεβαίωση αυτής της στρατηγικής. Ο ενθουσιασμός του κόσμου ήταν εξωπραγματικός. Εκείνους τους καιρούς βέβαια υπήρχε μόνο μία σκηνή και 107.000 κόσμος με της προσοχή του στραμμένη προς τα κει. Ακόμα θυμάμαι την ανατριχίλα όταν ξεκίνησε η εισαγωγή. Δεν θυμάμαι να τους ξαναδεί σε τέτοια φόρμα, ιδίως μετά της μετέπειτα αποχώρησης και την επιστροφής του Bruce. Αν η μπάντα ήταν αγχωμένη τότε αυτό δεν φάνηκε καθόλου”.
Δυστυχώς η μέρα που έπρεπε να χαρακτηριστεί ως η στιγμή της δόξας των Iron Maiden επισκιάστηκε από μία τραγωδία. Δύο νεαροί Σκοτσέζοι, που βρίσκονταν στο κοινό, έχασαν τη ζωή τους όταν το έδαφος υποχώρησε κατά της διάρκεια της εμφάνισης των Guns N’ Roses. Χωρίς να το μάθουν αυτό οι Maiden πραγματοποίησαν κανονικά την εμφάνιση-ορόσημό. Αλλά όπως παραδέχεται και ο Tim Parsons, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο θρίαμβος των Maiden εξαφανίστηκε βάναυσα.
“Αναλάβαμε τις ευθύνες μας με σοβαρότητα αλλά ποτέ δεν θα μπορούσαμε να προβλέψουμε τις περιστάσεις που οδήγησαν σε αυτό το τραγικό γεγονός. Ήταν απλά φριχτό. Ήταν απαίσιο και για τους ίδιους τους Maiden όταν άκουσαν τι έγινε, μετά το τέλος της εμφάνισής τους, μετά από όλη αυτή την ευφορία. Αλλά με ελάχιστες εξαιρέσεις δε θα ήθελα κανέναν άλλον σαν Headliner εκείνη την ημέρα. Ήταν παρηγορητικό γιατί δεν ανησυχούσαμε για αυτούς. Ήταν πραγματικοί επαγγελματίες”.
Θα ήταν ανακριβές να πούμε ότι το Donington ήταν η αφορμή της μέτριας επιτυχίας των Iron Maiden κατά την διάρκεια των 90s αλλά και πάλι έβαλε το λιθαράκι του σε αυτό. Μέσα σε έναν χρόνο ο Adrian Smith αποχώρησε. Το κλασσικό line-up που τόσα είχε καταφέρει άρχισε να καταρρέει. Το ‘Seventh Son’ ήταν ο επιτάφιος.
“Ήταν μία τεράστια στιγμή για τους Maiden” συμπεραίνει ο Mick Wall.”Ήταν το ΄’Dark Side of the Moon’ των Maiden, το δικός τους ‘Led Zep IV’! Το 99% των μπαντών δεν καταφέρνει ποτέ να φτιάξει ένα αριστούργημα. Αν καταφέρεις και κάνεις ένα τότε μπαίνεις στο Κλαμπ. Το ‘Seventh Son…’ ήταν αυτό το αριστούργημα.”
“Ακόμα έχω πολύ ψηλά αυτόν τον δίσκο” επιλογίζει ο Steve Harris στο ‘Maiden England ’88’.”Πιστεύω πέρασε την δοκιμασία του χρόνου. Πιστεύω ότι αν παίξουμε οποιοδήποτε κομμάτι του δίσκου ζωντανά θα σταθεί πιο ψηλά από ότι έχουμε γράψει μετά από αυτόν”.
Μέχρι σήμερα οι Iron Maiden στέκονται επάξια στο ύψος τους με εκατομμύρια θαυμαστές ανά τον κόσμο. Έχουν φτάσει σε ένα μέγεθος που κανείς δεν τους αγγίζει. Έχουν κάνει, όμως, καλύτερο δίσκο από το ‘Seventh Son of a Seventh Son’; Το χει καταφέρει κανένας άλλος;
Για το Rock Overdose,
Πάρις Καραγιαννόπουλος