Μεγάλο αφιέρωμα – THE OCEAN TRIBUTE: DIVING DEEP INTO EARTH’S HISTORY!

 

Βρισκόμαστε στο σωτήριο έτος 2000 και συγκεκριμένα στην πάλαι ποτέ πρωτεύουσα της Ανατολικής Γερμανίας, το Βερολίνο. Εκεί ο κιθαρίστας Robin Staps ιδρύει το συγκρότημα The Ocean, ή όπως έχουν γίνει πλέον γνωστοί μέσα στα χρόνια λόγω της πολυσυλλεκτικότητας τους, The Ocean Collective (T.O.C. για λόγους συντομίας από’δω κι εμπρός).

 

Ούτε λίγο, για τα επόμενα δυο χρόνια, ούτε πολύ, σχεδόν 40 άτομα θα περάσουν από τις τάξεις τους μέχρι να καταλήξουν σε ένα σταθερό line-up (εδώ γελάμε) και τελικά φτάνουμε στον Ιούλιο του 2002, όπου το συγκρότημα θα δώσει την πρώτη του συναυλία στο απαρχαιωμένο τη σήμερον ημέρα Eimer Club στο Βερολίνο!

 

Τον επόμενο μήνα, θα κυκλοφορήσει ανεξάρτητα το θρυλικό πλέον demo “Islands/Tides”, το οποίο εδώ μας παρουσιάζει σε τρία μέρη χωριστά το ομότιτλο κομμάτι, το οποίο διαρκούσε 30’ και παιζόταν αυτούσιο στις πρώτες τους συναυλίες. Με τις προσθήκες των “Siam” και “Sink”, μιλάμε για demo 40’ σε διάρκεια, το οποίο έκανε τέτοια εντύπωση που μερικοί ηθελημένα το λογίζουν ως κανονικό άλμπουμ τους, δείγμα της αποδοχής που είχε και του φοβερού του ήχου που δεν είχε να ζηλέψει κάτι από παραγωγή δίσκου.

 

Το ύφος των T.O.C. ήταν ξεκάθαρο post metal στα χνάρια των Neurosis/Isis, σε εποχή εμφάνισης και των Cult Of Luna.

 

Το line-up της εποχής πλην του Staps στις κιθάρες περιλάμβανε τους Jonathan Heine (μπάσο), Torge Liessmann (τύμπανα) και τους Gerd Kornmann, Markus Gundall, Alex Roos στα φωνητικά έκαστος. Στο demo βοήθησαν με έξτρα κιθάρες ο Dirk Wilheim και στο τρομπόνι (!) ο D. Tone.

 

To ίδιο line-up χωρίς τον Alex Roos θα κυκλοφορήσει ελάχιστα μετά ένα δεύτερο demo ονόματι “Queen Of The Food-Chain” και στη συνέχεια ακολουθεί μια μικρή περιοδεία μέσα στο 2003 με την Σουηδική crust μπάντα Coma και η υπογραφή των T.O.C.στη Make My Day Records, όπου την 1η Σεπτεμβρίου της ίδιας χρονιάς, θα κυκλοφορήσουν το επίσημο ντεμπούτο τους “Fogdiver”! Πρόκειται για full instrumental δίσκο, συνεπώς οι τραγουδιστές που αναφέραμε άνωθεν δεν συμμετέχουν, παρότι στις συναυλίες της περιοδείας που ακολούθησε βρισκόντουσαν κανονικά στο συγκρότημα.

 

 

Δυο κυρίες συνέβαλλαν στην ηχογράφηση, η Rebekka Mahnke στο τσέλο και η Lena Bretschneider στο βιολί. Με το “Fogdiver” να διαρκεί μόλις 30’, μικρότερο κι από το προηγηθέν demo “Islands/Tides”, τα φώτα άρχισαν να πέφτουν πάνω στο συγκρότημα και σιγά-σιγά αρκετοί άρχισαν να τους ανακαλύπτουν, ενθουσιασμένοι από τον βαρύτατο ήχο τους. Στη συνέχεια το συγκρότημα προχώρησε σε ένα τεράστιο εγχείρημα με μεγάλο ρίσκο, το οποίο όμως βάσει πορείας τους δικαίωσε τελικά στην πορεία.

 

Μέσα στο χειμώνα του 2003 και την άνοιξη του 2004, ηχογραφούν το υλικό των δυο (!) επόμενων δίσκων τους, οι οποίοι μάλιστα ήταν προορισμένοι να κυκλοφορήσουν σαν ένας (“Twin Turbos” κανείς; Ή μήπως “Load”/”Reload”;) με τον ένα να αποτελεί την πιο «μαλακή» πλευρά τους και τον άλλο την πιο «σκληρή».

 

 

 

 

Το “Fluxion” λοιπόν θα κυκλοφορήσει τον Νοέμβριο του 2004 και –κρατηθείτε- συμμετέχουν σε αυτό 7 τραγουδιστές, συγκεκριμένα οι: Sean Ingram, Tomas Hallbom, Nate Newton, Ercument Kasalar, Carsten Albrecht, Nico Webers και Mathias “Meta” Buente. Στον δίσκο κάνουν έξτρα φωνητικά οι Markus Gundall, Thomas Herold και Alex Roos, συμμετέχει πάλι η Rebekka Mahnke στο τσέλο, το βιολί παίζει ο Demeter Braun, το κλαρινέτο ο Tove Langhoff, ενώ ο δίσκος στην επανέκδοση του 2009 θα έχει τα έξτρα φωνητικά του Mike Pilat.

 

Ο Meta λόγω της φωνής του θεωρήθηκε ότι μπορεί να κάνει το δίσκο πιο προσβάσιμο, ωστόσο αρκετοί δεν συμμερίστηκαν την άποψη αυτή και επικράτησε η άποψη ότι το “Fluxion” ήταν πισωγύρισμα για τη μπάντα. Το ίδιο το συγκρότημα κατακεραύνωνε τους κριτικούς σε τότε συνεντεύξεις, προβάλλοντας την κλειστόμυαλη λογική των ακροατών. Ακολουθεί ένα split με τους Σουηδούς Burst –όνειρο η πρόσφατη επανασύνδεση τους- το 2005 από την Garden Of Exile Records.

 

 

Οι T.O.C. συμμετέχουν με το “Killing The Flies” ενώ αντίστοιχα οι Burst με το “Flight’s End”. Eπίσης υπογράφουν πλέον με την Metal Blade και δεν αργούν να κυκλοφορήσουν το δεύτερο μέρος του μεγάλου τους project, ονόματι “Aeolian”. Εκεί που το “Fluxion” εστίαζε στην ατμόσφαιρα και τα πιο ορχηστρικά μέρη, το “Aeolian” είναι το «βαρύ» εκ των δυο μέρος, με έντονες τις hardcore και μεταλλικές επιρροές τους, με τον κόσμο να επικροτεί αυτή την αλλαγή ύφους.

 

Αρκετά πιο μινιμαλιστικό σε σχέση με ότι είχαν κυκλοφορήσει, και με την πεποίθηση ότι η φωνή του Meta στο “Fluxion” μάλλον περισσότερο μπέρδεψε τον κόσμο παρά βοήθησε να γίνουν πιο προσβάσιμοι, εδώ συμμετέχουν ενεργά και οι 7 τραγουδιστές σε ένα πιο πολυσχιδές αποτέλεσμα. Τα δυο άλμπουμ μετέπειτα κυκλοφόρησαν μαζί σε τριπλό βινύλιο διαφορετικών χρωμάτων από την Throne Records, o Meta αποχώρησε και τη θέση του πήρε ο Mike Pilat που προαναφέραμε.

 

Καιρός για χάσιμο δεν υπάρχει και έτσι το μεγάλο μπαμ γίνεται εν έτει 2007, όπου στις 2 Νοεμβρίου, κυκλοφορεί το διπλό άλμπουμ “Precambrian”, το οποίο είναι και αυτό που τους βάζει γερά στο χάρτη και αποτελεί το σημείο μηδέν στην καριέρα τους, όπου τους μαθαίνει ο περισσότερος κόσμος. Το “Precambrian” χωρίζεται σε δυο μέρη.

 

Το πρώτο cd “Hadean/Archaean” είναι το «σκληρό» μέρος ως συνέχεια του “Aeolian”, ενώ το δεύτερο cd “Proterozoic” είναι το μαλακό μέρος με πιο post αναφορές σε ένα φοβερό αμάλγαμα ήχων που τους βγάζει στον αφρό και τους κάνει πιο γνωστούς από ποτέ. Από κολλεκτίβα γίνονται σέκτα ολόκληρη και αν γράψω το πόσοι και ποιοι συμμετέχουν εδώ θα διαβάζετε 2 ώρες, θα τονίσω μόνο την συμμετοχή του συγχωρεμένου Caleb Scofield (Cave In) στα φωνητικά μεταξύ άλλων.

 

 

 

Ο δίσκος προφανώς αναφέρεται στο Προκάμβριο, δηλαδή την αρχαιότερη περίοδο της ιστορίας της Γης. Το συγκρότημα ήθελε διακαώς τον Jonas Renkse των Katatonia στον δίσκο ο οποίος δεν μπορούσε να συμμετέχει λόγω διαφοράς προγραμμάτων, ενώ προσέγγισε και τον τραγουδιστή των Botch, Dave Verellen, ο οποίος δεν απάντησε ποτέ έγκαιρα κατά την διαδικασία της παραγωγής. Εδώ μια μικρή παρένθεση να τονίσουμε την ΘΕΪΚΗ τους πρώτη εμφάνιση στη χώρα μας τον Μάϊο του 2008 και ξανά λίγο μετά τον Σεπτέμβριο του 2008 ως support των At The Gates, των οποίων η συναυλία ήταν υποτίθεται η τελευταία της επανασύνδεσης τους και θα ακολουθούσε η οριστική τους διάλυση… Λίγους μήνες μετά, ο εκ των τραγουδιστών Nico Webers αποχωρεί για να μπει στους War From A Harlots Mouth, αφήνοντας τον Mike Pilat στο προσκήνιο σε ότι αφορά τα φωνητικά.

 

Ο Pilat με τη σειρά του θα αποχωρήσει τον Απρίλιο του 2009 για να αφήσει τη θέση του στον προσληφθέντα τον Νοέμβριο του 2009, Loic Rossetti, o οποίος και παραμένει μέχρι σήμερα ομαλώς στη θέση του. Την επόμενη χρονιά ακολουθεί νέο διπλό χτύπημα από το συγκρότημα. Στις 9 Απριλίου κυκλοφορεί το “Heliocentric” και αντίστοιχα στις 9 Νοεμβρίου το “Anthropocentric”.

 

 

 

Mόνιμα μέλη πλέον δίπλα στους Staps/Rossetti έχουμε τους Jonathan Nido (κιθάρες), Louis Jucker (μπάσο, φωνητικά) και Luc Hess (τύμπανα). Στα δυο μέρη του δίσκου, διάχυτη είναι η κριτική στον Χριστιανισμό. Το “Heliocentric” είναι το «μαλακό» των δυο άλμπουμ, εστιάζει στην θεωρία ότι η Γη κινείται γύρω από τον ήλιο και τις διδαχές του Κοπέρνικου και του Γαλιλαίου. Ο ήχος του συνεχίζει πρακτικά αυτόν του δεύτερου cd του “Precambrian” σε ξεκάθαρο post ύφος, με κύρια αλλαγή τα καθαρά –φοβερά- φωνητικά του Rossetti, ο οποίος είναι και ο μόνος διασωθείς, καθώς μιλάμε ξεκάθαρα για το χειρότερο –ή λιγότερο καλό αν θέλετε- άλμπουμ του συγκροτήματος με έναν ήχο που ξεκάθαρα δεν τους πάει.

 

Αντίθετα το “Anthropocentric” 6 μήνες μετά εστιάζει στην κριτική των φονταμελιστών Χριστιανών και την ανώτερη δύναμη που δημιούργησε τα πάντα. Το “Anthropocentric” ευτυχώς εκτός από βαρύτερο, είναι και πιο ευθύ.

 

 

Εκεί που το “Heliocentric” «πνίγεται» στο να ακουστεί «διαφορετικό», το “Anthropocentric” βγάζει ένα πιο ανέμελο πρόσωπο των T.O.C. με τους οπαδούς που προσπαθούσαν να συνέλθουν από το “Heliocentric” να ηρεμούν αρκετά με την κυκλοφορία του “Anthropocentric”. Ενδιάμεσα ο Staps έχει ιδρύσει την εταιρεία του Pelagic Records, από την οποία και θα κυκλοφορήσει το ΕΡ “The Grand Inquisitor”, το οποίο περιέχει τα 4 μέρη του ομότιτλου κομματιού και κυκλοφόρησε στις 3 Απριλίου του 2012 σε 12ιντσο βινύλιο και μόλις 302 κόπιες!

 

Μέσα στο 2011 άφησε το συγκρότημα να εννοηθεί ότι ο Staps δούλευε σε νέο υλικό, το οποίο πιθανό ήταν να αφορά και πάλι ένα διπλό άλμπουμ. Μετά ειπώθηκε ότι ο δίσκος δε θα κυκλοφορήσει ούτε το 2012 για να δουλευτεί σωστά, και θα έχει πολύ λίγα –αν έχει- φωνητικά, με τον Rossetti ωστόσο να μην αμφισβητείται στην θέση του στη μπάντα. Στις 26 Απριλίου (κατά άλλους 30) του 2013, κυκλοφορεί το φοβερό “Pelagial” το οποίο εξερευνεί το concept της ωκεανικής καθόδου, γι’αυτό και οι τίτλοι των κομματιών του έχουν τους τίτλους τις ωκεάνιες ζώνες βάθους, από την λιγότερο προς την περισσότερο βαθιά. Μάλιστα τονίζεται ότι το άλμπουμ γίνεται πιο κλειστοφοβικό όσο περνάει η ώρα, τονίζοντας την απουσία φωτός και έξτρα πίεση όσο διαρκεί η κάθοδος στον ωκεανό!

 

 

Αυτή είναι η μια οπτική του concept, καθώς υπάρχει και μια άλλη εναλλακτική αλληγορική έννοια, αυτή της καθόδου μέσα στα βαθύτερα της ψυχής και τα εσωτερικά της βάθη. Εξ ου και οι αναφορές του Staps ότι είναι δίσκος με πολλές αναφορές στον Freud και που φτάνει να θέτει ερωτηματικά για τις επιθυμίες, ευχές και όνειρα του καθενός μας.

 

Παρότι όντως υπήρχε τελικά η σκέψη να κυκλοφορήσει ως ορχηστρικό, προστέθηκαν φωνητικά την τελευταία στιγμή, ωστόσο έχει κυκλοφορήσει σαν διπλό άλμπουμ με το δεύτερο δισκάκι να είναι το πλήρως ορχηστρικό μέρος του δίσκου, συνεπώς ο καθένας διαλέγει αυτό που του ταιριάζει.

 

 

Πολλά βήματα μπροστά για το συγκρότημα το “Pelagial” ασυζητητί, ακόμα και σήμερα θεωρείται από τα πολύ αγαπημένα άλμπουμ των οπαδών τους. Στις 20 Οκτωβρίου του 2013 ανακοινώνεται ότι ο κιθαρίστας Jonathan Nido και ο ντράμερ Luc Hess αποχώρησαν, τη θέση του τελευταίου πήρε ο Paul Seidel των War From A Harlots Mouth (δανεικά από την φυγή του Webers). To 2015 κυκλοφορεί το split με τους ΜΟΝΟ, “Transcendental” από την Pelagic Records. Οι MONO συμμετέχουν με το “Death In Reverse” και οι T.O.C. με το “The Quiet Observer”.

 

Το συγκρότημα χάνεται για λίγο, ώσπου μέσα στο 2018 κάνει την εμφάνιση του και αναφέρει ότι δουλεύει σε διπλό άλμπουμ (αλίμονο).

 

Με τον Mattias Hagerstrand στο μπάσο και τον Peter Voigtmann στα πλήκτρα, στις 2 Νοεμβρίου 2018 (ίδια ημερομηνία με το “Precambrian”) κυκλοφορεί το “Phanerozoic I: Palaeozoic”, όπου και στιχουργικά και αισθητικά συνεχίζει την ιστορία του “Precambrian”, εξ ου μάλλον και η κοινή ημερομηνία κυκλοφορίας.

 

 

Συνδυάζοντας το ύφος του “Pelagial” με αυτό κυρίως του “Anthropocentric” και την αισθητική του “Precambrian”, αυτή τη φορά το συγκρότημα χρησιμοποιεί κι επίσημα για πρώτη φορά το όνομα The Ocean Collective σε δίσκο του, ενώ καταφέρνουν και ένα όνειρο ετών να έχουν τον Jonas Renkse στα φωνητικά (στο φοβερό “Devonian: Nascent”).

 

Ο δίσκος λαμβάνει θετικότατα σχόλια και αυτό που υποπτεύονται όλοι δεν αργεί να έρθει, καθώς στις 25 Σεπτεμβρίου του 2020 κυκλοφορεί το “Phanerozoic II: Mesozoic | Cenozoic”, του οποίου ο τίτλος μάλλον πρόδιδε ότι θα είναι διπλός δίσκος, αλλά τελικά δεν συνέβη κάτι τέτοιο. Ο David Ramis Åhfeldt προστίθεται ως δεύτερος κιθαρίστας ενδιάμεσα, ενώ ο Renkse συμμετέχει και εδώ στο “"Jurassic | Cretaceous" και κάνει πάλι τη διαφορά, με τους κριτικούς γενικότερα να επαινούν το συγκρότημα για την επιλογή να τον συμπεριλάβουν σε αυτές τις δυο κυκλοφορίες τους ως κρυφό όπλο.

 

Βρισκόμαστε στο 2022 με τους T.O.C. να περιοδεύουν για το δίσκο, το συγκρότημα μας επισκέπτεται για έκτη (!) φορά αν υπολογίσουμε τις εμφανίσεις του 2008 ως χωριστές. Έχουμε να τους δούμε σχεδόν 7 χρόνια συνεπώς το Ελληνικό κοινό που έχει δει την (υπερ)δύναμη τους ζωντανά, αδημονεί για άλλη μια βραδιά γεμάτη βαρύτητα, ένταση όσο λίγες φορές και ποιότητα δεδομένη.

 

 

Αν για οποιοδήποτε λόγο σας έχουν ξεφύγει ζωντανά, μιλάμε για μπάντα που μπορεί να ισοπεδώσει τη σκηνή και μπορεί οι εμφανίσεις τους μετέπειτα να μην αγγίζουν ΤΟ ΣΟΚ αυτών του 2008, ωστόσο και πάλι μιλάμε για τέρμα ενεργητικό συγκρότημα, το οποίο δια στόματος Staps, σκοπεύει στα χρόνια που έρχονται να εξερευνήσει οποιαδήποτε πτυχή της μουσικής τους μπορεί, με απώτερο σκοπό να μην μείνουν στάσιμοι, αλλά να  έχουν να δώσουν στον κόσμο αλλά και τους εαυτούς τους ένα κίνητρο να διατηρούνται σε εγρήγορση και να αναμένουν το απρόσμενο.

 

Ευχόμαστε ολόψυχα και αυτή η εμφάνιση να συνοδευτεί από άκρα ποιότητα, ενώ δεν ευχόμαστε να έχουν τις ίδιες τιμές στο merch τους, καθώς αυτό το 50αρικο που πουλούσαν τα hoodie τους 7 και 9 χρόνια πριν έχει μείνει στην ιστορία ως εκτός πραγματικότητας λογική πώλησης αγαθών.

 

 

Για το Rock Overdose

Κείμενο: Άγγελος Κατσούρας

 

Comments