Η πολυ-αναμενόμενη βραδιά άνοιξε με τους Noise Figures με απλά και άριστα εκτελεσμένα φασαριόζικα rock n roll και bluesy με ολίγον από garage και punk τραγούδια. Το ελληνικό duo αν και δεν γνώριζα την ύπαρξη του πριν το live ήταν αρκετά καλή επιλογή για να ζεστάνει το κοινό πριν τους Black Rebel Motorcycle Club. Σε πολλά σημεία η μουσική τους ίσως να παρέπεμπε στους White Stripes αλλά και στους ίδιους τους headliners της βραδιάς, που η ίδια η μπάντα ανέφερε ως επιρροή τους. Παρά το γεγονός ότι είναι δύο άτομα και την πλειονότητα των φωνητικών τα αναλαμβάνει ο drummer, το μπάσο δεν λείπει. Βέβαια αν είχαν μια γυναίκα στο μπάσο ίσως να μην απέφευγαν κραυγαλέες μουσικές και αισθητικές συγκρίσεις με τους Subways μιας και το στήσιμο των Noise Figures επί σκηνής ήδη μου τους θύμιζε αρκετά.
Στα μείον τους θα έλεγα ότι σε πολλά σημεία μοιραία επαναλαμβάνονται και κάποια κομμάτια μοιάζουν μεταξύ τους, αλλά έχουν αρκετή ενέργεια και ρυθμό ώστε ο κόσμος να μην ενοχλείτε καθόλου από αυτό. Το πιο ολοκληρωμένο κομμάτι τους κατ’εμέ δεν είχε συμπεριληφθεί στο δίσκο τους και μου θύμιζε αρκετά White Stripes. Λόγω της πιο πολύπλοκης και συνθέτης εκτέλεσης για τα δεδομένα τις μπάντας εκεί που θα χώραγαν φωνητικά και το κομμάτι θα απογειωνόταν ίσως ο ντράμερ να περιοριζόταν με το διπλό του έργο και δεν θα μπορούσε να τραγουδά ταυτόχρονα πάνω σε κάτι τεχνικά πιο σύνθετο. Προς το τέλος του σετ, ίσως να ξεπέρασαν και το λίγο τρακ που είχαν και άρχισαν να ανεβάζουν ένταση και δυναμικές, αλλά πάλι μια γραμμή φωνητικών σε κάποια σημεία που θα ανέβαζε το επίπεδο λίγο περισσότερο μου έλειπε. Σε γενικές γραμμές όμως τα παιδιά ήταν κάτι παραπάνω από ένα ταιριαστό support act.
Μετά από μια περίπου 45λεπτη αναμονή που μου φάνηκε ατέλειωτη από την προσωρινή υπερ-ζέστη και την μεγάλη ουρά στο μπαρ ήρθε η ώρα των Black Rebel Motorcycle Club να εμφανιστούν στο κατάμεστο πλέον Acro. Αν και μπήκαν λίγο χλιαρά με το “Let The Day Begin” και το “Rival” λίγο ο ενθουσιασμός του κόσμου και λίγο το reverb στη φωνή από το πρώτο κομμάτι σου έδιναν την εντύπωση ότι βρισκόσουν σε κάποιο μεγάλο ανοιχτό χώρο και όχι σε ένα κλειστό κλαμπ. Από την αρχή φάνηκαν όμως επαγγελματίες και ζεσταμένοι σαν να έπαιζαν ώρα. Ο Robert Levon Been βγήκε με το κλασικό του hoodie λες κ ήταν ο Ezio Auditore του rock ‘n’ roll και εναλλασσόταν μεταξύ μπάσου και κιθάρας συνεχώς.
Γρήγορα όμως η σύντομη ασθενική παρουσία τους ξεπεράστηκε με το μυστικιστικό “Βeat Τhe Devil’s Tattoo”, όπου ξεκάθαρα φάνηκε το τι επρόκειτο να επακολουθήσει. Συνέχισαν με το “Hate the Taste” αλλά στο αμέσως επόμενο, το “Ain't no easy way out” το μαγαζί άρχισε να σείεται από το βλαχο-αμερικάνικο groove. Ο κόσμος αλλά κ η μπάντα ζεστάθηκαν για τα καλά, αλλά ποσά λίγα έχω δει ακόμα. Μετά το “Berlin”, έριξαν λίγο τους ρυθμούς με τις εξαιρετικές μελωδίες του μπαλαντοειδούς “Returning”. Συνέχισαν με μια φανταστική εκτέλεση του “American X”, που προσωπικά η μπασογραμμή, ο ρυθμός και το σόλο μου θύμισαν λίγο Doors και το κατα-ευχαριστήθηκα.
Η ένταση άρχισε να ανεβαίνει με τα “White Palms” και “Conscience Killer”, όπου το κοινό τα έδωσε όλα και ο Robert άρχισε και αυτός να μπαίνει σε πιο χορευτική διάθεση. Ειδικά στην δυνατή και τσαμπουκαλίδικη εκτέλεση του “Conscience Killer”, ακόμα και η ξενέρωτη ντράμμερ, που να σημειωθεί δεν ήταν και τέρας σταθερότητας, ξεσπάθωσε.
Εδώ οι BMRC άναψαν τα ψυχεδελικά τους φώτα και ξανάπεσαν οι ρυθμοί για το “Love Yourself” που ειδικά το μεσαίο του τμήμα παραπέμπει έντονα σε πιο shoe-gaze αισθητική. Αμέσως μετά, ακούσαμε το χαρακτηριστικό delay του “In Like The Rose”, που μας προετοίμασε λίγο-λίγο για την έκρηξη αδρεναλίνης που θα ακολουθούσε με το rock ‘n’ roll πανικό που θα προξενούσαν τα “Stop”, “Red Eyes And Tears” και “Six Barrel Shotgun”. Το βασικό σετ έκλεισε με το “Spread Your Love” όπου είχαμε και το πρώτο stage-diving. Οι δυναμικές ανέβηκαν τόσο που χόρευαν στο ρυθμό του τραγουδιού ακόμα και οι πιο πίσω πίσω στον εξώστη.
Μετά από ένα ολιγόλεπτο διάλειμμα και ενώ ακόμα το κοινό ήταν ξαναμμένο από το καταιγισμό των προηγούμενων κομματιών, οι BMRC επιστρέφουν ένας-ένας με ηλεκτρακουστικές για τρεις ακουστικές εκτελέσεις των “Complicated Situation”, “Mercy” και “Shuffle Your Feet”. Αν και μου φάνηκαν εκτός κλίματος και άκυρες για το encore, ο κόσμος ειδικά στο “Shuffle Your Feet” που ήταν και οι δύο έγχορδοι επί σκηνής ήταν πολύ ενθουσιώδης. Μετά από το αδιάφορο -για τα γούστα μου- ακουστικό πέρασμα του encore, επιστρέφει η Leah Shapiro στα τύμπανα της και ο Robert και ο Peter πιάνουν πάλι τις κιθάρες. Η εκτέλεση του “Whatever Happened To My Rock n Roll”, σε εμένα που ήμουν στον εξώστη επάνω μου ξύπνησε μνήμες από το σεισμό του 1999 από το κούνημα του κόσμου. Και ενώ λέω τι κρίμα που ενώ στο τέλος του encore ο ήχος έγινε τόσο καθαρός και δυνατός τελείωσε η συναυλία, οι BMRC μας εξέπληξαν με μια απρόσμενη και εκρηκτική εκτέλεση του “Sell It”.
Χωρίς να είμαι φανατικός οπαδός των BMRC, μάλλον το αντίθετο, ήταν μια ποιοτική συναυλία που κάλυψε όσο γίνεται ολόκληρη την καριέρα τους και μας παρουσίασαν μια πολύ σφαιρική άποψη της μουσικής τους, πράγμα που βρίσκω εξαιρετικά τίμιο. Θα τους ήθελα λίγο πιο επικοινωνιακούς και λίγο πιο δραστήριους επί σκηνής αλλά η κάθε μπάντα με τα χούγια της.
Τέλος θα ήθελα να δώσω συγχαρητήρια και στους διοργανωτές (μην τους αναφέρουμε μόνο όταν κράζουμε) για την επιλογή του χώρου. Αυτά τα υπό κανονικές συνθήκες μπουζουκομάγαζα έχουν καλό εξαερισμό και κλιματισμό (αν και τους έπαιρνε να δώσουν λίγο παραπάνω) αλλά έχουν και καθίσματα στο εξώστη. Στο συγκεκριμένο όμως venue πιο ουσιαστικό είναι το γεγονός ότι είναι προσβάσιμο και φιλικό στα άτομα με ειδικές ανάγκες. Μια ομάδα ανθρώπων που στην Ελλάδα δυστυχώς δεν αντιμετωπίζουν το σεβασμό που τους αξίζει και σπάνια τους δίνεται η ευκαιρία να παρακολουθήσουν τέτοιες εκδηλώσεις χωρίς μεγάλη ταλαιπωρία.
Για το Rock Overdose,
Νικόλας Ρώσσης
Φωτογραφίες: Γιάννης Λιβανός