Τέσσερα άλμπουμ ιδιαίτερης σημασίας φιλοξενούνται, σήμερα 25 Ιουλίου, από τη στήλη μας.
ALBUM ANNIVERSARY
Μετά την βροχή βγαίνει το ουράνιο τόξο και εκεί που σκέφτεσαι πως όλα έχουν τελειώσει, το σκηνικό ανατρέπεται πλήρως. Οι κανόνες επιβεβαιώθηκαν απόλυτα, στις 25 Ιουλίου του 1980. Όταν, πέντε μήνες νωρίτερα, ο Bon Scott έχανε τη ζωή του από αναρρόφηση λόγω υπερβολική κατανάλωσης αλκοόλ, χανόταν μαζί ο τραγουδιστής και ηγέτης της μπάντας. Εκεί τέθηκε το δίλημμα αν οι AC/DC θα ακολουθούσαν τον εύκολο δρόμο της διάλυσης ή το δύσκολο, της συνέχειας που προϋπέθετε να βρουν τον αντικαταστάτη του αποθανόντος. Ο άνθρωπος αυτός θα έπρεπε να είναι μια εξίσου ισχυρή παρουσία, όχι όμως ένα αντίγραφο του Scott και τελικά βρέθηκε, στο πρόσωπο του Brian Johnson. Με εκείνον στις τάξεις τους ολοκλήρωσαν τη δουλειά που είχαν ξεκινήσει για το άλμπουμ “Back in black”. Οι ηχογραφήσεις έγιναν στα Compass Point στούντιο στις Μπαχάμες, επιλογή που έγινε ώστε να είναι όλα τα μέλη του γκρουπ μαζί, να μην επηρεάζονται από εξωτερικούς παράγοντες και να μπορέσει και ο Johnson να προσαρμοστεί πιο γρήγορα. Κάπως έτσι, δημιουργήθηκε ένα μνημειακό, αριστουργηματικό άλμπουμ, το “Back in black”, με το χαρακτηριστικό μαύρο εξώφυλλο, φόρο τιμής στον μεγάλο Bon Scott. Ο δίσκος είναι ένας καταιγισμός από γιγαντιαίων διαστάσεων riff και τραγούδια ύμνους. Στίχοι με εκπληκτική αμεσότητα, έξυπνοι, refrain δυνατά, αξέχαστα. Τα σολαρίσματα είναι απίστευτα με κάθε κομμάτι να περιέχει από ένα. Τα ντραμς προσδίδουν όλο το ρυθμό και το αργό τέμπο τους στις εισαγωγές των κομματιών δημιουργεί μια καταπληκτική ατμόσφαιρα. Ο Johnson αποδεικνύεται λίρα εκατό, η φωνή του βραχνή, τραχιά, το διαφορετικό του στυλ δένει άψογα με τα τραγούδια. Είναι δύσκολο να βρεις ψεγάδια σε αυτό το επικό άλμπουμ, πολύ εύκολο όμως να βρεις ένα από τα αγαπημένα σου AC/DC κομμάτια. “Hells Bells”, “Shoot to thrill”, “You shook me all night long”, το ομώνυμο, με ένα από τα πλέον αναγνωρίσιμα riff στην ιστορία της rock, Have a drink on me, κομμάτι αφιερωμένο στο Scott και άλλα. Ο δίσκος έγινε πλατινένιος τρεις μήνες μετά την κυκλοφορία του και μέχρι το 2007 είχε πουλήσει μόνο στις Η.Π.Α. περισσότερα από 22 εκατομμύρια αντίτυπα, κάτι που τον καθιστά τον τέταρτο στη σειρά με τις μεγαλύτερες πωλήσεις όλων των εποχών στις Η.Π.Α. Υπολογίζεται ότι μέχρι σήμερα οι πωλήσεις του ξεπερνούν τα 49 εκατομμύρια παγκοσμίως, τοποθετώντας το “Back in black”, στη δεύτερη θέση των υψηλότερων πωλήσεων όλων των εποχών, μετά το “Thriller” του Michael Jackson.
25 Ιουλίου του 1983, γεννιέται ένα από τα σπουδαιότερα ντεμπούτο άλμπουμ όλων των εποχών και μαζί ξεπετιούνται και οι βάσεις ενός ολόκληρου μουσικού είδους, αυτού της thrash metal. Όπως εύκολα γίνεται αντιληπτό, ο λόγος δεν αφορά τίποτα άλλο από το “Kill ‘em all” των Metallica. Οι νεαροί από το Los Angeles, έχοντας ήδη τραβήξει τα βλέμματα πάνω τους με το ντέμο τους, “No life ‘till leather” στον κόσμο της underground metal σκηνής, ταξιδεύουν το Μάιο του 1983 στο Rochester της Νέας Υόρκης, για να ηχογραφήσουν τον πρώτο τους δίσκο, με τίτλο «Metal up your ass». Πρώτα όμως αποφασίζουν να διώξουν το Mustaine λόγω της χρήσης αλκοόλ και ναρκωτικών που έκανε αλλά και της επιθετικής του συμπεριφοράς. Ο κιθαρίστας των Exodus, Kirk Hammett, παίρνει την πρώτη πτήση και έρχεται να τον αντικαταστήσει το ίδιο απόγευμα. Το «Metal up your ass» είναι έτοιμο σε λίγες ημέρες με το εξώφυλλο του να απεικονίζει μια λεκάνη τουαλέτας και ένα χέρι κρατώντας μαχαίρι να αναδύεται από μέσα. Ξεσπούν διαμάχες με τη δισκογραφική και τους διανομείς που αρνούνται να κυκλοφορήσουν το άλμπουμ, και έτσι το μετονομάζουν “Kill ‘em all”, αλλάζοντας εξώφυλλο. Και είναι όντως “killer” αφού βγάζει ένα ήχο απίστευτης δύναμης που βασίζεται πρωτίστως στις κιθάρες, ενώ βρύθει πλούσιων συνθέσεων, βρώμικου και κοφτερού ήχου, εντυπωσιακών riff. Οι στίχοι κουβαλούν όλη τη νεανική τρέλα και μια επαναστατική διάθεση εκφρασμένη με λόγια μίσους κατά της ανθρωπότητας. Στο “Kill ‘em all”, βρίσκει κανείς θρυλικά κομμάτια που αναπτύσσουν μεγάλες ταχύτητες και περιέχουν αρκετά βασικά riff το καθένα από αυτά. Δεν πρέπει να παραληφθεί η συμβολή του David Mustaine στη σύνθεση τεσσάρων κομματιών, ο οποίος έπαιξε καταλυτικό ρόλο στη διαμόρφωση της μουσικής ταυτότητας του συγκροτήματος.Τα γεμάτα οργή φωνητικά του James Hetfield ταιριάζουν απόλυτα με την καλοπαιγμένη μουσική που πιστώνονται όλα τα μέλη της μπάντας, το παίξιμο των οποίων είναι πραγματικά παθιασμένο. Αν και η ποιότητα του ήχου δεν είναι πολύ καλή, το πνεύμα του δίσκου είναι μοναδικό και καμία μελλοντική τους κυκλοφορία δεν μπόρεσε να μεταφέρει κάτι ανάλογο. Ο δίσκος έφτασε στο νούμερο 120 του Billboard 200 το 1988 και μολονότι αρχικά δε σημείωσε μεγάλη εμπορική επιτυχία αποτέλεσε την αφετηρία της ανόδου των Metallica αφού απέκτησαν μια ολοένα αυξανόμενη βάση οπαδών στην underground metal σκηνή. Επιπλέον αυτό το, εξαιρετικό, διαχρονικό άλμπουμ ήταν αυτό που τους βοήθησε να βρουν το δικό τους στυλ κι ας το ξέχασαν κάπου στην πορεία…
Η δεκατία του ’80 δεν ήταν η καλύτερη δυνατή για τον Alice Cooper, μέχρι τουλάχιστον τα μέσα της. Έχοντας ως το 1983 τρία διαδοχικά αποτυχημένα άλμπουμ, με τον ίδιο να δηλώνει ότι πάσχοντας από έντονη αλκοολική αμνησία δε θυμόταν καν τις ηχογραφήσεις των δύο τελευταίων δίσκων, η συνέχεια έρχεται ξανά σε κλινική αποτοξίνωσης για να θεραπεύσει τον αλκοολισμό του. Μέχρι το 1987 έχει επανέλθει εν μέρει στα μουσικά δρώμενα. Δύο χρόνια αργότερα όμως, η επάνοδος είναι απόλυτη. Το “Trash” σηματοδοτεί την αναγέννηση του καλλιτέχνη και ένα από τα πιο επιτυχημένα άλμπουμ στην καριέρα του. Δίσκος που κουβαλά πολλές επιτυχίες με μεγάλη συχνότητα αναμετάδοσης από τα ραδιόφωνα και το MTV. Και αν αρκετοί θεωρούν ότι είναι μια καθαρά εμπορική δουλειά, δεν πρέπει να παρακάμπτουν ότι συνδυάζει και την τέχνη. Με συμμετοχή διαφόρων καλλιτεχνών όπως Jon Bon Jovi, Steven Tyler, Stiv Bators, και τη συμβολή άλλων στο συνθετικό μέρος, όπως Joan Jett, Diane Warren και Richie Sambora, το “Trash” αν μη τι άλλο χαρακτηρίζεται από ποικιλία. Κλασσικά, καλογραμμένα, hard rock κομμάτια με στοιχεία glam metal και μπαλάντες που απευθύνονται σε ένα ευρύτερο ακροατήριο. Η δομή των κομματιών είναι κορυφαία και τα ρεφρέν δυνατά, δύσκολο να βγουν από το μυαλό. Αν και δεν πρόκειται για τον μεγαλύτερο τραγουδιστή που έχει υπάρξει, οι ερμηνείες του Cooper είναι άψογες, ενώ σημαντικό ρόλο έχουν και τα χορωδιακά μέρη στο τραγούδια. Η παραγωγή είναι πολύ καλή βοηθώντας στο να διατηρείται το υψηλό επίπεδο του δίσκου από την αρχή ως το τέλος. Αξιομνημόνευτο άλμπουμ, ευχάριστο στο άκουσμα, από αυτά πάντως που εκτιμάς περισσότερο στα νεανικά σου χρόνια και κάνεις αρκετό χαβαλέ ακούγοντάς τα μεγαλύτερος.
Δώδεκα χρόνια στη δισκογραφία έχει συμπληρώσει το πέμπτο άλμπουμ των Σουηδών In Flames, “Clayman”, που σηματοδοτεί το ξεκίνημα μιας πιο mainstream κατεύθυνσης του μελωδικού death metal ήχου τους. Αυτός είναι και ο βασικός λόγος που οι οπαδοί τους το υποδέχτηκαν με ανάμεικτα συναισθήματα αφού είναι από τις δουλειές που ορισμένοι λατρεύουν και άλλοι αντιπαθούν. Χωρίς καμία αμφιβολία, το “Clayman” στάζει ευχάριστες μελωδίες, το ένα riff διαδέχεται το άλλο, τα σόλο του είναι εκπληκτικά και η μπάντα έχει διατηρήσει τη φρεσκάδα και την ενέργειά της. Οι μεγαλύτερες αλλαγές εστιάζονται στη φωνή του Anders Fridén, που πλέον ακούγεται ελαφρότερη, με περισσότερα ουρλιαχτά ενώ κάνει και αρκετά εκτεταμένη χρήση καθαρών φωνητικών και στην εισαγωγή περισσότερων πλήκτρων. Ο ρυθμός των τυμπάνων παρουσιάζει μια εναλλαγή στις ταχύτητες και σε αρκετές περισσότερες ακούγονται πιο ήπια από το παρελθόν, ταιριάζοντας πάντως με το όλο σύνολο. Στιχουργικά, πραγματεύεται ζητήματα κατάθλιψης και προσωπικής εσωτερικής πάλης. Για μια μερίδα κόσμου είναι από τις δουλειές που όσο τις ακούς χάνεις το ενδιαφέρον σου, αφού όντως, ορισμένα κομμάτια μοιάζουν με άλλα. Πρόκειται για ένα μεταβατικό άλμπουμ με όλο και περισσότερα στοιχεία των νεότερων In Flames να παρεισφρέουν στις συνθέσεις τους και αυτός είναι ο λόγος που για τους οπαδούς των πρώτων δίσκων τους το “Clayman” αποτελεί την αρχή του τέλους.
A STAR IS BORN
44 ετών γίνεται σήμερα ο Snowy Shaw, πραγματικό όνομα του οποίου είναι το Tommie Helgesson, άνθρωπος ο οποίος έχει ανακατευτεί στην καριέρα του με πλήθος heavy metal συγκροτημάτων. Ο Σουηδός, γνωρίζει άψογα να παίζει κιθάρα και ντραμς, γνωρίζει καλά πλήκτρα, ενώ είναι και βασικός συνθέτης των Dream Evil. Όσο για τις μπάντες από τις οποίες έχει περάσει; Εκτός από τους προαναφερθέντες, συμπεριλαμβάνονται οι King Diamond, Mercyful Fate, IllWill, Notre Dame και Memento Mori. Τον Οκτώβρη του 2006, ενσωματώθηκε στους Therion, αναλαμβάνοντας ερμηνευτικό ρόλο για το άλμπουμ των Σουδών “ Gothic Kabbalah” και συμμετείχε και στην περιοδεία τους το 2007. Τον Αύγουστο του 2010, οι Dimmu Borgir, ανακοίνωσαν την πρόσληψη του Shaw στο μπάσο και τα καθαρά φωνητικά αν και μια μέρα αργότερα, εγκατέλειψε το black metal συγκρότημα και επέστρεψε στους Therion. Το ψευδώνυμο του το πήρε λόγω των ξανθών μαλλιών του τα οποία όταν ήταν παιδί ήταν ακόμα πιο ανοιχτά, σαν χιόνι, οπότε του κόλλησαν το παρατσούκλι “Snow White”, από το σουηδικό “Snö-vit” που μετά το συντόμευσε σε “Snowy”. Ο Snowy επίσης κάνει γραφιστική, styling, σχεδιασμό εξωφύλλων, συμβουλευτική και ένα σωρό άλλα πράγματα για συγκροτήματα και καλλιτέχνες της rock. Σχετικά πρόσφατα ίδρυσε και τη δική του μκρή δισκογραφική εταιρεία.
Τα 71 του χρόνια συμπληρώνει αισίως, ο Manuel Charlton, ιδρυτικό μέλος και κιθαρίστας των Nazareth, από το 1968 ως το 1990. Οι γονείς του, ισπανικής καταγωγής, μετανάστευσαν στις αρχές της δεκαετίας του ’60 στη Σκωτία. Ο Charlton ξεκίνησε παίζοντας σε μερικές τοπικές μπάντες μέχρι που ενσωματώθηκε στους The Shadettes, επίσης τοπικό συγκρότημα αλλά πιο κοντά σε επαγγελματικό επίπεδο. Το 1968, πήραν την απόφαση να αλλάξουν όνομα και εμπνευσμένοι από ένα στίχο ενός κομματιού με τίτλο "The Weight", των The Band, έγιναν οι Nazareth. Μεγάλο μέρος της επιτυχίας του γκρουπ οφείλεται σε εκείνον. Το ελεύθερο, μπλουζ στυλ, παιξίματος του μαζί με την ωμή δύναμη της φωνής του Dan McCafferty, τράβηξε τα βλέμματα του μουσικού κόσμου το 1971 όταν άνοιγαν τις εμφανίσεις των Deep Purple. Μαζί τους κυκλοφόρησε δεκαοχτώ άλμπουμ και μάλιστα εκτέλεσε και χρέη παραγωγού για ακετά χρόνια. Το 1990 αποχώρησε από τους Nazareth και συνέχισε κάνοντας σποραδικές σόλο εμφανίσεις σε club της Σκωτίας, ενώ το 1997 κυκλοφόρησε και σόλο άλμπουμ, με τίτλο “Drool”. Ένα χρόνο μετά εγκαταστάθηκε στο Τέξας όπου σχημάτισε τους Manny Charlton Band. Μέχρι το 2003 που διαλύθηκαν, έβγαλαν δύο άλμπουμ, με τον κιθαρίστα στη συνέχεια να επικεντώνεται και πάλι στη σόλο καριέρα του και να κυκλοφορεί αυτή τη φορά το “ Say The Word”. Το 2005 κυκλοφόρησε ένα άλμπουμ με διασκευές και το 2006 ενσωματώθηκε για μια χρονιά, στους Σουηδούς From Behind συμμετέχοντας στο ντεμπούτο αλλά και την ευρωπαϊκή περιοδεία τους. Μια ακόμη δουλειά με διασκευές ήρθε το 2007 και την επόμενη χρονιά προχώρησε στο σχηματισμό μιας εναλλακτικής μορφής Nazareth μπάντας, των Nazareth Featuring Manny Charlton, με τους οποίους περιόδευσε παίζοντας γνωστά κομμάτια των αυθεντικών Nazareth, δημιουργώντας σύγχυση στους φαν αφού την ίδια περίοδο, έκαναν εμφανίσεις και τα δύο γκρουπ.
Για το RockOverdose.gr: Χαρά Νέτη