Σαν σήμερα 6 Σεπτεμβρίου… (Τo όνειρο ζωής του Scott Travis να παίξει στους Judas Priest! – Ακόμη: Roger Waters, Dolores O’Riordan, William DuVal)

A STAR IS BORN

Την τιμητική του έχει σήμερα o Αμερικανός, βραβευμένος με Grammy ντράμερ, Scott Travis των Judas Priest και Racer X, που κλείνει τα 62 του χρόνια. Μεγάλο του όνειρο από την εποχή που ήταν έφηβος, ήταν να γίνει κάποτε ντράμερ των Judas Priest. Είχε σκεφτεί πολλές φορές μάλιστα να στήσει τα ντραμς του στο χώρο παρκινγκ του Hampton Coliseum με την ελπίδα ότι η μπάντα θα τον πρόσεχε αφού πέρναγαν πολύ συχνά από εκεί με το πούλμαν των περιοδειών τους. Τελικά αποφάσισε να περιμένει πίσω από τη σκηνή και να τους δώσει μια κασέτα στην οποία έπαιζε. Οι Priest είχαν όμως τον Holland και δεν έψαχναν κάτι άλλο. Στο μεταξύ ο ίδιος ήταν γνωστός από τις αρχές της δεκαετίας του ‘80 για τις ικανότητες του στην τοπική σκηνή του Norfolk της Virginia, παίζοντας με διάφορες μπάντες σε κλαμπ της περιοχής. Έχοντας μετακομίσει στην Καλιφόρνια ενσωματώθηκε στους αναγνωρισμένους τότε Racer X, κάνοντας και ένα σύντομο πέρασμα από τους Saints or Sinners που αργότερα μετονομάστηκαν σε The Scream. Το 1989 είναι η χρονιά που έρχεται να αλλάξει τη ζωή του μουσικού. Ο Holland εγκαταλείπει τους Judas Priest για προσωπικούς λόγους. O Jeff Martin, φίλος με τον Rob Halford, μαθαίνει τα νέα και τηλεφωνεί στον Travis πετώντας την ατάκα: «Μάντεψε ποιοι ψάχνουν για ντράμερ;!». Πέρασε από ακρόαση και κατάφερε να κάνει το όνειρο του πραγματικότητα παίρνοντας τη θέση πίσω από τα τύμπανα. Από τότε είναι αναπόσπαστο κομμάτι της σύνθεσης των Judas Priest ενώ όσο οι Racer X ήταν εν ενεργεία εκτελούσε και εκεί ανάλογα καθήκοντα. Θεωρείται επίσης υπεύθυνος σε μεγάλο βαθμό για την πρόσληψη του Tim “Ripper” Owens ως αντικαταστάτης του Halford το 1996. 

 

 

Στα 69 της χρόνια μπαίνει σήμερα μια σπουδαία μορφή της rock και ιδρυτικό μέλος των Pink Floyd, ο Roger Waters. Γεννήθηκε σε ένα χωριό του Surrey της Αγγλίας, το Great Bookham και ήταν ο μικρότερος από τα δύο του αδέλφια. Με τον ξαφνικό θάνατο του πατέρα όταν ο Waters ήταν πέντε μηνών, η μητέρα του μετακόμισε με τα παιδιά της στο Cambridge όπου και τα ανέθρεψε. Ο μουσικός φοίτησε στο  Morley Memorial Junior School και το Cambridgeshire Γυμνάσιο Αρρένων και ήταν συμμαθητής με τον Syd Barrett, ενώ και ο μελλοντικός του συνεργάτης στους Pink Floyd, David Gilmour, έμενε κοντά. Στα 15 του χρόνια ήταν πρόεδρος της εκστρατείας της νεολαίας του Cambridge για τον Πυρηνικό Αφοπλισμό (YCND). Με τους Nick Mason και Richard Wright συναντήθηκε στο Λονδίνο στο Πανεπιστήμιο που σπούδαζαν αρχιτεκτονική. Το φθινόπωρο του 1963 οι τρεις τους έφτιαξαν μια μπάντα, τους Clive Metcalfe, στην οποία ο Waters έπαιζε κιθάρα. Λίγο αργότερα ο Syd Barrett ήρθε και μαζί του ξεκίνησε το ταξίδι της η μεγαλειώδης μπάντα, που ακούει στο όνομα Pink Floyd. Με την αποχώρηση του Barrett το 1968, ο Waters έλαβε αρχηγικό ρόλο, όντας υπεύθυνος για το μουσικό προσανατολισμό της μπάντας και ασκώντας κύρια συνθετικά και στιχουργικά καθήκοντα. Η δεκαετία του ’70 είδε τους Pink Floyd να επιτυγχάνουν διεθνή επιτυχία μέσα από μια σειρά ορόσημων concept δίσκων όπως: “The Dark Side of the Moon”, “Wish You Were Here”, “Animals” και “The Wall”. Στα χρόνια της παραμονής του στην μπάντα, ο Waters έπαιζε μπάσο, κιθάρα και πειραματίστηκε και με τα συνθεσάιζερ. Το 1985, αποχώρησε εν μέσω δημιουργικών διαφορών από τους Floyd και μετά από μεγάλη δικαστική διαμάχη με τα υπόλοιπα μέλη, που έληξε το 1987, επέστρεψε στο συγκρότημα δεκαοκτώ χρόνια αργότερα. Έχει στο ενεργητικό τρία σόλο άλμπουμ και εκτενείς περιοδείες ως σόλο καλλιτέχνης, ενώ το 1996 εισήχθη στο Αμερικανικό και Βρετανικό Rock and Roll Hall of Fame ως μέλος των Pink Floyd. Το 2010, ο μουσικός ξεκίνησε μια παγκόσμια περιοδεία, το “The Wall Live”, που είχαμε την τύχη να απολαύσουμε και στη χώρα μας τον Ιούλιο του 2011. 

 

 

 

Τα 42 της κλείνει σήμερα η Ιρλανδή τραγουδίστρια, κιθαρίστρια και συνθέτης των Cranberries, Dolores ORiordan. Ήταν το έβδομο παιδί της οικογένειας και έζησε φτωχά και δύσκολα παιδικά χρόνια καθώς λίγο μετά τη γέννηση της ο πατέρας της καθηλώθηκε σε αναπηρικό καροτσάκι μετά από ατύχημα που είχε με τη μηχανή του. Είχε από μικρό παιδί πολύ καλή φωνή και στα δέκα της χρόνια ξεκίνησε να μαθαίνει κλασσικό πιάνο ενώ επτά χρόνια μετέπειτα καταπιάστηκε και με την κιθάρα. Το 1990 η Dolores πέρασε επιτυχώς από ακρόαση για τραγουδίστρια σε μια μπάντα που εκείνη την εποχή ονομαζόταν The Cranberry Saw Us και μετονομάστηκε στη συνέχεια σε The Cranberries. Με τη φωνή της το συγκρότημα κυκλοφόρησε πέντε άλμπουμ γνωρίζοντας σημαντική επιτυχία διεθνώς μέχρι το 2003, που σταμάτησε να είναι μουσικά ενεργό. Μέχρι το 2007 που κυκλοφόρησε την πρώτη της σόλο δουλειά συνεργάστηκε με διάφορους καλλιτέχνες. Το 2009 παράλληλα με την κυκλοφορία του δεύτερου άλμπουμ της ανακοινώθηκε η επανένωση των Cranberries και ακολούθησε παγκόσμια περιοδεία. Είναι παντρεμένη με τον Don Burton, πρώην tour manager των Duran Duran και έχουν τρία παιδιά. 

 

 

45 ετών γίνεται τέλος, ο τραγουδιστής και κιθαρίστας των Alice in Chains, William DuVall.  Ξεκίνησε την καριέρα του στις αρχές της δεκαετίας του ’80 στην punk μουσική σκηνή της Atlanta με τους Awareness Void of Chaos. Το 1983 συνέβαλε στη δημιουργία του δίσκου της hardcore punk μπάντας Neon Christ ως κιθαρίστας και στιχουργός. Τη διάλυση τους 1986, διαδέχτηκε η πρόσληψη του DuVall ως δεύτερος κιθαρίστας στους Blast όπου και πάλι εκτέλεσε στιχουργικά καθήκοντα για το δεύτερο άλμπουμ, αποχώρησε όμως πριν τις ηχογραφήσεις. Παράλληλα με το πέρασμα του από τους No Walls το 1988,  ολοκλήρωσε και τις σπουδές του στο κολέγιο, παίρνοντας στη φιλοσοφία με ειδίκευση στη θρησκεία. Το επόμενο αξιοσημείωτο βήμα στην καριέρα του ήρθε στα τέλη της δεκαετίας του ’90, όταν ίδρυσε  τους Madfly με τους Nico Constantine, Bevan Davies και Jeffery Blount, και ως κιθαρίστας, συνθέτης και στιχουργός έκανε μαζί τους δύο άλμπουμ. Ανήσυχο πνεύμα όντας, δημιούργησε άλλο ένα γκρουπ το 1999, τους Comes with the fall, με μέλη των Madfly με τους οποίους κυκλοφόρησαν τρεις δουλειές, ένα live cd, ένα live DVD καθώς και ένα EP. Η μεγαλύτερη στιγμή στην καριέρα του, έρχεται το 2002 μετά το θάνατο του τραγουδιστή των Alice in Chains, Layne Staley, από υπερβολική δόση ναρκωτικών. Ο Αμερικανός μουσικός γίνεται ο αντικαταστάτης του και περιοδεύει μαζί τους σε πολλές γωνιές του κόσμου. Η μπάντα έχει ανακοινώσει ότι από τα τέλη του 2011 θα ξεκινούσαν ηχογραφήσεις για τη δημιουργία νέου άλμπουμ. Αναμένουμε λοιπόν…

 

 

 

 

ALBUM ANNIVERSARY

 

 

 

Έχουν περάσει 38 ολόκληρα χρόνια από τότε που οι νεοσύστατοι τότε Judas Priest ξεκινούσαν την αναρρίχηση τους στην κορυφή της heavy metal. Βρισκόμαστε στο 1974 όταν και πρωτοεμφανίζεται το Rocka Rolla, παρθενική δουλειά των Βρετανών και το μόνο που δεν προκαλεί αν μη τι άλλο είναι πάταγο. Δεν είναι κακό, ίσα – ίσα, απλά δε μοιάζει καθόλου με ό, τι κυκλοφόρησαν στο μέλλον και σίγουρα όταν βγήκε κανείς δε θα μπορούσε τότε να φανταστεί ότι οι Priest θα γινόντουσαν ένα από τα μεγαλύτερα ονόματα στην ιστορία της heavy metal. Την εποχή εκείνη η μπάντα περνάει μια μεταβατική φάση από την blues στη metal και ο ήχος που κυριαρχεί στο Rocka Rolla βασίζεται κατά κύριο στις blues και rock n roll επιρροές τους, μη θυμίζοντας σε τίποτα τους Βρετανούς όπως τους αγαπήσαμε. Περιέχει απλά riff, ευχάριστα όμως στην ακρόαση και βέβαια μεγάλο ατού είναι η φωνή του Halford, ο οποίος με το καλημέρα σας δείχνει το τεράστιο ταλέντο του. Σημαντική αδυναμία του άλμπουμ είναι η κακή ποιότητα του ήχου ως αποτέλεσμα τεχνικών προβλημάτων που προέκυψαν κατά τη διάρκεια των ηχογραφήσεων. Επιπλέον, ο παραγωγός Rodger Bain,  που είχε δουλέψει για τα πρώτα τρία άλμπουμ των Black Sabbath και το πρώτο των Budgie, είχε τον πρώτο λόγο στην ηχογράφηση του άλμπουμ και πήρε αποφάσεις που δεν ήταν αρεστές στο συγκρότημα. Ο Bain διάλεξε να αφήσει έξω απ’ το live set της μπάντας, αγαπημένα τραγούδια των φαν όπως “Τyrant”, “Genocide” και “The Ripper” και έκοψε το δεκάλεπτο κομμάτι «Caviar and Meths» σε ένα δίλεπτο ορχηστρικό. Σίγουρα δεν πρόκειται για εντυπωσιακό ξεκίνημα, το ντεμπούτο όμως των Judas Priest δεν παύει να είναι ένα άλμπουμ διαχρονικής αξίας.

 

 

Αλλάζοντας τελείως εποχή και ύφος, συναντάμε τους Σουηδούς Amon Amarth και την πέμπτη δουλειά τους με τίτλο Fate of Norns, που κλείνει σήμερα οκτώ χρόνια ζωής. Διατηρώντας την παράδοση των προσεγμένων κυκλοφοριών τους, φτιάχνουν ένα άλμπουμ ποιοτικό, από τα καλύτερα στο είδος τους για το 2004 που κυκλοφόρησε. Κινούνται μέσα στο σύνηθες μουσικό τους πλαίσιο, παρουσιάζοντας τραγούδια στην πλειοψηφία τους καλογραμμένα, ιδιαίτερα μελωδικά που κλείνουν μέσα τους μεγάλη ένταση. Η μουσική δίνει μια προσέγγιση «θανάτου» και δημιουργεί μια ατμόσφαιρα απελπισίας με πολλά επιθετικά ξεσπάσματα βγάζοντας παράλληλα και μια επική αίσθηση. Ο τραγουδιστής τους, Johan Hegg, έχει δηλώσει για το Fate of Norns: « Ο ήχος είναι πιο ώριμος από τα προηγούμενα άλμπουμ αφού τον έχουμε βελτιώσει κατά πολύ. Ήμασταν ικανοί να κάνουμε όλα τα όργανα να αποδίδουν καλύτερα όλα μαζί και ταυτόχρονα το καθένα να είναι σε εξέχουσα θέση κατά την παραγωγή. Μπορέσαμε επιπλέον να διατηρήσουμε την ένταση και τη βαρβαρότητα που χρειαζόταν για να ακουγόμαστε σαν Amon Amarth». Τα όποια αρνητικά σχόλια για το συγκεκριμένο άλμπουμ των Σουηδών αφορούν κυρίως στο ότι συνεχίζουν χωρίς αποκλίσεις στα χνάρια του “Versus the world” και στο ότι τα κομμάτια τους δεν παρουσιάζουν κάποια πρωτοτυπία. 

 

Για το RockOverdose.gr:  Χαρά Νέτη

Comments