Αφιέρωμα GODFLESH: Oι απόλυτοι άρχοντες του βιομηχανικού μινιμαλισμού

Τα χρόνια πριν τον σχηματισμό!

 

Aγγλία, '80s, Birmingham... Είναι τόσο σκατά όσο ακούγεται προφανώς, τα ακούς μαζεμένα σε μία πρόταση και τίποτα καλό δε μπορεί να βγεί από αυτό. Σχεδόν, διότι δύο τύποι από την βιομηχανική αυτή πόλη είχαν τελείως άλλη γνώμη. Ο Justin Karl Michael Boradrick, γεννημένος τον δεκαπενταύγουστο του 1969, είχε ήδη ξεκινήσει από τα 10 του χρόνια να περικυκλώνεται από το punk rock που άκουγαν οι γονείς του. Η μητέρα του ήταν Γερμανικής καταγωγής, από Βρετανό πατέρα που πολέμησε στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο και μητέρα από την Γερμανία, η ίδια γεννήθηκε στο Bielefeld. Ο βιολογικός του πατέρας του έλειπε συχνά από το σπίτι και τον έβλεπε ελάχιστα. Η μουσική ήταν η μόνη διέξοδος για τον μικρό που κατά τα πρώτα τέσσερα χρόνια της ζωής του μεγάλωσε σε μία hippie υποκουλτούρα στο Shard End, μαζί με την μητέρα του και τον πατριό του. Όταν ήρθε η ώρα της ενασχόλησης με τη μουσική, ο Justin θα τόνιζε ''Yπήρχαν οι Led Zeppelin και οι Black Sabbath, αλλά ήταν αυτά που δεν ήταν τόσο δεδομένα που με πιάνανε από το λαιμό. Έπαιζα πάντα πράγματα όπως το ''Metal Machine Music'' του Lou Reed όταν ήμουν 8. Υλικό όπως οι Can, τα παράξενα σημεία των Pink Floyd και του Jimi Hendrix. Το πρώτο πράγμα που άκουσα έξω από το σπίτι στην ηλικία των 11 ήταν οι Crass, στην ηλικία των 12 έπεσα πάνω στην πρώιμη βιομηχανική μουσική των Throbbing Gristle και Whitehouse''. Ο Βroadrick ξεκίνησε τότε να παίζει με την κιθάρα του πατριού του, ο οποίος ήδη ήταν σε φάση να ακούει Brian Eno και Roxy Music.

 

To 1982 κι ενώ το Birmingham γιόρταζε την κατάκτηση του Κυπέλλου Πρωταθλητριών Ευρώπης στο ποδόσφαιρο για το καμάρι της πόλης, την ιστορική Άστον Βίλα που κέρδισε στον τελικό του De Kuip στο Rotterdam με 1-0 την Μπάγερν Μονάχου, ο Justin ξεκινάει το πρώτο του μουσικό σχήμα, τους Final με τον φίλο του Andy Swan που είχε ένα synthesizer. Το αρχικό τους όνομα ήταν Atrocity Exhibition, παρμένο από το κομμάτι με τον ίδιο τίτλο των Joy Division (το οποίο είναι αντίστοιχα παρμένο από βιβλίο του J.G. Billard). Η πρώτη τους ηχογράφηση λεγόταν ''Live In The Studio'' και ήταν η πρώτη κατεγραμμένη κυκλοφορία στην εταιρεία Post Mortem Rekordings. Στη συνέχεια, το σχήμα μετονομάστηκε σε Smear Campaign, από ένα κομμάτι των Nocturnal Emissions, όνομα με το οποίο κάνανε την πρώτη τους συναυλία στις 7 Ιουλίου 1984 στο Τhe Mermaid στο Birmingham. Mετά τη συναυλία, επέστρεψε τελικά το όνομα Final. ''Ήμασταν βαθιά μέσα στην όλη βιομηχανική κασσετο-κουλτούρα και fanzines των πρώιμων '80s'' έλεγε ο Broadrick, με το σχήμα να εξελίσσεται μέσα στην power electronics υποδιαίρεση της βιομηχανικής μουσικής, κυκλοφορώντας μουσική μέσω της Post Mortem, με σχεδόν 50 Final κυκλοφορίες σε 1μιση χρόνο. Άλλα ονόματα που χρησιμοποίησε ο Broadrick για να ηχογραφήσει ήταν τα Last Exit, Crusade και Dead Pulp.

 

 

Aπό την άλλη, ο G.C. Green (πλήρες όνομα Ben George Christian Green), γεννημένος το 1964 επίσης στο Birmingham, ήταν αναμειγμένος στις τοπικές post punk και goth σκηνές και ήταν στενός φίλος με μουσικούς όπως ο Paul Neville και ο Diarmuid Dalton. Σχημάτισε το πρώτο του σχήμα το 1982 με τον Neville, τους ΟPD (Officially Pronounced Dead), με το συγκρότημα να κάνει πρόβες στα σπίτια των δύο φίλων. Άλλαξαν το όνομα τους σε Fall Of Because, προερχόμενο από το συγκεκριμένο κομμάτι των μεγάλων Killing Joke το 1985. Στην αρχή χρησιμοποιούσαν ένα βασικό drum machine, με τον Green να παίζει μπάσο και τον Neville να παίζει κιθάρα και να κάνει τα φωνητικά και γράφανε κομμάτια επηρρεασμένοι από τα άλμπουμ ''17 Seconds'' και ''Faith'' των The Cure. Όταν ο Green συνάντησε μία ηλιόλουστη μέρα του 1984 τον τότε 15χρονο Broadrick λόγω ενός t-shirt των The Stranglers που φορούσε ο Broadrick, εκεί άρχισε μία φιλία η οποία κρατάει μέχρι και σήμερα, μιά και είχαν κοινό ενδιαφέρον για το θρυλικό αυτό συγκρότημα όπως και για άλλες punk μπάντες. Ο Βroadrick μπήκε στο συγκρότημα για να παίξει τύμπανα και να κάνει δεύτερα φωνητικά. Το συγκρότημα ηχογράφησε το demo ''Extirpate'' σε κασσέτα το 1986, που περιείχε ένα αριθμό κομματιών όπως τα ''Life Is Easy'', ''Mighty Trust Krusher'' και ''Merciless'' που θα τα βρούμε μπροστά μας στη συνέχεια. Το συγκρότημα διαλύθηκε το 1988 και τελικά η συλλογή ''Life Is Easy'' συλλογή από demo και ζωντανές ηχογραφήσεις κυκλοφόρησε το 1999.

 

Το στυλ των Fall Of Because έμοιαζε αρκετά με Sonic Youth και Swans, ενώ ο Green μέσω του Broadrick ήρθε σε επαφή και με μπάντες όπως οι Throbbing Gristle, Whitehouse και SPK. Επίσης κάνανε και κάποια show στο The Mermaid στο Birmingham με μπάντες όπως οι Napalm Death, Heresy και Amebix και πριν τη διάλυση του 1988, ο Broadrick είχε φύγει μία χρονιά νωρίτερα για να μπεί στους Head Of David. Ενδιάμεσα το 1985, ο Broadrick είχε συναντήσει τον Nicholas Bullen στο ίδιο μέρος που είχε συναντήσει τον Andy Swan. Ο Justin έδωσε κασσέτες των Final στον Bullen και ηχογράφησαν υλικό μαζί στη συνέχεια. ''Στη συνέχεια του έπαιξα κάποιο υλικό που είχα στην κιθάρα, τα οποία μετά έπαιξε εκείνος σε κάποιον άλλο τύπο στους Napalm Death. Βασικά εντυπωσιάστηκαν με ότι έκανα με την κιθάρα και έτσι μπήκα στους Napalm Death''. Ναί, ο Broadrick υπήρξε μέρος της γέννησης αυτού του τέρατος και με την είσοδο της υπεταχείας που άκουγε στο όνομα Mick Harris στη θέση του τότε ντράμερ Rat, το συγκρότημα αλλάζει το στυλ σε grindcore και ηχογραφείτε από το τρίο αυτό που έμελλε να γίνει η πρώτη πλευρά του θρυλικού ντεμπούτου των Napalm Death, του τεράστιου ''Scum''. Ο Βroadrick (όπως και ο Bullen) δεν την πάλεψαν ιδιαίτερα πολύ στους Napalm Death και αποχώρησαν από κοινού από το συγκρότημα, αλλά ο Broadrick πρόλαβε κι έδωσε τις ηχογραφήσεις στον ιδρυτή της Earache Records, Digby Pearson, ο οποίος ήρθε σε επαφή με τους υπόλοιπους Napalm Death για να ολοκληρωθεί η δεύτερη πλευρά του δίσκου. Τους Bullen και Broadrick αντίστοιχα αντικατέστησαν οι Lee Dorrian (μετέπειτα Cathedral) και Jim Whitely, ενώ στη 2η πλευρά του ''Scum'' συμμετείχε και ο Bill Steer (μετέπειτα Carcass).

 

Oι Head Of David από την άλλη, είχαν παίξει παλιότερα μαζί με τους Napalm Death. Όταν ο ντράμερ τους έφυγε, ο Βroadrick κλήθηκε να γεμίσει το κενό. ''Κυριολεκτικά ήμουν στους Head Of David για 6 εβδομάδες'' είπε κάποτε ο Justin, κάνανε μαζί του ένα Peel Session για το Radio One με τον πασίγνωστο συγχωρεμένο πλέον ραδιοφωνικό παραγωγό John Peel. ''Αυτή ήταν η πρώτη μεγάλη στιγμή της ζωής μου'' δηλώνει, ενώ έγραφε πιό ακραία κομμάτια για το συγκρότημα, αλλά λόγω καλλιτεχνικών διαφορών απολύθηκε το 1988. Τελικά το 1988 αφού ξανασυναντάει τον Green, με τον οποίο μάλιστα εκείνο το διάστημα ήταν και συγκάτοικοι, αποφασίζουν να επανασχηματίσουν τους Fall Of Because, με τον Justin όμως να αναλαμβάνει τα φωνητικά και την κιθάρα και να παίρνουν ένα drum machine. Εκεί λοιπόν αλλάζουν το όνομα τους σε αυτό που έμεινε αποτυπωμένο στις συνειδήσεις των οπαδών της βιομηχανικής μουσικής τις τελευταίες τρείς και βάλε δεκαετίες: Godflesh! Το όνομα πάρθηκε από το ισχυρό παραισθησιογόνο ναρκωτικό peyote, το οποίο μπορούσε κανείς να το βρεί στο Μεξικό και στις νότιες Ηνωμένες Πολιτείες. Ήταν γνωστό και ως mescal, ενώ οι Μεξικάνοι Ινδιάνοι μάγοι το αποκαλούσαν Σάρκα του Θεού, για να τονίσουν το πόσο δυνατό ήταν και τι επίδραση είχε σε αυτούς που το δοκίμαζαν. Έτσι γεννήθηκαν οι Godflesh και ξεκίνησαν το μοναχικό τους ταξίδι στον κόσμο της μουσικής που θα κρατούσε για τα επόμενα 13 χρόνια...

 

Πρώτο ΕΡ, προειδοποιητική βολή για τη συνέχεια...

 

Τον Σεπτέμβριο του 1988, είχε έρθει η στιγμή των Godflesh να κυκλοφορήσουν το αρχικό τους υλικό, το ομότιτλο ''Godflesh'' EP ήταν γεγονός και τα 6 κομμάτια που είχαν ηχογραφήσει από ιδέες που προυπήρχαν στους Fall Of Because είδαν τελικά το φως του ήλιου μέσω της Swordfish Records. Ο κρύος επαναλείψημος μινιμαλισμός των Godflesh και αυτή η ζοφερή και σχεδόν χωρίς συναίσθημα συνεχής ηχητική επίθεση σίγουρα δημιούργησαν ιδιαίτερο ντόρο για την εποχή. Καθαρό love/hate άκουσμα, έκανε το συγκρότημα να αποκτήσει φανατικούς οπαδούς όπως και εχθρούς φυσικά. Με το μπάσιμο του ''Avalanche Master Song'' (το οποίο είχε γυριστεί και σε βίντεο αλλά ποτέ δεν είδε το φως της δημοσιότητας, μέχρι το 2001), ο ακροατής καταλαβαίνει με τι έρχεται αντιμέτωπος. Παλμικά χτυπήματα στις χορδές κιθάρας και μπάσου και το drum machine να ακολουθεί κατά πόδας, σε αργό κυρίως τέμπο, σχεδόν αποκαλυπτικό και με αποχρώσεις του μαύρου και του λευκού να παίζουν μεταξύ τους για να καταλήξουν στο απόλυτο γκρίζο. Κανένα συναίσθημα, καμία διάθεση για ταχύτητα ή για τεχνική, η κρύα βιομηχανική Βρετανίλα που απορέει από τα ηχεία δεν είχε προηγούμενο και έτσι χωρίς καν να σκεφτούν τι μπορεί να συμβεί στην πορεία, οι Godflesh ήδη είχαν γίνει πρωτοπόροι του industrial κινήματος, άλλες φορές σε πιό μεταλλική έκφραση όπως εδώ και μετέπειτα μέσα στα χρόνια ξεφεύγοντας αρκετά από το μεταλλικό ήχο.

 

Κομματάρες που ακολουθούσαν το προαναφερθέν γνωστότερο κομμάτι αυτής της κυκλοφορίας, όπως τα ''Veins'', ''Godhead'', ''Spinebender'', ''Weak Flesh'' και το τιτάνιο ''Ice Nerveshatter'', το μεγαλύτερο όλων σε διάρκεια. Λίγο καιρό μετά την κυκλοφορία του ΕΡ, η Earache προσφέρει συμβόλαιο στους Godflesh και επανεκδίδει το ΕΡ 2 χρόνια μετά, με την προσθήκη των ''Wounds'' και ''Streetcleaner 2'', για να φτάσει η τελική του διάρκεια από τα 30' στα 52' και κάτι. Η Swordfish το εξέδωσε σε 3 εκδόσεις μόνο σε βινύλιο. Η Silent Scream Recordings επίσης το εξέδωσε σε βινύλιο αλλά χωρίς την έγκριση της μπάντας, αν βρείτε αυτή την έκδοση, είναι bootleg. Το bonus track ''Wounds'' είναι remix του ''Wound'' από το επερχόμενο ''Streetcleaner'', ενώ οι εκδόσεις μεταξύ τους γενικότερα είχαν κάποιες διαφορές στο χρώμα, η επικρατούσα μαύρη είναι της Earache, το εξώφυλλο είναι παρμένο από πάγωμα εικόνας από τις ταινίες ''Seconds'' (1966) και ''Cape Fear'' (1991), γενικώς ήταν πάγια τακτική των Godflesh να φτιάχνουν έτσι τα εξώφυλλα τους, στη συγκεκριμένη περίπτωση έχουμε το πρόσωπο να κοιτάει στην κάμερα και στις δύο περιπτώσεις, εκεί είναι που πάγωσαν την εικόνα, ενώ γενικά αν δείτε τις ταινίες αυτές, το πρόσωπο απεικονίζεται από διάφορες οπτικές γωνίες. Το ΕΡ κέρδισε τους κριτικούς και δεν άργησε να γίνει και η πρώτη τους συναυλία.

Στο Canterbury Arms του Brixton στο Λονδίνο, οι Godflesh συστήθηκαν για 1η φορά στο κοινό, ενώ στη συνέχεια αποδέχτηκαν πρόταση των Napalm Death να ανοίγουν τις συναυλίες τους (το αίμα νερό δε γίνεται τελικά). Εκεί οι Godflesh έδειξαν την πραγματική τους αξία, και μπορεί το κοινό να διψούσε για αίμα και να μη μπορούσε να συνδέσει τη δική τους μουσική με αυτή των Napalm Death (μιλάμε για την εποχή πριν καν μπεί ο Mark ''Barney'' Greenway στο συγκρότημα), αλλά η συναυλιακή τους απόδοση τους έκανε να κερδίσουν πολλούς οπαδούς. Εκεί ήταν που η Earache βλέποντας την προοπτική τους και μυριζόμενη χρήμα, τους πρότεινε συμβόλαιο μέσω του Digby Pearson, γενικού δερβέναγα της εταιρείας, οι Godflesh δεν χάσανε καθόλου καιρό και επέστρεψαν στο στούντιο για να κυκλοφορήσουν ότι καλύτερο κάνανε ποτέ και γενικά ένα από τα πλέον απαραίτητα άλμπουμ στην ιστορία της μουσικής. To EP στην αυθεντική έκδοση του βινυλίου θα χώριζε την Α' πλευρά σε ''Low Life Motherfuckers'' και τη Β' πλευρά σε ''Music From The Death Factory '88''. Κατάφερε να βρεθεί μέχρι την 20ή θέση στα Βρετανικά Ιndie Charts Τίποτα όμως δε θα είχε πάρει το δρόμο που έπρεπε χωρίς το 1ο ομότιτλο ΕΡ, μία κυκλοφορία που άναψε τη φλόγα, σύστησε στον κόσμο την ασφυκτική τους μουσική και πλέον οι προσδοκίες ήταν πολύ υψηλές από όλους, κανείς όμως δεν περίμενε ότι αυτό που θα ακολουθούσε θα ήταν τόσο πειστικό και ίσως και άφταστο σε επιρροή για την γενικότερη πορεία της μουσικής.

 

Η μεγάλη ώρα του συγκροτήματος, ένας δίσκος-ορόσημο!

 

Αφού πρώτα είχε κάνει την εμφάνιση του το promo 12'' single ''Pulp/Christbait Rising'' μέσω της Combat Records μέσα στο 1989, έρχεται η ημερομηνία που θα θυμόντουσαν για πάντα και οι ίδιοι οι Godflesh αλλά και οι φίλοι της μουσικής γενικότερα. Το τέρας που άκουγε στο όνομα ''Streetcleaner'' κυκλοφόρησε στις 13 Νοεμβρίου 1989 και με όλη την καθαρή και μή αντικειμενικότητα που μπορεί να υπάρχει, πέρα από προτιμήσεις και εμπάθειες, αποτελεί ένα από τα 50 επιδραστικότερα (αν όχι τελειότερα γενικά) άλμπουμ στην ιστορία της μουσικής. Οι Godflesh εξαπολύουν ένα ηχητικό δυναμίτη που τα είχε όλα σε περίσσεια σε σχέση με την 1η τους προσπάθεια στο ομότιτλο ΕΡ. Βαρύτερο σε κάθε του παλμό, αγριότερα φωνητικά, τα ριφφ-αμώνια και το μπάσο-χτύπος καρδιάς να είναι οι πρωταγωνιστές και το drum machine να ακολουθεί τους ατονικούς ρυθμούς των Broadrick/Green. Ο Broadrick που εκείνη την εποχή είχε επηρρεαστεί από hip hop καλλιτέχνες, δήλωνε ότι ο ήχος των τυμπάνων ήταν η προσπάθεια του να κοπιάρει το ''Microphone Fiend'' των Eric B & Rakim, ειδικότερα στο ρυθμό του κολοσσιαίου ''Christbait Rising'', το οποίο αποτέλεσε και το βίντεο που γυρίστηκε για το δίσκο. Ένας δίσκος που ανοίγει με το αγαπημένο/χαρακτηριστικότερο κομμάτι για τους περισσότερους οπαδούς τους, το ''Like Rats'', το οποίο από το πρώτο σκάσιμο ριφφ/μπάσου/τυμπάνων έχει πιάσει αιχμάλωτο τον ακροατή και του προσφέρει ένα ήχο που δε θα ξεχάσει ποτέ στη ζωή του.

Είναι τέτοιο το τείχος αυτής της ηχητικής κλειστοφοβικής πανδαισίας που δημιούργησαν τότε, που ενισχύεται μάλιστα από κομμάτια όπως τα ''Pulp'', ''Dream Long Dead'', το σχιζοφρενές ''Mighty Trust Krusher'' και φυσικά το ομότιτλο, ενώ είναι ξεκάθαρη η επιρροή των πρώιμων Swans στο δίσκο, o Broadrick ήταν ανέκαθεν μεγάλος οπαδός τους και κατάφερε να εισάγει στον Godflesh ήχο πολλά στοιχεία του πνευματικού παιδιού του Michael Gira. Τα σχεδόν απόκοσμα φωνητικά καταφέρνουν να κάνουν το αποτέλεσμα ακόμα πιό εφιαλτικό και οι συνεχείς επαναλήψεις των ρυθμών σε φέρνουν πρό των πυλών ενός σχεδόν παραισθησιογόνου ταξιδιού από το οποίο ποτέ δεν υπάρχει γυρισμός και αέναα θα βρίσκεσαι μέσα στην ξεχωριστή ατμόσφαιρα αυτού του δίσκου. Μιλώντας για παραισθησιογόνα, το επικό εξώφυλλο του δίσκου είναι πάγωμα από την τρίτη σκηνή παραισθήσεων που βιώνει ο πρωταγωνιστής στην ταινία ''Altered States'' (1980, δείτε την ΟΠΩΣΔΗΠΟΤΕ). Το άλμπουμ ηχογραφήθηκε σε διάφορες περιόδους, με τα πρώτα πέντε του κομμάτια να ηχογραφούνται στο Soundcheck του Birmingham από τον Μάη ως τον Αύγουστο του 1989, ενώ τα υπόλοιπα πέντε κομμάτια ηχογραφήθηκαν στο Square Dance στο Derby το Μάη του 1989. Υπήρξαν άλλα τέσσερα κομμάτια (''Tiny Tears'', ''Wound'', ''Dead Head'', ''Suction'') που το συγκρότημα ήθελε να κυκλοφορήσει πριν το δίσκο ως ''Tiny Tears'' EP, αλλά δέχτηκαν πιέσεις από την Earache να προχωρήσουν σε ολοκληρωμένο δίσκο και το ΕΡ δεν κυκλοφόρησε ποτέ, τα κομμάτια όμως μπήκαν σε επανεκδόσεις του CD.

Το ''Streetcleaner'' εμπνεύστηκε ενδεχομένως τον τίτλο του από τους Whitehouse και το άλμπουμ τους ''Right To Kill'', όπου υπάρχει κομμάτι με τίτλο ''The Street Cleaner'', οι Whitehouse γενικά ήταν μεγάλη επιρροή για τον Broadrick. Ο δίσκος φυσικά έλαβε παγκόσμια αναγνώριση από κριτικούς και οπαδούς και χαιρετίστηκε ως μία από τις πρώτες προσπάθειες μίξης industrial και metal, ενώ ειδικά στην Αμερική γέννησε μία ολόκληρη στρατιά συγκροτημάτων που επηρρεάστηκαν από αυτό την παρούσα στιγμή όπως και μελλοντικά, όπως οι Faith No More, Ministry, Danzig και Fear Factory, ενώ στην πορεία και άλλες μπάντες μεταγενέστερες όπως οι Korn, Slipknot, Static -X και πολλοί άλλοι δήλωναν δέος και θαυμασμό γι'αυτό το άλμπουμ. Οι Godflesh περιόδευσαν δύο χρόνια για το δίσκο, φτάνοντας και στην Αμερική, η οποία αγκάλιασε το υλικό τους πολύ περισσότερο απ΄ότι συνέβη στην Ευρώπη αν και ο Broadrick θεώρησε ότι η επιτυχία του δίσκου στις Ηνωμένες Πολιτείες ήταν καθαρά συγκυριακή (χρόνια μετά βέβαια, θα δήλωνε ότι ''όλη μου η μουσική φαίνεται πάντα να βρίσκει περισσότερη ανταπόκριση στην Αμερική). Σε αρκετές κόπιες στο CD, θα βρείτε τα ''Devastator'' και ''Mighty Trust Krusher'' σαν ένα ενιαίο κομμάτι, ο αρχικός σκοπός ήταν αυτός, αλλά στη λίστα κομματιών αναφερόντουσαν ως χωριστά. Σ'αυτά τα κομμάτια όπως και γενικά στα κομμάτια 6-10 συμμετέχει και ο Paul Neville στις κιθάρες, μιά και ήταν ηχογραφήσεις από την εποχή των Fall Of Because.

 

 

Ο δίσκος επανεκδόθηκε το 2008 από την Kreation Records χωρίς το ''Locust Furnace'' (αν είναι δυνατόν), παρ΄ότι αναφέρεται και στη λίστα κομματιών και πάνω στο δίσκο. Έγινε ένα φοβερό remaster από την Earache το 2010 σε έκδοση διπλού CD, όπου και το 2ο δισκάκι περιέχει σπάνιες ηχογραφήσεις, όπως ακυκλοφόρητες μίξεις κομματιών του δίσκου, ζωντανές ηχογραφήσεις, demo και πρόβες. Mερικές μόνο από τις διακρίσεις που κέρδισε ο δίσκος είναι:

-Noύμερο 19 στα Βρετανικά Indie Charts

-Νούμερο 34 στη λίστα ''Τα καλύτερα 99 από το '85 ως το '95'' του Alternative Press (1995)

-Nούμερο 79 στη λίστα ''Τα 90 καλύτερα άλμπουμ των '90s'' (?) του Αlternative Press ('89 βγήκε αλλά τέλος πάντων)... (1998)

-Νούμερο 5 στη λίστα ''200 άλμπουμ για τη χρονιά 2000'' όσον αφορά το industrial του Kerrang! (2000)

-Mέρος της λίστας στα ''100 σημαντικότερα άλμπουμ των '80s'' του Terrorizer (λίστα χωρίς αριθμητική σειρά) (2000)

-Νούμερο 66 στη λίστα ''Τα 69 σπουδαιότερα metal άλμπουμ όλων των εποχών'' του Revolver (2002)

-Νούμερο 64 στη λίστα ''Τα 100 σπουδαιότερα metal άλμπουμ όλων των εποχών'' του Rolling Stone (2017)

 

Πειραματισμοί, singles, remixes

 

Αφού απόλαυσαν την επιτυχία του ''Streetcleaner'', τους πήρε 2 χρόνια μέχρι την κυκλοφορία νέου υλικού, σε μία άκρως μεταβατική περίοδο για το συγκρότημα. Πρώτα κυκλοφόρησε σε 12'' βινύλιο το εξαιρετικά δυσεύρετο πλέον single ''Cold World'' που περιείχε το ομότιτλο κομμάτι και το φοβερό ''Nihil'', το οποίο στη Β' πλευρά υπήρχε σε άλλες δύο μίξεις (Total Belief Mix και No Belief Mix αντίστοιχα). Στη συνέχεια ακολούθησε το single ''Slateman/Wound '91'' και στη συνέχεια το ''Slavestate'' single από την Relativity Records επίσης σε 12'' βινύλιο. Στη συνέχεια είχαμε τη συμμετοχή τους σε ένα split με τους Loop που ονομάστηκε ''Loopflesh'', όπου οι Loop διασκευάζουν το ''Like Rats'' (ως Loopflesh) και αντίστοιχα οι Godflesh διασκευάζουν το κομμάτι των Loop ''Straight To Your Heart'' (ως Fleshloop), αυτό κυκλοφόρησε ως 7'' βινύλιο σε μόλις 1400 αντίτυπα, έχω γνωρίσει άτομα που το έχουν, τους μισώ! Η κύρια αν μπορούμε να την πούμε κυκλοφορία όμως ήταν η συλλογή ''Slavestate'', όπου και αρχικά προοριζόταν για ΕΡ τεσσάρων κομματιών, αλλά δε συνέβη ποτέ λόγω μη έγκρισης της Earache. Στη συλλογή συμπεριλαμβάνονται εκτός απο το κλασσικό ομότιτλο κομμάτι που γυρίστηκε και σε βίντεο, τα φοβερά ''Perfect Skin'', ''Someone Somewhere Scorned'' και ''Meltdown''. Σαν έξτρα υπάρχουν τα κομμάτια της κυκλοφορίας ''Slavestate Remixes'' που ακολούθησε όπως και τα 2 κομμάτια από το single ''Slateman/Wound '91''.

 

 

Σε κάθε περίπτωση χορταστική συλλογή, κι όλα αυτά μέχρι τον Ιούλιο του 1991, το οποίο βρίσκει τους Godflesh τελείως πειραματικούς και κάπως μακριά από τον ήχο του ''Streetcleaner'', με άπειρα χορευτικά beats, επηρρεασμένα από techno και drum'n'bass ρυθμούς, χωρίς ωστόσο να λείπουν οι επαναλείψημες λούπες που χαρακτήριζε το υλικό τους. Αρκετά ελαφρύτερα σε όγκο αυτά τα κομμάτια σε σχέση με τον μεγάλο προκάτοχο τους, αλλά οι Godflesh ούτως ή άλλως ποτέ δεν επανέλαβαν τη μουσική τους από κυκλοφορία σε κυκλοφορία και ήταν και από τους πρώτους που έκαναν remix σε κομμάτια τους και τα κυκλοφόρησαν στο χώρο, τακτική που θα επαναλαμβανόταν και μελλοντικά. Τα '90s τους υποδέχτηκαν με σαφή διάθεση να εξερευνήσουν τον ήχο τους όσο δεν πάει και με τους οπαδούς του ''Streetcleaner'' προφανώς να τσινάνε, αλλά από την άλλη κατάφεραν να πιάσουν και μερίδα οπαδών απόλυτα ξένη με ροκ και μεταλλικούς ήχους γενικότερα, οπότε είναι προς τιμήν τους η όλη τους προσέγγιση. Στο ''Slavestate'' συμμετείχε κανονικά ως δεύτερος κιθαρίστας ο φίλος τους Paul Neville, ο οποίος βοήθησε και στις ζωντανές εμφανίσεις εκείνης της περιόδου, ενώ λίγο μετά τη δεύτερη κιθάρα ανέλαβε ο Robert Hampson, με τον οποίο και μπήκαν στο στούντιο από τον Σεπτέμβρη ως τον Οκτώβρη του 1991 για να ηχογραφήσουν το 2ο άλμπουμ τους.

 

Εδραίωση μέσω της αγνότητας!

 

Στις 13 Απριλίου 1992 κυκλοφορεί το 2ο άλμπουμ των Godflesh με τον απλούστατο τίτλο ''Pure''. Το άλμπουμ συνεχίζει από'κεί που κατέληξε το υλικό του ''Slavestate'', αλλά με περισσότερο βαθύ κιθαριστικό ήχο, απόρροια και της συμμετοχής του Hampson στο δίσκο. Οι κάπως πιό χορευτικοί ρυθμοί εναλλάσονται με τις κιθάρες, αλλά ο προγραμματισμός του drum machine έχει τον πλέον καθαρότερο ήχο μέχρι τότε, έχει φύγει η πολύ παραμόρφωση από τα φωνητικά, χωρίς να λείπει το γρέτζο του Broadrick, αλλά ο δίσκος έχει αρκετά πιασάρικες στιγμές, με πρώτο και καλύτερο το ''Mothra'', δανειζόμενο το όνομα του από ένα τέρας των Ιαπονικών anime και ταινιώς πίσω στα '70s, το λες και up-tempo για Godflesh, ειδικά με ότι είχε προηγηθεί στα '80s, ενώ γυρίστηκε και βίντεο για το κομμάτι, ένα από τα πλέον αναγνωρίσιμα της δισκογραφίας τους μέχρι σήμερα. Δειλά κάνουν την εμφάνιση τους και τα καθαρά φωνητικά όπως στο εξαίσιο ''I Wasn't Born To Follow'', ενώ οι κιθάρες βρίσκου χώρο να κατεβάζουν ριφφ συνέχεια και το μπάσο του G.C. Green παραμένει κι αυτό ιδιαίτερα δυνατό και με τον χαρακτηριστικό έντονο ήχο, αν και επίσης υπάρχει λιγότερη παραμόρφωση. Ιδιαίτερη αναφορά πρέπει να γίνει σε κομματάρες όπως το ''Monotremata'' και το ''Don't Bring Me Flowers'', ενώ το ''Baby Blue Eyes'' είναι επίσης τίτλος κομματιού των SPK από το δίσκο ''Leichenscherei'' (1981), μίας μπάντας που όπως αναφέραμε πιό πάνω, ήταν κύρια επιρροή του Godflesh ήχου.

 

Στο ομότιτλο κομμάτι, ακούγεται sample από το ''Let The Rhythm Hit'em'' των Eric B & Rakim που επίσης αναφέρθηκαν πιό πάνω ως επιρροή του Broadrick, ενώ το εξώφυλλο του δίσκου προέρχεται από ένα Ελληνικό άγαλμα και το οπισθόφυλλο πάγωμα εικόνας από το τρίτο μέρος του Εξορκιστή (''ένα κριπιάρικο ακέφαλο άγαλμα'' όπως ειπώθηκε κάποτε επ'αυτού). Το The Wire στην Μεγάλη Βρετανία συμπεριέλαβε το ''Pure'' στο νούμερο 18 των δίσκων της χρονιάς, ενώ κέρδισε και αυτό μία θέση στην ίδια λίστα του Terrorizer με τα 100 σημαντικότερα άλμπουμ των '90s, όπως είχε κερδίσει αντίστοιχα το ''Streetcleaner'' για τα '80s (χωρίς αριθμητική λίστα). Από το ''Pure'' δε λείπουν και κάπως πιό ''Streetcleaner'' στιγμές όπως το κρύο ''Predominance'', ενώ γενικά γεφύρωνε τη μετάβαση από το ''Streetcleaner'' στο ''Slavestate'', πηγαίνοντας τον ήχο των δύο ακόμα παραπέρα. Η κανονική του διάρκεια ήταν λίγο πάνω από τα 48', αλλά στην έκδοση του CD η διάρκεια εκτοξεύεται πάνω από τα 79', καθώς περιέχει ως έξτρα τα ''Love, Hate (Slugbaiting)'' (στο οποίο συμμετέχει με κιθάρες ο Paul Neville'' και το ''Pure II'', το οποίο από μόνο του διαρκεί πάνω από 21'. Οι Godflesh κατάφεραν με το ''Pure'' να εξελίξουν τον ήχο τους και να κερδίσουν περισσότερους οπαδούς από όσους χάσανε, καθόλου άσχημα για ένα δίσκο που διαδέχθηκε το κορυφαίο τους δημιούργημα και μάλιστα μετά από 2μιση χρόνια πειραματισμών.

 

Aνελέητοι και ανιδιοτελείς!

 

Κι ενώ το 1993 αποδεικνύεται χρονιά ξεκούρασης από δισκογραφικής απόψεως, το 1994 τους βρίσκει ιδιαίτερα ενεργούς. Αρχικά κυκλοφορεί το single του ''Crush My Soul'' το οποίο ήταν αποκλειστικά promo για ραδιοφωνικούς σταθμούς, ένα κομμάτι το οποίο ίσως και να είναι αυτό που γνωρίζει ο περισσότερος κόσμος από όλη την δισκογραφία τους. Εξυπακούεται ότι γυρίστηκε βίντεο γι'αυτό, μάλιστα το βίντεο αυτό είναι υπεύθυνο για το εξώφυλλο του ''Load'' των Metallica, καθώς το εξώφυλλο είναι κι αυτό πάγωμα εικόνας, όπως συνήθιζαν να κάνουν οι Godflesh. Η ιδέα ήταν του Hammett, ο οποίος ποτέ δεν παραδέχτηκε ότι το εμπνεύστηκε από τους Godflesh, πράγμα παράξενο καθώς τους είχε σε ιδιαίτερη εκτίμηση, αποκαλώντας τους ως ''η βαρύτερη μπάντα της ύπαρξης'', ενώ είχε χαρίσει και μία custom Fender Stratocaster στον Broadrick, όταν ο τελευταίος είδε την δική του να πέφτει αντικείμενο κλοπής. Λίγο μετά, κυκλοφόρησε το single ''Merciless'' το οποίο επίσης δώθηκε σε ραδιοφωνικούς σταθμούς, βασικά το ''Merciless'' αποτέλεσε το επόμενο ΕΡ τους το οποίο κυκλοφόρησε λίγο μετά επίσημα. Το ομότιτλο κομμάτι πρακτικά είναι διασκευή μίας παλιότερης σύνθεσης των Fall Of Because, ενώ περιέχονται επίσης τα κορυφαία ''Blind'', ''Unworthy'' και ''Flowers'' (το οποίο λουπάρει πανέμορφα τον ρυθμό του ''Don't Bring Me Flowers'' από το ''Pure''), στα δύο τελευταία συμμετείχε ο Robert Hampson στις κιθάρες, αλλά μέχρι να κυκλοφορήσει επίσημα το ΕΡ, δεν ήταν πλέον μέλος της μπάντας.

 

Στα κομμάτια αυτά ακούγαμε μία ελαφρά επιστροφή στον ήχο και την παραμόρφωση του ''Streetcleaner'', αρκετά διαφορετικός ο ήχος από αυτό που ακολούθησε στη συνέχεια. Ήταν η ώρα για το 3ο ολοκληρωμένο άλμπουμ τους με τίτλο ''Selfless''. Κυκλοφόρησε στις 26 Σεπτεμβρίου 1994 σε συνεργασία των Earache/Columbia, κάνοντας το το πρώτο τους άλμπουμ σε μεγάλη εταιρεία και είδε τους Godflesh να κερδίζουν ίσως την μεγαλύτερη αναγνωρισιμότητα τους ως τότε. Ο ήχος είχε γλυκάνει αισθητά, υπερβολικά πιασάρικος για τους παλιούς οπαδούς, αλλά με μία τέλεια μίξη βαρέων ριφφ, όμορφων προγραμματισμών στο drum machine, καθαρότερων από ποτέ φωνητικών και φυσικά χορευτικών ρυθμών, όλα σε αρμονία για να βγάλουν τον δίσκο με τον οποίο τους γνώρισαν οι περισσότεροι οπαδοί της δικής μου γενιάς ή και μικρότεροι σε ηλικία. Φυσικά το ρόλο του έπαιξε το ''Crush My Soul'' που προβαλόταν συνέχεια το (καλό τότε) MTV και ο προφανής ευκολοπροσβάσιμος ήχος του δίσκου σε σχέση με το παρελθόν. Ο τίτλος του δίσκου πάρθηκε από το δίσκο του John Coltrane ''Selflessness: Featuring My Favorite Things'' (1969), ενώ ο Broadrick πολλάκις τόνισε ότι αυτός ήταν ο rock'n'roll δίσκος του. Ο δίσκος πούλησε 180.000 αντίτυπα (χαρακτηρίστηκε νούμερο υπεράνω των προσδοκιών) και ήταν ξεκάθαρα μεγάλη επιτυχία, ενώ ηχογραφήθηκε στα Avalanche Studios του Broadrick μεταξύ Γενάρη-Μάρτη 1994.

 

Μέσα στο 1995, το ''Crush My Soul'' βγήκε επίσημα σε single (με το εξώφυλλο που δείχνει το πόδι ενός κοτόπουλου να είναι πάγωμα από το βίντεο που γυρίστηκε για το κομμάτι), περιλαμβάνοντας τα ''Crush My Soul (Ultramix) και ''Xnoybis (Psychofuckdub)'', ενώ σε single βγήκε και το εναρκτήριο κομμάτι του ''Selfless'', το τρίσγλυκο ''Xnoybis'' (μπορεί να το δείτε και γραμμένο ''Xynobis'' πολλές φορές, το σωστό είναι το πρώτο), το οποίο είχε τέσσερις εκδόσεις του κομματιού, την αυθεντική, την κομμένη, το προαναφερθέν psychofuckdub και άλλη μία με την ονομασία clubdub. Το ''Selfless'' γενικότερα έβγαλε τους Godflesh κερδισμένους σε όλα τα μέτωπα, ενώ περιείχε και κομματάρες που θύμιζαν όλες τους τις περιόδους, όπως το κλειστοφοβικό ''Bigot'', το εσωτερικό ''Βlack Boned Angel'' (ξεπήδησε και συγκρότημα με το όνομα αυτό χρόνια μετά) και το πιασάρικο ''Anything Is Mine'', το οποίο ίσως περιέχει το χαρακτηριστικότερα ευκολομνημόνευτο και εύστοχο ριφφ που γράψανε ποτέ. To 1996 κυκλοφόρησε σε διπλό cd μαζί με το ''Μerciless'', στο οποίο μπήκαν ως έξτρα τα κομμάτια του ''Crush My Soul'' single, ενώ το εξώφυλλο ήταν μία μίξη των δύο εξωφύλλων. Αυτό του ''Μerciless'' είναι πάγωμα από μία ταινία του 1943 ονόματι ''Meshes Of The Afternoon'', ενώ του ''Selfless'' είναι από το Science Photo Library και βλέπουμε ένα ανθρώπινο κύτταρο να μεγαλώνει μέσα σε ένα μικροτσίπ. Από τους χαρακτηρισμούς που ξεχώρισαν για το ''Selfless'', ήταν αυτός του Bed Raggett από το AllMusic που έγραψε ''ταυτόχρονα δυσάρεστο για να κρατήσει τους φλώρους μακριά και προσβάσιμο αρκετά για να κερδίσει τους περισσότερο ανοιχτόμυαλους''. Η έκδοση του CD περιλάμβανε το σχεδόν 24λεπτο έπος ''Go Spread Your Wings'', αριστούργημα υπεράνω κριτικής!

 

 

Αγάπη και μίσος! Σύγκρουση ή ένωση; Ή μήπως και τα δύο;

 

Το 1996 κι αφού κάνει την εμφάνιση της μία συλλογή ονόματι ''The Ten Commandments'', η οποία χρησιμοποιήθηκε από την Earache για προώθηση και περιείχε ένα κομμάτι από κάθε κυκλοφορία που είχαν κάνει μέχρι τότε (και με το εξώφυλλο να είναι κλασσικό πάγωμα από ο βίντεο του ''Crush My Soul''), οι Godflesh κυκλοφορούν τον 4ο και πλέον μεταλλικό τους δίσκο. Το ''Songs Of Love And Hate'' βγαίνει στις 20 Αυγούστου (ή 20 Οκτωβρίου σύμφωνα με άλλες πληροφορίες), επίσης είναι το πρώτο τους άλμπουμ που περιείχε στίχους στο ένθετο βιβλιαράκι, ενώ για πρώτη φορά συμμετείχε κανονικός ντράμερ στις ηχογραφήσεις, ο Brian Mantia. Tα βιομηχανικά στοιχεία και ο πειραματισμός των προηγούμενων δίσκων έχουν κάνει στη μπάντα για ένα πιό κλασσικό ήχο, στον οποίο βοήθησε φοβερά ο Mantia, με κριτικούς της τότε περιόδου να τονίζουν ότι ''βάρεσε τόσο δυνατά και σχεδόν έσπασε τα πάντα με τρόπο που καμία μηχανή δε μπορεί να αναπαράγει''. Δυστυχώς ο δίσκος δεν βρήκε την απόλυτη ανταπόκριση που βρήκαν οι προηγούμενες τους δουλειές, με αρκετούς να υποστηρίζουν ότι δεν τους πήγαινε αυτός ο ήχος και είχε χαθεί αρκετό από το συναίσθημα, όχι μόνο της πρώιμης εποχής, αλλά ακόμα και των πειραματισμών που ακολούθησαν. Παρ'όλα αυτά, το Terrorizer έδωσε στο δίσκο την τιμητική 2η θέση στο αφιέρωμα με τα καλύτερα άλμπουμ της χρονιάς, ενώ στο αντίστοιχο αφιέρωμα για το The Wire, κατέλαβε τη θέση νούμερο 39. Στο cd υπήρχε ως έξτρα το ''Almost Heaven''. Ο ίδιος ο Broadrick πάντως δήλωνε στην πορεία δυσαρεστημένος γι'αυτό και πήρε την απόφαση να ξαναηχογραφήσει το δίσκο ένα χρόνο μετά έτσι όπως θα ήθελε πραγματικά να είναι εξ'αρχής.

 

Έτσι, στις 24 Ιουνίου του 1997, κυκλοφορεί το ''Love And Hate In Dub'', ή αλλιώς η εναλλακτική έκδοση του ''Songs Of Love And Hate'', σε πιό dub, ambient, drum'n'bass και hip hop ρυθμούς. Ο Broadrick θεώρησε ότι έτσι έδινε την απάντηση του στο ''επίπεδο'' άλμπουμ που είχε κυκλοφορήσει, ενώ ήταν φανερά επηρρεασμένος κι εκνευρισμένος κι από την αντιμετώπιση που είχαν από την Columbia μετά την κυκλοφορία του ''Selfless''. Στη συνείδηση του το ''Love And Hate In Dub'' ήταν καλύτερος δίσκος από τον προκάτοχο του, ενώ σύμφωνα με δηλώσεις του, και οι οπαδοί προτιμούσαν αυτή την ''αναγέννηση'' του δίσκου που είχε πάρει κακές κριτικές τότε. Αξίζει να αναφερθεί το εξώφυλλο των δύο δίσκων που μοιάζουν πολύ σε οπτική. Αυτό του ''Songs Of Love And Hate'' είναι παρμένο από ένα εξώφυλλο του National Geographic Special, ενώ είχε γίνει και η σύνδεση με το νεκροταφείο που απεικονίζεται πίσω από το άγαλμα του Χριστού και με ένα εργοστάσιο στο υπόβαθρο, σε φάση ''όσοι δουλεύουν στο εργοστάσιο παθαίνουν καρκίνο και πάνε κατευθείαν στο νεκροταφείο''. Το εξώφυλλο του ''Love And Hate In Dub'' μοιάζει όντως να δείχνει το ίδιο περιβάλλον από άλλη οπτική γωνία, αλλά τονιζόταν πάντα ότι είναι δύο εντελώς διαφορετικές φωτογραφίες, στις οποίες στη μεν πρώτη είχε προστεθεί το άγαλμα ενώ στη δε δεύτερη, είχε επεξεργαστεί το χρώμα του ουρανού για να δείχνει καλύτερη αντίθεση. Γενικά πάντως και για να βάλουμε κάποια πράγματα στη θέση τους, κομμάτια όπως τα ''Wake'', ''Sterile Prophet'', ''Gift From Heaven'' και ''Circle Of Shit'' θα ήθελαν πολύ να τα είχαν γράψει αρκετές μπάντες εκεί έξω.

 

 

Εμείς και οι άλλοι, ή αλλιώς ''μόνοι μας και όλοι τους''!

 

Μετά από όλα αυτά τα σκαμπανεβάσματα, οι Godflesh επιστρέφουν το 1999 με το 5ο τους ολοκληρωμένο άλμπουμ με τίτλο ''Us And Them''. Κυκλοφορεί στις 17 του Μάη και συνεχίζει εκεί που σταμάτησε το ''Love And Hate In Dub'', τίγκα στα μπλιμπλίκια και τους χορευτικούς ρυθμούς και πολλά βήματα μακριά από τον κλασσικό Godflesh ήχο των πρώτων ετών, χωρίς όμως να χάνεται το στοιχείο του πειραματισμού που είχαν και η προσωπική τους ταυτότητα. Ο Brian Mantia είχε ήδη αποτελέσει παρελθόν και το κλασσικό drum machine έχει αναλάβει ξανά τον θόρυβο που ακολουθεί τις μπασογραμμές του Green και τα φωνητικά του Broadrick. Το ''I, Me, Mine'' που ανοίγει το δίσκο σε ένα φεστιβάλ χορευτικού ρυθμού, αποτελεί σίγουρα ένα από τα πλέον γνωστά τους κομμάτια, ενώ ξεχωρίζουν το ομότιτλο, και το ''The Internal'' που έδειχνε που πήγαινε μελλοντικά ο ήχος τους. Το ''Live To Lose'' που κλείνει το δίσκο, ήταν παλιότερο κομμάτι, που είχε ηχογραφηθεί το 1995 αλλά δεν είχε τύχει να κυκλοφορήσει μέχρι τότε. Ο δίσκος υπέστη επίσης κατακραυγή από αρκετούς οπαδούς όπως συνέβη και με το ''Songs Of Love And Hate'', μόνο που εδώ τα παράπονα ήταν ότι ο ήχος είχε παραπάει μακριά και είχε αρχίσει να χάνεται η κιθάρα.

 

 

Ο ίδιος ο Broadrick πάντως αρκετά αργότερα παραδέχτηκε ότι μισούσε αυτό το δίσκο και ότι ήταν η έκφραση μίας κρίσης ταυτότητας που είχε πάθει εκείνη την εποχή. Υπήρξαν ποικίλες αντιδράσεις για τον δίσκο αυτό που έκλεινε το '90s κεφάλαιο του συγκροτήματος με πολύ διαφορετικό τρόπο σε σχέση με το προ δεκαετίας κλείσιμο των '80s με το ''Streetcleaner'', αλλά υπήρξαν κριτικοί που ύμνησαν την τόλμη του διδύμου και το προκλητικά ανανεωμένο υλικό. Ο Ιan Christe του CMJ υποστήριζε ''από την αρχή ως το τέλος, είναι όλο υπέροχο, κεφάτος και ειλικρινής δίσκος από μία μπάντα που πολλοί σκέφτηκαν ότι είχαν αρμέξει την τελευταία τους αγελάδα''. Απόλυτα περιγραφικό κι ενδεικτικό της απήχησης και του σεβασμού που είχαν κερδίσει, ακόμα και με μία κυκλοφορία που δίχασε. Στα σκαριά υπήρχε και μία εκ νέου dub έκδοση αυτού του άλμπουμ, όπως είχε συμβεί με τον προκάτοχο του ''Songs Of Love And Hate'', αλλά αυτό δε συνέβη ποτέ και έμεινε ως απλή ιδέα. Έτσι έκλεισε άτυπα μία δεκαετία συνεχών αναζητήσεων που έσπρωξε τα όρια του συγκροτήματος σε κάθε κατεύθυνση, τους είδε να βρίσκονται στο ζενίθ και το ναδίρ, αλλά να συνεχίζουν τον μοναχικό τους δρόμο χωρίς να τους νοιάζει και ιδιαίτερα τι είχε να πεί η πλειοψηφία του κοινού!

 

Νέα δεκαετία και... ύμνοι στον Μεσσία!

 

Η νέα δεκαετία έβρισκε τους Godflesh να ''ξεθάβουν'' μία παλιότερη ηχογράφηση από το 1994 και να την κάνουν πλέον διαθέσιμη, αρχικά διαθέσιμη για τα μέλη του fun club τους και περιορισμένη μόλις σε 1000 κομμάτια, στις 5 Δεκεμβρίου του 2000. Ο λόγος για το EP ''Messiah'', το οποίο περιείχε το ομότιτλο κομμάτι και τα ''Wilderness Of Mirrors'', ''Sungod'' και ''Scapegoat''. Σύμφωνα με τους Broadrick και Green, το ΕΡ είχε ηχογραφηθεί την ίδια περίοδο με το ''Selfless'', οι ίδιοι ήθελαν να το κυκλοφορήσουν αλλά η Columbia τότε έκανε τόσο πολλά με το ''Selfless'' και τα κομμάτια του που τελικά έμεινε στην άκρη. Στη συνέχεια κι αφού ηχογράφησαν dub εκδόσεις των κομματιών αυτών μέσα στο 1995, η δημιουργία του ''Songs Of Love And Hate'' έφερε πίσω και πάλι την κυκλοφορία του η οποία έμεινε ολοκληρωτικά στο ράφι για τα επόμενα χρόνια. Τελικά το ΕΡ κυκλοφόρησε ολοκληρωμένο το 2003 μέσω της Relapse Records και μετά από προτροπές του ιδρυτή της Matthew Jacobson, ο οποίος τύγχανε μέγας οπαδός των Godflesh, και τελικά κατάφερε να πείσει τον Broadrick με αποτέλεσμα το ΕΡ αυτό να απολαύσει επιτέλους φυσική όπως και ψηφιακή κυκλοφορία και να τέρψει τους οπαδούς, καθώς είχε θρυλική υπόσταση μέσα στα χρόνια και πολλοί το έψαχναν σε δυσθεώρατες τιμές.

 

 

Η επόμενη χρονιά έφερε την κυκλοφορία της υπέροχης συλλογής ''In All Languages'' στις 24 Ιουλίου του 2001, ενώ την ίδια μέρα κυκλοφόρησε το αντίστοιχο ομότιτλο DVD που περιείχε τα βίντεο για τα κομμάτια ''Avalanche Master Song'', ''Christbait Rising'', ''Slavestate'', ''Mothra'' και ''Crush My Soul''. Η διπλή αυτή συλλογή περιελάμβανε στο πρώτο δισκάκι κομμάτια από την δισκογραφία τους με το δισκάκι να τιτλοφορείται ''Flesh Of God'', ενώ το δεύτερο δισκάκι που τιτλοφορούνταν ''Beyond The Flesh'' ήταν και το πλέον απαραίτητο, καθώς περιείχε σπάνιες ηχογραφήσεις, εναλλακτικές εκτελέσεις και μέχρι και δύο κομμάτια από αντίστοιχο BBC Session του συγκροτήματος την εποχή του ''Streetcleaner''. Συνολικά μιλάμε για υλικό περισσότερο από 150' που χώρεσε σε δύο δισκάκια και δε θα ήταν υπερβολή αν μιλούσαμε για μία από τις καλύτερες ανασκοπήσεις καριέρας που έχουν γίνει ποτέ, αν και όχι 2 αλλά ούτε 22 δισκάκια δε θα φτάνανε για να γίνει αντιληπτή η επιρροή και σημασία τους μέσα στα χρόνια, η προσπάθεια παρ'όλα αυτά ήταν αξιέπαινη. Την ίδια χρονιά όμως έρχεται και το 6ο άλμπουμ του συγκροτήματος ονόματι ''Hymns'', το οποίο από την πρώτη στιγμή της κυκλοφορίας του έμελλε να μπεί βαθιά στις καρδιές των οπαδών και των κριτικών της τότε εποχής.

 

 

Σε μία εποχή που το nu metal βασίλευε, οι Godflesh επαναφέρουν τον ήχο της ''Streetcleaner'' meets ''Pure'' περιόδου τους και με τον Ted Parsons στα τύμπανα, βγάζουν ένα καταπληκτικό κι απόλυτα οργανικό δίσκο, που γεφυρώνει την πρώιμη περίοδο τους με τους μετέπειτα πειραματισμούς αλλά αρκετά βαρύτερο από όσο είχαν υπάρξει όλη σχεδόν την προηγούμενη δεκαετία. Και μόνο το σκάσιμο στα πιατίνια λίγο μετά την αρχή του ''Defeated'' να έχετε ακούσει, είμαι βέβαιος ότι γίνατε φανατικοί οπαδοί τους για το υπόλοιπο της ζωής σας. Κομματάρες περιβάλλουν το δίσκο όπως τα ''Paralyzed'', ''Voidhead'', ''Antihuman'' και ''Jesu''. Το τελευταίο που κλείνει και το δίσκο, διαρκεί κανονικά 6:03 και μετά από ένα λεπτό κενού, υπάρχει άλλο ένα άτιτλο κομμάτι που ακολουθεί. Ο δίσκος επανακυκλοφόρησε το 2013 σε remastered μορφή από την The End Records και περιείχε το κομμάτι ''If I Could Only Be What You Want'' που ηχογραφήθηκε στα sessions του ''Hymns'' και με έξτρα ένα δεύτερο δισκάκι με διαφορετικές μίξεις σε digi συσκευασία και με πολλές έξτρα σημειώσεις. Θυμάμαι χαρακτηριστικά τον Burton C. Bell των Fear Factory τότε να φοράει με περηφάνεια το Godflesh t-shirt του και να δηλώνει αμίμητα ''This album like its name betrays, deserves all hymns in this world''.

 

 

Ξαφνική διάλυση και απόλυτο κενό στις καρδιές των οπαδών!

 

Δυστυχώς δεν ήταν όλα ρόδινα όσο φαινόντουσαν μετά την κυκλοφορία του ''Hymns'', με την φυγή του G.C. Green να είναι αυτή που πρακτικά ευθύνεται για την διάλυση του συγκροτήματος, η φυγή του ήρθε στα τέλη του 2001 επειδή ο ίδιος δεν ήθελε πλέον να περιοδεύει άλλο. O Broadrick είχε πεί ''Γνώριζα ήδη τη θνησιμότητα των Godflesh. Αν και διασκέδαζα μία μεγάλη ποσότητα των δίσκων, ένιωθα ακόμα περιορισμένος. Άρχισα να κάνω πολλά διαφορετικά πράγματα κατά τη διάρκεια αυτού του δίσκου (''Hymns'') όπου προσπαθούσα να ξεπεράσω τους περιορισμούς των Godflesh, οι οποίοι ήταν αυτοδημιούργητοι''. Το συγκρότημα που θα άνοιγε για τους Fear Factory στην περιοδεία τους στην Ευρώπη, έπρεπε να βρεί μπασίστα κι έτσι ο Broadrick επέλεξε τον Paul Raven των Κilling Joke για να αντικατασταθεί ο Green. Μία εβδομάδα αφού είχε αρχίσει η περιοδεία, ο Broadrick δήλωσε ότι ''Ο Paul Raven είναι φανταστικός μπασίστας, αλλά απλά δεν είναι ο Benny με τον οποίο έπαιζα 13 χρόνια και ήταν μεγάλο μέρος του τί ήταν οι Godflesh''. Μέσα σε όλα, είχε σχεδιαστεί και μία Βορειοαμερικάνικη περιοδεία χωρίς την έγκριση του Justin, και το κερασάκι στην τούρτα ήρθε όταν λίγο μετά, ο Justin και η κοπέλα του χώρισαν μετά από 13 χρόνια...

 

Ο ίδιος έπαθε νευρικό και νοητικό κλονισμό, το περιγράφει σαν ''μία αληθινή Brian Wilson στιγμή'' και τόνιζε ότι ''παρέλυσα από το άγχος, το οποίο χτιζόταν για αρκετούς μήνες και κυριολεκτικά δε μπορούσα να σηκωθώ από το κρεβάτι. Ήμουν τελείως μουδιασμένος και δε μπορούσα να κουνηθώ, οπότε όταν ήρθε το αυτοκίνητο για να με πάρει στο αεροδρόμιο (για την Βορειοαμερικάνικη περιοδεία), έτρεξα και κρύφτηκα στο σπίτι ενός άλλου φίλου στο Birmingham''. H ακύρωση της περιοδείας του προκάλεσε ακόμα περισσότερα προβλήματα, καθώς είχαν προσληφθεί εταιρείες λεωφορείων, οι High On Fire και οι Halo θα παίζανε ως support και όσοι χάσανε λεφτά τον κυνηγούσανε. ''Δεχόμουν απειλές γα τη ζωή μου από την εταιρεία λεωφορείων στο Los Angeles. Έχασα κοντά στα 35.000 δολλάρια τα οποία δεν είχα καν. Ήμουν ταπί και αναγκάστικα να πουλήσω το σπίτι μου και να ξεχρεώσω το χρέος μου στις πιστωτικές κάρτες. Δεν έκανα τίποτα για τέσσερις μήνες εκτός από το να πίνω πολύ''. Σίγουρα μία κατάσταση που όπως μπορεί να γίνει εύκολα αντιληπτή, είχε μεγάλο αντίκτυπο στην ψυχολογία του, όπως και των οπαδών, οι οποίοι δε μπορούσαν να πιστέψουν τι είχε συμβεί και σε καμία περίπτωση δεν είδαν το τέλος να έρχεται. Ο Broadrick κάποια στιγμή προέβη στην ακόλουθη ανακοίνωση:

 

''Στις 10 Απριλίου 2002, διέλυσα τους Godflesh. Αυτό ήταν που επίπονα συλλογιζόμουν από την αποχώρηση του G.C. Green από το συγκρότημα τον Οκτώβριο του 2001. Είναι λυπηρό ότι έφτασα στη μέρα πριν φύγω για μία μακρά περιοδεία στην Αμερική για να καταλάβω τον αντίκτυπο που είχε πάνω μου. Δυστυχώς η οριστικότητα αυτής της απόφασης και οι ευθύνες κάνοντας αυτή την απόφαση οριστική αποδείχθησαν μεγάλες για μένα στο να τις αντέξω και λύγισα κάτω από το βάρος τους. Ανακάλυψα ότι χωρίς τον G.C. Green, οι Godflesh δεν είναι Godflesh και η φυγή του αποδείχθηκε οιωνός για μένα. Επίσης νιώθω ότι όλα όσα αυθεντικά αποσκοπούσαμε ή απλά φανταστήκαμε με τους Godflesh, συνέβησαν. Το μόνο για το οποίο μετανιώνω είναι για την πληγή και των δύο εναπομεινάντων μελών Ted Parsons και Paul Raven και το ότι απογοήτευσα όσους πίστεψαν στους Godflesh σε όλο τον κόσμο... Στο άμεσο μέλλον, το νέο μου rock project οι Jesu θα εμφανιστούν. Οπότε αυτό δεν είναι σε καμία περίπτωση το τέλος των συνθέσεων/κιθαρών/φωνητικών μου. Απλά το τέλος ενός κεφαλαίου. Ατέλειωτη ευγνωμοσύνη σε όλους όσους πίστεψαν και υποστήριξαν τους Godflesh μέσα στην 14ετή ιστορία τους. Ξέρετε ποιοί είστε. Long live the new flesh''.

 

Επανακυκλοφορίες, επανένωση, νέο υλικό, παρούσα κατάσταση!

 

Στα χρόνια που πέρασαν κι ενώ κανείς δεν είχε ξεχάσει/ξεπεράσει τους Godflesh και το υλικό τους έβρισκε διέξοδο σε νέους οπαδούς, δημιουργώντας cult status για το συγκρότημα, είχαμε κάποιες επανακυκλοφορίες του πρότερου υλικού τους, από την Earache κυρίως, αρχικά το 2008 με το κουτί που περιελάμβανε τα ''Songs Of Love And Hate''/''Love And Hate In Dub''/''In All Languages'' DVD. Tην επόμενη χρονιά (2009) σειρά είχε το κουτί που περιελάμβανε τα ''Pure''/''Cold World''/''Slavestate''. Kαι ενώ υπήρχε το απόλυτο κενό, το Νοέμβριο του 2009 ανακοινώνεται επίσημα ένα show επανένωσης για το Hellfest Summer Open Air του 2010 στην Clisson της Γαλλίας. Ερωτώμενος ο Broadrick για το γεγονός, απάντησε ''Οι Godflesh δε θα κάνουν κάτι άλλο πέρα από το Hellfest αυτή τη στιγμή, δεν είμαι σίγουρος στο που θα πάμε μετά από αυτό, αν πάμε κάπου γενικά'', ενώ απέρριψε την πιθανότητα να κυκλοφορήσει νέο υλικό. Οι Godflesh επίσης παίξανε στο Supersonic Festival στο Birmingham στις 23 Οκτωβρίου του 2010, σε μία co-headline εμφάνιση με τους ήρωες τους, Swans. Μέσα στη χρονιά ήρθε η επανέκδοση του ''Streetcleaner'' που αναφέραμε πιό πάνω. Το 2011 εμφανίστηκαν στο Roadburn Festival στο Tilburg της Ολλανδίας, στην αίθουσα 013, παίζοντας όλο το ''Streetcleaner''!

 

Το Δεκέμβρη του 2010 ο Broadrick δήλωσε στο Decibel ότι σιγά σιγά η μπάντα αργά και σταθερά δημιουργεί νέες ιδέες για ένα δίσκο, εξηγώντας ''Είναι κάτι που το συζητάμε την παρούσα στιγμή και έχουμε κομμάτια υλικού. Αλλά είναι κάτι που θα θέλαμε να εξελίξουμε. Θα ήταν αρκετά εύκολο να πετάξουμε 8-10 κομμάτια και να τα κυκλοφορήσουμε όσο πιό γρήγορα γίνεται για να εκμεταλλευτούμε τη δημοτικότητα του συγκροτήματος, αλλά θα ήταν τελείως λάθος. Αν χρειαστούν άλλα δύο χρόνια για ένα Godflesh δίσκο, ας είναι. Το σημαντικότερο πράγμα είναι να κάνουμε ένα δίσκο που θα στέκεται δίπλα με το υπόλοιπο του καταλόγου μας. Το έχω μέσα μου πάντως ξανά''. Τον Απρίλιο του 2012 ο Broadrick επιβεβαίωνε στην έκδοση Απρίλη/Μάη του Rock-a-Rolla ότι ένα νέο άλμπουμ είχε αρχίσει να φτιάχνεται: ''Σκοπεύουμε να κυκλοφορήσουμε ένα νέο δίσκο πιθανότατα το 2013 και να το ηχογραφήσουμε στα τέλη του 2012. Πιθανότατα ένα EP θα έρθει πριν από το δίσκο. Θα πάρουμε το χρόνο μας με το δίσκο, δεν το κάνουμε ελαφρά''. Oι Godflesh παίξανε ως headliners στις 25 του Μάη του 2012 στο Maryland Deathfest, στην πρώτη τους Βορειοαμερικάνικη εμφάνιση μετά από 17 χρόνια. Η πρώτη τους κυκλοφορία μετά το 2001, ήταν για τη σειρά flexi disc του Decibel, όπου ηχογράφησαν μία διασκευή του ''F.O.D. (Fuck Of Death)'' των Καναδών Slaughter (!!!!) που περιλήφθηκε στο τεύχος Νοεμβρίου 2013.

Σε μία συνέντευξη του επ'αυτού, ο Broadrick δήλωσε ''Είναι ένα τραγούδι που κι εγώ κι ο Ben αγαπάμε για χρόνια, από τη στιγμή που αυτό το άλμπουμ (''Strappado'', έπος ξύλου) κυκλοφόρησε. Αυτό που αγαπούσα στους Slaughter ήταν η λατρεία τους για τους Celtic Frost. Αγαπούσα τους Celtic Frost και όποιον είχε πάρει την επιρροή τους, για παράδειγμα αγαπώ επίσης τους Obituary! Aλλά πάντα πιστεύαμε ότι το ''F.O.D.'' ήταν ΤΟΣΟ Godflesh κατά κάποιο τρόπο. Είναι ακραίο και μινιμαλιστικό χωρίς διάθεση επίδειξης''. Μέσα στο 2013 θα ακολουθήσουν οι επανακυκλοφορίες του κουτιού ''Godflesh''/''Selfless''/''Us And Them'' όπως και η κυκλοφορία του ζωντανού δίσκου ''Streetcleaner: Live At Roadburn 2011'' (σε περιορισμένο βινύλίο, επίσημα κυκλοφόρησε μέσα στο 2017), όπως και η επανέκδοση του ''Hymns''. Το 2014 έρχεται επιτέλους η ώρα του πολυπόθητου EP, με το ''Decline & Fall'' να βγαίνει στις 2 Ιουνίου και να αποτελεί το ορεκτικό για το δίσκο που θα ακολουθούσε. Αποτελείται από τέσσερα κομμάτια, τα ''Ringer'' (που έγινε διαθέσιμο στις 21 του Μάη πριν βγεί το ΕΡ μέσω του Soundcloud της μπάντας), ''Dogbite'', ''Playing With Fire'' και ''Decline & Fall'', ενώ μέσω του bandcamp του συγκροτήματος μπορούσε κάποιος να απολαύσει τα ''Ringer'' και ''Playing With Fire'' σε dub εκδόσεις.

 

 

Στο ΕΡ χαρακτηριστικό είναι οι οχτάχορδες κιθάρες του, όπου ο Broadrick είχε αρχίσει να χρησιμοποιεί από το ''Christmas'' ΕΡ των Jesu το 2010. Την κιθάρα του προσέφερε η Blackhart, η οποία στην πορεία έφτιαξε και την αντίστοιχη κιθάρα με το όνομα του. O Broadrick προειδοποιούσε ότι και το ΕΡ αλλά και το επερχόμενο άλμπουμ είχαν οχτάχορδες κιθάρες, μιά και μπορούσε να κουρδίσει ακόμα χαμηλότερα με τη ικανότητα να μπορεί να πετύχει ακόμα πιό δυσαρμονικές συγχορδίες και ριφφ. Το ΕΡ έβρισκε τους Godflesh ηχητικά αρκετά κοντά στην '80s εποχή τους, με φανερή τη διάθεση να εξερευνήσουν τις ρίζες τους. Αρχικά το ''Decline & Fall'' ήταν όλο μέρος του επερχόμενου δίσκου, αλλά στη συνέχεια ο Broadrick επειδή ήθελε να το κρατήσει κάτω από τη μία ώρα διάρκειας, ''έκοψε'' τα πιό ''χρωματιστά και δυναμικά'' κομμάτια του όπως τα χαρακτήρισε και τα συνδύασε για να κάνει το ΕΡ. H κυκλοφορία αυτή χαρακτηρίστηκε ως ένα βήμα μπροστά για τους Godflesh παρ'ότι τους συνέδεε άμεσα με το παρελθόν τους, με τη γενικότερη ιδέα ότι το κενό πάνω από μία δεκαετία τους είχε κάνει καλό και είχαν επαναπροσδιορίσει τους εαυτούς τους εκτός από τον ήχο τους, ήταν λοιπόν καιρός για το πρώτο ολοκληρωμένο τους άλμπουμ μετά το ''Hymns'' του 2001.

 

 

Το ''A World Lit Only By Fire'' κυκλοφόρησε στις 7 Οκτωβρίου 2014, ελάχιστα μετά το ΕΡ και ήταν ο 7ος δίσκος του συγκροτήματος. Στις 5 Αυγούστου είχε γίνει διαθέσιμο μέσω streaming το ''New Dark Ages'', ένα εκ των κορυφαίων κομματιών το οποίο και ανοίγει το δίσκο. Πριν την κυκλοφορία του, ο Broadrick υποστήριζε ''Θα είναι μουσικά όμοιο με τα δύο-τρία πρώτα άλμπουμ. Πιστεύω παίζοντας αυτά τα show ότι νιώθουμε πολύ αγνά σε ότι κάνουμε και τιμούμε τις αρχικές μας προθέσεις με αυτό που αυθεντικά ξεκινήσαμε να κάνουμε. Το οποίο, θεωρώ ότι οι περισσότερες μπάντες και μουσικοί, την στιγμή που φτάνουν στο τέταρτο άλμπουμ, είναι κάτι σαν ένα διάλυμα που σε πηγαίνει πίσω σ'αυτό που αρχικά προσπαθούσες να πετύχεις. Σίγουρα θα ηχεί περισσότερο επιθετικό και πιθανώς δε θα ηχεί σαν κανέναν από τους άλλους δίσκους που κάναμε, αλλά θα έχει το μινιμαλισμό των πρώτων μας δίσκων''. Στην ίδια συνέντευξη, ο G.C. Green τόνισε ''Δε θα είναι τόσο σαν τα πρώτα δύο άλμπουμ, θα έχει όμως το πνεύμα τους. Σίγουρα είναι περισσότερο σαν το ''Streetcleaner'' παρά το ''Hymns''. O δίσκος έλαβε εκπληκτικές κριτικές παγκοσμίως και χαρακτηρίστηκε ως η τέλεια επιστροφή, ενώ οι πιό ενθουσιώδεις μιλούσαν για το καλύτερο τους άλμπουμ από την περίοδο των ''Pure''/''Selfless''.

 

 

Κομμάτια όπως τα ''Shut Me Down'', ''Life Giver Life Taker'', ''Curse Us All'' και ''Τοwers Of Emptiness'' αποδείκνυαν ότι όταν έχεις το χάρισμα να γράφεις τραγούδια που αλλάζουν τη μουσική γενικότερα, αυτό δεν φεύγει ποτέ. Πολύ λίγα σχήματα εκεί έξω θα κατάφερναν να μείνουν επίκαιρα με τέτοιο διάστημα απουσίας, το όνομα Godflesh όμως μεγάλωσε ακόμα περισσότερο από το 2001 και μετά και έχουμε φτάσει εν έτει 2017 όπου πλέον περιμένουμε το 8ο άλμπουμ τους με τίτλο ''Post Self'' το οποίο πρόκειται να κυκλοφορήσει στις 17 Νοεμβρίου 2017 και σύμφωνα με τις πρώτες πληροφορίες, θα είναι λιγότερο μεταλλικό από το ''A World Lit Only By Fire'' και θα συγκεντρώνει τις περισσότερο industrial/post punk επιρροές του συγκροτήματος. Οι Godflesh όχι μόνο επιβίωσαν και βρίσκονται ξανά ανάμεσα μας, όχι απλά έχουν τον καθολικό σεβασμό όλων των μουσικόφιλων (δύσκολα θα βρείς άτομο που θα τους κατακρίνει, ακόμα κι αν δεν τους πολυακούει), αλλά μέσα σε όλα, θα δώσουν το παρών για πρώτη φορά στην Ελλάδα στο πλαίσιο του Fraternity Of Sound Festival. Έχοντας δεί τους Godflesh το 2012 ως headliners στο Brutal Assault στην Τσεχία, μπορώ να διαβεβαιώσω ότι συναυλιακά μιλάμε για συγκρότημα που δε συγχωρεί χαλαρές συμπεριφορές των οπαδών, ενώ αν σε ανοιχτό χώρο ήταν τόσο τέλειοι, σε κλειστό χώρο και με το βαθύ στρώμα ήχου που περιέχουν, αναμένεται να πάρουν κεφάλια. Το κεφάλαιο Godflesh δεν έχει κλείσει ακόμα και ευχόμαστε να μείνουν για πολλά χρόνια δίπλα μας, γιατί ομορφαίνουν την παγκόσμια μουσική γενικότερα και καταφέρνουν να ξεκλειδώσουν ακόμα και τα πλέον κλειστά μυαλά εκεί έξω!

 

 

 

 

 

 

 

 

Comments