Ημερομηνία δημοσίευσης: 9 Οκτωβρίου 2017
Ήμουν πολύ περίεργος να δω τα επόμενα βήματα του Aldrahn μετά τη δεύτερη έξοδό του από τους DHG-Dødheimsgard. Μιλάμε για τον άνθρωπο που έχει συμβάλλει με το δικό του τρόπο και την ιδιαίτερη φωνή του πάνω από 24 χρόνια στο black metal, προσθέτοντας ένα μεγάλο λιθαράκι, ειδικά στη μη συμβατική χρήση των φωνητικών του, και ειδικότερα με δουλειές όπως το "666 International", όπου ο τρόπος χρήσης των φωνητικών γνώρισε νέες δυνατότητες και εφαρμογές. Ο λόγος που ήμουν τόσο περίεργος, είναι πως την πρώτη φορά που είχε αποχωρήσει, είχε μείνει πολύ καιρό ανενεργός, ενώ αυτή τη φορά, σε διάστημα ενός έτους, επανέφερε στη ζωή τους Urarv τους οποίους είχε δημιουργήσει στο μακρινό 2003 χωρίς όμως να ασχοληθεί σοβαρά μέχρι τώρα μαζί τους, και κυκλοφόρησε σε χρόνο dt το ντεμπούτο τους.
Και είναι εμφανές από το πρώτο άκουσμα πως εδώ έχουμε μουσικά μια επιστροφή στις ρίζες του Νορβηγικού black metal. Οι συνθέσεις ζέχνουν όλες Darkthrone, με όλα τα κομμάτια να έχουν στοιχεία που τους θυμίζουν, ειδικά στα riffs. Αυτό όμως ταυτόχρονα έχει σα συνέπεια να θυμίσει σε κάποιους ανθρώπους τα σχετικά παρόμοιας προέλευσης riffs του "Kronet til konge", χωρίς όμως να έχει καμία σχέση με τον πριμαριστό και ξυραφένιο ήχο του. Σε αυτό προσθέστε και το επιθετικό dna των Gorgoroth που εμφανίζεται πού και πού σε ορισμένα σημεία, και αντιλαμβάνεστε την παραδοσιακή 'to the roots' προέλευσή του, δείχνοντας μουσικά πως αφήνει πίσω του τις avantgarde καταβολές του από τις ύστερες δουλειές των DHG.
Στον τομέα των φωνητικών όμως, μιλάμε για ένα άλλο επίπεδο. Με τόσα χρόνια εμπειρίας πλέον, και έχοντας πίσω του την ασφάλεια χρόνιων δοκιμών, έχει την άνεση να προσθέτει μια ποικιλία φωνητικών που απογειώνουν το άλμπουμ και εξιτάρουν την ακρόαση. Και όταν μιλάμε για ποικιλία δε μιλάμε μόνο για το εύρος εδώ πέρα, το οποίο κυμαίνεται από υψηλού εύρους σκισμένες κραυγές μέχρι κρυστάλλινα καθαρά φωνητικά, αλλά διαφορετικούς για τρόπους χρήσης διαφορετικών φωνητικών, οι οποίοι περιλαμβάνουν όλων των ειδών τα συναισθήματα που θα περίμενε κανείς, όπως ψυχωτισμό, απόγνωση, υστερία και ένταση. Αυτά τα συναισθήματα προκαλούνται με κάθε δυνατό και αδύνατο τρόπο, όπως η χρήση απροσδιόριστων κραυγών, ή θεατρινίστικων μελωδιών, και πάει λέγοντας. Σε φωνητικά επίπεδα, θα μπορούσαμε να πούμε πως πρόκειται για την καλύτερη και πιο ώριμη δουλειά του.
Δε θα μπορούσα όμως να πω το ίδιο και για το σύνολο του δίσκου. Αυτό γιατί ενώ το μουσικό αποτέλεσμα είναι καλό, δεν έχει το κάτι παραπάνω για να μας προσφέρει ένα αποτέλεσμα που θα μας προσέφερε τα μυαλά στο χέρι. Η υπερβολική προσκόλλησή του στις ρίζες το καθιστά ένα απλά πολύ καλό άλμπουμ, με πολλές στιγμές νοσταλγίας, αλλά με το συνθετικό κομμάτι να είναι σαφώς κατώτερο από το φωνητικό. Αυτό γιατί ενώ το φωνητικό κομμάτι εξερευνά πολλές διαφορετικές πτυχές και διαθέτει μια μεγάλη ποικιλία και ένα μεγάλο εύρος, το συνθετικό κομμάτι είναι αρκετά περιορισμένο και safe. Καλό μεν, αλλά δε ρισκάρει, δεν κάνει το κάτι παραπάνω. Κι αυτό εμποδίζει το δίσκο από το να μας τινάξει τα μυαλά στον αέρα. Είναι ένας πολύ ευχάριστος δίσκος όμως, όπως και να 'χει.
Βαθμολογία: 76/100
Για το Rock Overdose,
Σταύρος Πισσάνος