Ημερομηνία δημοσίευσης: 11 Νοεμβρίου 2017
Aπό την δεύτερη πολυπληθέστερη πόλη Ελλήνων σε όλο τον κόσμο, την εξωτική Μελβούρνη, ξεπήδησε πριν λίγα χρόνια μία μεγάλη περιπτωσάρα συγκροτήματος, οι καταπληκτικοί, χαρισματικοί και άκρως ιδιαίτεροι στον ήχο τους. Πεντέμισι χρόνια πριν, κάπου στα μέσα του 2012 μας συστήθηκαν με το αξεπέραστο ντεμπούτο τους ''Portal Of I'', ένας δίσκος καθαρό δεκάρι (ή κατοστάρι σε δεδομένα Rock Overdose) που άφησε πολύ κόσμο με το στόμα ανοιχτό. Δεν ήταν λίγοι αυτοί που τότε τους είχαν δώσει τον άτυπο χαρακτηρισμό ''νέοι Opeth'', κυρίως για τον τρόπο που παίζαν την προοδευτικότατη ακραία τους μουσική προσέγγιση και που κατόρθωναν να συνδυάζουν μαλακά κι ακραία φωνητικά, βιολί, εξαιρετικά τύμπανα, ριφφ και σολάρες να επιτίθενται από παντού και γενικά ένα πολύ βαθύ στρώμα ήχου που είτε το λάτρευες, είτε σε απωθούσε με τη μία, σίγουρα πάντως δεν άφηναν κανέναν αδιάφορο και έτσι κάνανε ένα σχετικό ντόρο γύρω από το όνομα τους. Τέτοια εποχή περίπου στα τέλη του 2014, κυκλοφόρησε ο δεύτερος δίσκος ''Citadel'', ο οποίος πήγαινε τον ήχο τους ακόμα πιο μακριά και που έδειχνε ότι ο ήχος του ντεμπούτου τους όχι απλά δεν ήταν τυχαίος, αλλά και ότι ήταν καταρτισμένοι στο να βγάλουν ακριβώς αυτό το αποτέλεσμα που ακουγόταν από τα ηχεία και έπιανε τον ακροατή από το λαιμό.
Στην ουσία οι Αυστραλοί επρόκειτο για ένα υπερτεχνικό συγκρότημα που είχε την ίδια αγάπη για το progressive και το death metal και τα συνδύαζε εκπληκτικά, αν κάποιο συγκρότημα μου έρχεται στο νου κάπως συγγενικά, είναι οι Into Eternity και ειδικά την εποχή που ήταν σ' αυτούς ο τωρινός frontman των Iced Earth, Stu Block. Με την υποσημείωση πάντα ότι οι NeO γράφανε εξ' αρχής πολύ μεγαλύτερα σε διάρκεια κομμάτια και παίζανε ακόμα πιο στο όριο της μέσης ακουστικής αντοχής. Αφού λοιπόν τον Απρίλη του 2015 προηγήθηκαν δύο ΕΡ τα οποία η μπάντα κυκλοφόρησε ανεξάρτητα από 300 αντίτυπα το καθένα (''Hiraeth'' και ''Sarabande To Nihil'' αντίστοιχα), ήρθε η ώρα για το πολυπόθητο και πάντα κρίσιμο για κάθε συγκρότημα 3ο άλμπουμ, ονόματι ''Urn''. Το άλμπουμ στην ουσία αποτελείται από 4 κομμάτια, με το αρχικό ''Libera'' και το τελειωτικό ομότιτλο να χωρίζονται σε δύο μέρη το καθένα. Mε το ''Libera'' να μπαίνει ψαρωτικά, ο ακροατής κατανοεί άμεσα το επίπεδο παιξίματος του σεξτέτου, από το οποίο μπορεί μεν να λείπει ο παιχταράς μπασίστας Brendad ''Cygnus'' Brown o oποίος αποχώρησε δυστυχώς από το συγκρότημα, αλλά ο session αντικαταστάτης του Robin Zielhorst παίζει σούπερ μπασογραμμές, σε τέτοιο βαθμό που θα σας θυμίζουν παλιούς Death, Cynic, Atheist και γενικά γκρουπάρες που μεγαλούργησαν στον τεχνοκάφρικο ήχο.
Το ''Libera'' χωρίζεται σε δύο μέρη, τo κύριο ''Saturnine Spheres'' και το πρακτικά ιντερλούδιο ''Ascent Of Burning Moths'', την θεωρητικά ''ήρεμη'' στιγμή του δίσκου που απλά αποτελεί την παύση στις συνεχείς αλλαγές ρυθμών, οι οποίες γενικά στο δίσκο χαρακτηρίζονται από κορυφαία τύμπανα από τον Daniel ''Mortuary'' Presland (απίστευτο επίπεδο παιξίματος), είτε με ρυθμικές δίκασες, είτε με ογκώδη περάσματα/γεμίσματα, είτε με φρενήρη blast beats που πατάνε άλλοτε στα ριφφ κι άλλοτε στο βιολί του Tim Charles, ο οποίος έχει κάνει ακόμα πιο τρομερή δουλειά στα καθαρά φωνητικά του και ακούγεται καλύτερος από ποτέ. Στον αντίποδα, ο Xenoyr (κατά κόσμον Marc Campbell) πετάγεται εκεί που οι ρυθμοί ανεβαίνουν για να προσθέσει την κάφρικη φωνάρα του, και όταν τους ακούς και τους δύο μαζί είναι σαν να ακούς μία ιστορία από δύο διαφορετικές εκδοχές, λες κι έχεις έναν άγγελο κι ένα δαίμονα σε κάθε μεριά του κεφαλιού σου που προσπαθεί ο καθένας να σε πάρει με το μέρος του για διαφορετικό σκοπό. Το ''Intra Venus'' που έγινε βίντεο για το δίσκο (εκπληκτικό κλιπ, αξίζει να το δείτε) είναι και το πιο αντιπροσωπευτικό κομμάτι του "Urn'', και γιατί στέκεται μόνο του και γιατί το επιτρέπει η σχετικά ''σύντομη'' διάρκεια του, μόλις 7μιση λεπτά, πιστέψτε με για τα ΝeO δεδομένα, είναι μικρή.
Κομμάτι που μαζί με το μεγάλο και φιλόδοξο κομμάτι του δίσκου ''Eyrie'', αποτελούν ένα αναπόσπαστο δίδυμο που προσφέρει μεγάλες συγκινήσεις. Το 12λεπτο σχεδόν ''Eyrie'' αρχίζει σε αφήνει άναυδο με την αιθέρια αρχή του, αλλά το τι γίνεται από το 4:30 και μετά δε λέγεται, καθώς ο Xenoyr παίρνει τη σκυτάλη από τον Charles και οι ρυθμοί απογειώνονται σε κρεσέντο επίδειξης τεχνικής και πανέμορφης απόδοσης αρκετών διαφορετικών στοιχείων. Το μόνο που μένει, είναι να κλείσει ο δίσκος με το ομότιτλο ''Urn'', του οποίου το 1ο μέρος ''And Within The Void We Are Breathless'' κλιμακώνεται όσο περνάει η ώρα, δίνοντας τη θέση του στο 2ο μέρος ''Αs Embers Dance In Our Eyes'', το οποίο μπαίνει δυναμικότερα και κλείνει τον δίσκο με πανδαισία ήχων και βαθέων συναισθημάτων που σίγουρα δε θα αφήσουν κανέναν αδιάφορο. 46΄μετά, έρχεσαι αντιμέτωπος με ένα ακόμα δημιούργημα από τους NeO το οποίο φτιάχτηκε με τέτοιο σκοπό ώστε να πάει τον ήχο τους ακόμα πιο μακριά από τους δύο μεγάλους ολοκληρωμένους προκατόχους του και που έχει ένα παράξενο χαρακτηριστικό, να είναι μεν πιο ποικιλόμορφο σε ήχο και ακόμα πιο προοδευτικό σε σημεία, αλλά από την άλλη να αποτελεί και ιδανική γνωριμία με το συγκρότημα λόγω κάποιων πιο πιασάρικων σημείων (σε καμία περίπτωση εμπορικών).
Οι Αυστραλοί παίξανε μεγάλο στοίχημα με τους ίδιους τους εαυτούς εδώ πέρα και κατ΄ εμέ πάντα, βρίσκουν τους εαυτούς τους νικητές, με μία σημαντική προσθήκη δίσκου στον κατάλογο τους και με την ευκαιρία να διαδώσουν το όνομα τους σε όλες τις άκρες του κόσμου. Το ''Urn'' έχει ως μοναδικό αντίπαλό το παρελθόν της μπάντας, που ήταν τόσο πειστικό και σε έπιανε με τη μία από το αυτί με τρόπο αδιαμφισβήτητο, όχι ότι ο συγκεκριμένος δίσκος δε μπορεί να το κάνει με την πάροδο των ακροάσεων, αλλά θεωρώ ότι μπορούσαν να τα καταφέρουν ακόμα καλύτερα. Από την άλλη, είμαι βέβαιος ότι όποιος και να προσπαθούσε να παίξει έτσι, να ταιριάξει τα αταίριαστα, να βάλει τόσο πολύ πληροφορία μέσα στα κομμάτια με το σίγουρο ρίσκο να κουράσει τον ακροατή (στάνταρ μερικοί θα τους αφορίσουν, άσχετα αν διαφωνώ, είναι κάτι που μπορώ να καταλάβω λόγω υφής υλικού και συνθετικής προσέγγισης), θα έτρωγε τα μούτρα του. Οι Ne Obliviscaris (το οποίο σε ελεύθερη μετάφραση σημαίνει ''μην ξεχνάς'') έχουν την μεγάλη ευκαιρία να διατηρήσουν το όνομα τους στο προσκήνιο με το ''Urn'', δεν κρύβω ότι θα ήθελα πολύ να τους δω συναυλιακά για να δω πως αποδίδεται αυτό το φρενήρες υλικό. Ο βαθμός που μπαίνει είναι συγκριτικά με τα άλλα δύο άλμπουμ, οπότε αν το ''Portal Of I'' ήταν 100άρι και το ''Citadel'' 90άρι, αυτό είναι γεμάτο 80άρι με περιθώρια βελτίωσης!
Βαθμολογία: 80/100
Για το Rock Overdose,
Δημήτρης Αλόρας