“Ελλάς Σουηδία Συμμαχία” θα μπορούσε να είναι η κυρίαρχη φράση για να περιγράψει περιεκτικά το φετινό Athens Rocks. Mε headliners τους “καυτούς” αυτή την εποχή Σουηδούς Ghost, τους συμπατριώτες τους θρύλους του doom Candlemass να βάζουν στιβαρά θεμέλια στο lineup, τους παγκόσμιους πρεσβευτές του ελληνικού metal Rotting Christ και τους πρωτοεμφανιζόμενους σε μεγάλες σκηνές, αλλά πάντα υπολογίσιμους Αθηναίους Τyphus, η εκδοχή του φεστιβάλ για το 2023 προμηνυόταν τουλάχιστον ενδιαφέρουσα.
TYPHUS
Κείμενο: Δημήτρης Σούρσος
Ποδαρικό έκαναν ελαφρώς νωρίτερα από τις 17:30 οι Τyphus, αποφασισμένοι να κερδίσουν νέους ακροατές. Χωρίς την παραμικρή ένδειξη ψαρώματος και με μπόλικη άγνοια κινδύνου, για περίπου μισή ώρα διαφήμισαν με τον καλύτερο τρόπο την ελληνική speed/thrash σκηνή, μα πρώτα από όλα τους εαυτούς τους. Η εμπειρία άλλωστε από τις πρόσφατες εμφανίσεις τους στο εξωτερικό φαίνεται ότι τους έχει προσδώσει άλλο αέρα. Καταιγιστικοί ρυθμοί, άψογη τεχνική κατάρτιση και αλλαγές tempo, μεστές κιθαριστικές μελωδίες και μια εξαιρετική high pitched φωνή να δένει το γλυκό, είναι η θελκτική συνταγή των Typhus και την Κυριακή το απόγευμα την εκτέλεσαν στην εντέλεια.
Με τον frontman και μπασίστα Κώστα να επικοινωνεί άψογα τα κομμάτια τους, προς το ήδη εκείνη την ώρα πολυάριθμο κοινό του Athens Rocks και τους κιθαρίστες Χρήστο και Κώστα σε δαιμονιώδη φόρμα, κάλυψαν μεγάλο μέρος του ντεμπούτο τους “Mass Produced Perfection”, ενώ μας άνοιξαν και μια μικρή χαραμάδα στο μέλλον παίζοντας και ακυκλοφόρητο υλικό.
Φρόντισαν να κλείσουν το set τους με δυναμικό τρόπο και το αρχετυπικά thrash “Terrorzone”, πριν παραδώσουν τη σκυτάλη σε ένα εντελώς διαφορετικό θηρίο.
CANDLEMASS
Κείμενο: Δημήτρης Σούρσος
Αναφέρομαι φυσικά στους Candlemass, που αν και δεν αγνοούν εντελώς τη λέξη ταχύτητα, σίγουρα δεν τους λέει τα ίδια πράγματα με έννοιες όπως βαρύτητα, σαρωτικά riffs και επικό συναίσθημα. O ηγέτης και μπασίστας του σχήματος Leif Edling έχει γράψει αμέτρητες riffάρες και οι κύριοι Mappe Bjorkman και Lars Johansson σωστά δασκαλεμένοι, εξαπέλυαν όπως πάντα τη μία μετά την άλλη με τρόπο συντριπτικό και πάντα σε μονολιθική συνέργεια με τα τύμπανα του Jan Lindh. H φωνή του Johan Langquist μπορεί να μη διανύει τις πιο ένδοξες ημέρες της, όμως αυτό το υπερβολικό γρέζι που έχει αποκτήσει, της δίνει μια άγρια γοητεία, όταν έρχεται να δέσει με τον ήχο των υπολοίπων.
Σε σημεία ακούγεται τόσο βαθιά και βαριά, όσο τα χαμηλοκουρδισμένα έγχορδα των doom συντρόφων του, αίσθηση που πέρασε και σε κομμάτια όπως το εναρκτήριο “Mirror, Mirror” ή το “Bewitched”, που σαφώς δε γράφτηκαν για τη δική του φωνή.
Σίγουρα δε χάλασε κανέναν η απόδοση του στα “Dark Are The Veils Of Death” ή “The Well Of Souls”, αλλά εκεί που μεγαλούργησε είναι στα “δικά” του κομμάτια και δεν εννοώ το “Sweet Evil Sun”, αλλά τους ύμνους του “Epicus Doomicus Metallicus”. Τα “Crystal Ball” και “Under The Oak” οπωσδήποτε συμπαρέσυραν αρκετά κεφάλια στο διάβα τους, αλλά και παρακίνησαν και μπόλικες φωνές να τα τραγουδήσουν μαζί τους.
Το κλείσιμο όμως με το μνημείο “A Sorcerer’s Pledge” και τον αθάνατο ζόφο του “Solitude”, έκανε το ελληνικό καλοκαίρι, προς στιγμήν σουηδικό χειμώνα και επιβεβαίωσε εμφατικά το πόσο τεράστια μπάντα παραμένουν.
Σε μόλις μία ώρα συμπύκνωσαν την ουσία του ήχου τους, με κοιτίδα τα κλασικότερα των κλασικών “Epicus Doomicus Metallicus” και “Nightfall”, θυμίζοντας στους παλιούς για ακόμα μία φορά γιατί τους λάτρεψαν και διδάσκοντας στους νέους ταχύρυθμα μαθήματα doom metal Ιστορίας.
ROTTING CHRIST
Κείμενο: Μιχάλης Τσολάκος
Οι ψαλμωδίες και η εισαγωγή του “666” ή “XΞΣ” μάς βρήκαν καθιστούς να ξεκουραζόμαστε, αφού παρακολουθήσαμε από πολύ κοντά και προσεκτικά τους, πάντα αγαπητούς μας, Candlemass. Με βήμα γοργό πλησιάζουμε ακόμα πιο κοντά στη σκηνή, όταν οι Rotting Christ είναι έτοιμοι να ξεκινήσουν το δικό τους πρόγραμμα.
Ηχητικά, κι αυτό είναι κάτι που παρατηρείται όταν παίζουν σε ανοιχτά φεστιβάλ, τα πράγματα άρχισαν με μικροπροβλήματα, αλλά ευτυχώς κράτησαν μόνο στο “Κατά Τον Δαίμονα Ἐαυτοὗ”, διότι από το “Fire, God and Fear” και μετά ο ήχος απογείωσε τις συνθέσεις, η μπάντα «έπιανε» συνεχώς τον παλμό του κοινού και για την υπόλοιπη μία ώρα ζήσαμε την δεύτερη καλύτερη εμφάνιση των Αθηναίων σε καλοκαιρινό φεστιβάλ, τουλάχιστον απ’ όσες φορές τους έχω δει εγώ. Για την ιστορία, πρώτη τοποθετώ εκείνη στο ΟΑΚΑ το 2019.
Εκπλήξεις, πέραν ίσως του “The Raven”, δεν υπήρχαν. Επιλέχθηκαν κομμάτια που έχουν δοκιμαστεί πολλάκις στο σανίδι και είναι σίγουρο πως όλοι θα γουστάρουν. Φυσικά μιλάμε για την πολύ πρόσφατη περίοδο και δισκογραφία των Rotting Christ, εκτός βέβαια των “Non Serviam” και το αγαπημένο Thou Art Lord, “Societas Satanas”, που κόντεψαν να ανοίξουν, όχι απλά μεγάλο pit, αλλά ολόκληρο το έδαφος. Κατά τα άλλα, τα “Δαιμόνων Βρώσις”, “Dub-Saĝ-Ta-Ke”, “Grandis Spiritus Diavolos” και “In Yumen-Xibalba” αποδείχθηκαν ιδανικά για να ανάψουν τα πρώτα καπνογόνα και να ανέβει κατακόρυφα ο παλμός. Όλα τα μέλη ήταν όπως έπρεπε εκτελεστικά, ήχος δυνατός και ισορροπημένος, οπότε ήταν εύκολο αυτή η εμφάνιση του συγκροτήματος να ξεπεράσει την αντίστοιχη περσινή στο Release.
Τα μηχανήματα με τις φωτιές επί σκηνής νομίζω ταιριάζουν πολύ με το υλικό που επιλέγουν να παρουσιάσουν οι Rotting Christ, δημιουργώντας μια ξεχωριστή ατμόσφαιρα. Το τέλος δόθηκε με το “Noctis Era” κι έβαλε σφραγίδα πιστοποίησης πως όταν όλα είναι ευνοϊκά, δεν γίνεται να μην περάσεις το λιγότερο καλά σε συναυλία της μπάντας και πάντα θα είναι ασφαλής επιλογή το να τους δει κάποιος για νιοστή φορά στη ζωή του, όταν κάπου τους πετύχει. Σίγουρα δεν θα απογοητευτεί.
GHOST
Κείμενο: Μιχάλης Τσολάκος
Το πόσο ανυπόμονος ήμουν για να δω αυτό το φαινόμενο, που ονομάζεται GHOST, ζωντανά, δεν περιγράφεται. Μόλις δε τα μεγαλοπρεπή, εκκλησιαστικά σκηνικά αποκαλήφθηκαν και φωτίστηκαν, τότε νομίζω όλοι μας δεν βλέπαμε την ώρα. Τα πάντα είχαν ετοιμαστεί για να στηθεί ένα μεγάλο πάρτυ με καλεσμένους το ελληνικό κοινό, τις φιγούρες τoυ Papa Emeritus, τα Nameless Ghouls και φυσικά οικοδεσπότη τον Tobias Forge. Όταν ξεκίνησε να παίζει το “Imperium”, παίρνουμε θέσεις. Μικρές εκρήξεις και βεγγαλικά στρώνουν χαλί για το “Kaisarion” και για την επόμενη μιάμιση ώρα τίποτα δεν θα είναι το ίδιο. Ένας καταπληκτικός ήχος, ένα συγκρότημα στην ακμή του, ένας frontman μοναδικός για την εποχή του και κάθε λογής άτομα στο κοινό, από μεγάλους μέχρι μικρά κορίτσια (που ήταν και πάρα πολλά μάλιστα) συμμετέχουν στο εξαιρετικό show που στήνουν οι Σουηδοί. Είναι συναυλία, μουσικοθεατρική παράσταση ή όλα μαζί; Σίγουρα είναι υπερθέαμα. Και μετά μπαίνει το “Rats”, ναι καλά καταλάβατε. Οι Ghost έριξαν το βάρος στα “Impera” και “Prequelle”, παρουσιάζοντας τις μεγαλύτερες επιτυχίες τους.
“Spillways”, “Hunter's Moon”, “Mary on a Cross” είναι πλέον όλα υπέρ-κλασικά, “Faith”, “Ritual”, “Watcher in the Sky”, “Mummy Dust”, “Respite on the Spitalfields” αγαπιούνται και εστιάζουν στις διαφορετικές περιόδους της μπάντας, αλλά υπάρχουν και οι κορυφές των κορυφών. Κατά σειρά λοιπόν, η εκτέλεση του “Cirice” σου δίνει να καταλάβεις με τον πλέον εμφατικό τρόπο γιατί το “Meliora” έκανε το συγκρότημα τεράστιο. Ουσιαστικά είναι το single, που εκτόξευσε την ήδη ανοδική πορεία των Ghost. Πάμε στο “Year Zero”, ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΤΙΚΗ στιγμή μεγαλείου και εκτέλεση που σε καθηλώνει. Στη studio εκδοχή του, από την πρώτη κιόλας φορά, το αγάπησα. Αλλά όταν το άκουσα και στο “Ceremony And Devotion” και πολύ περισσότερο όταν το βίωσα ζωντανά, γίναμε παντοτινοί φίλοι κι αχώριστοι. Στο “Miasma” τώρα, κάνει την εμφάνισή του ένα ασθενοφόρο με τον αγαπημένο μας Papa σε κόμμα. Μετά από προσπάθειες με τον απινιδωτή, ο τρελαμένος Πάπας αρπάζει το σαξόφωνο και αποδίδει πιστά τα αντίστοιχα μέρη. Υπέροχη στιγμή κι αυτή.
Για encore είχαμε τα φοβερά “Kiss the Go-Goat”, “Dance Macabre” και φυσικά το «τραγούδι της δεκαετίας», “Square Hammer”, όπου έγινε πανικός. Το γεγονός ότι δύο από τα τρία αυτά κομμάτια δεν βρίσκονται σε πλήρη δίσκο της μπάντας, αλλά σε 7ιντσο και ΕΡ, λέει πολλά. Καταρχάς για τα όπλα στη φαρέτρα αυτού του μουσικού φαινομένου. Κατά δεύτερον, για το ότι οι Σουηδοί είναι οι σύγχρονοι popstars. Το λέω και το πιστεύω, ΔΕΝ είναι metal, αλλά και τι με αυτό; Είναι καταπληκτικοί, ο Tobias Forge έχει πάρει τα καλύτερα στοιχεία του παππού Alice Cooper και του μπαμπά King Diamond κι έχει δημιουργήσει κάτι τόσο μεγάλο, με δική του ταυτότητα και σφραγίδα.
Έπρεπε να τους δούμε τώρα, στην κορυφή της δόξας τους και τους είδαμε. Γενικά, ήταν μια άνετη μέρα, χωρίς ταλαιπωρία πουθενά και με πολύ καλές συνθήκες. Βοήθησε ο καιρός, η τοποθεσία και σωστή οργάνωση. Τα υπόλοιπα τα ανέλαβαν οι 4 μπάντες, με τον χαρισματικό και άνετο να παίζει με το κοινό, Tobias Forge να κλέβει την παράσταση. Την ευλογία σου λοιπόν Πάτερ…
Για το RockOverdose,
Μιχάλης Τσολάκος (GHOST, Rotting Christ)
Δημήτρης Σούρσος (Candlemass, Typhus)
Φωτογραφίες:
Γιάννης Λιβανός (John Metalman Photography - Light & Motion Photography)
Ευχαριστούμε πολύ για την παραχώρηση των φωτογραφιών σε Candlemass - Typhus τον Chris Kissadjekian.