Συντάκτης: Άγγελος Χατζηγιάννης
Το ημερολόγιο γράφει 28 Δεκεμβρίου του 2015. Ο Ian “Lemmy” Kilmister, θρυλικός frontman των αγαπημένων Motörhead, αφήνει την τελευταία του πνοή και βυθίζει το παγκόσμιο μουσικό στερέωμα σε θλίψη. Μετά τον θάνατό του, οι Motörhead μπαίνουν για πάντα στον πάγο, με τα δύο εναπομείναντα μέλη να αναγκάζονται να ακολουθήσουν τη δική τους πορεία. Από τη μία, ο drummer Mikkey Dee την επόμενη χρονιά εντάσσεται στις τάξεις των Scorpions, όπου παραμένει μέχρι και σήμερα, ενώ στον αντίποδα, ο κιθαρίστας Phil Campbell θα δημιουργήσει με τη βοήθεια των γιων του τους Phil Campbell And The Bastard Sons, έναν τρόπο τινά πνευματικό διάδοχο των Motörhead.
Στη φετινή τρίτη δισκογραφική τους δουλειά, η μοναδική αλλαγή προσωπικού παρατηρείται στα φωνητικά, με τον αρχικό τραγουδιστή Neil Starr να αποχωρεί, δίνοντας τη θέση του στον αντικαταστάτη του στις live εμφανίσεις της μπάντας Joel Peters, ο οποίος προάγεται σε full-time μέλος. Οι Todd, Tyla και Dave Campbell σε κιθάρα, μπάσο και τύμπανα αντίστοιχα εξακολουθούν να αποτελούν τα κινητήρια «γρανάζια» στην καλολαδωμένη μηχανή που έχει δημιουργήσει ο πατέρας τους, ο οποίος για άλλη μία φορά διαπρέπει στο συνθετικό και στιχουργικό κομμάτι, αποδεικνύοντας περίτρανα πως το καλό rock ‘n’ roll δε θα πεθάνει όσο υπάρχουν άνθρωποι, που συνεχίζουν να το υπηρετούν με αφοσίωση.
Με 11 συνθέσεις συνολικής διάρκειας 41 λεπτών, το “Kings Of The Asylum” αιχμαλωτίζει πλήρως και με αποτελεσματικότητα το πνεύμα και τη διάθεση των Motörhead. O Joel Peters αποδίδει με υπέρμετρο ζήλο και στόμφο τις φωνητικές του γραμμές, δικαιώνοντας την εκλογή του πίσω από το μικρόφωνο της μπάντας. Οι υιοί Campbell έχουν κι αυτοί τις δικές τους στιγμές, είτε πρόκειται για τις εξαιρετικές μπασογραμμές του Tyla σε κομμάτια όπως το αθεράπευτα Motörhead-ικό “The Hunt”, είτε για τα αχαλίνωτα solo του Todd στα ξεσηκωτικά “Hammer And Dance” και “Schizophrenia”, είτε το στιβαρό drumming του Dave σε όλη την έκταση του δίσκου. Όσο για τον ιθύνοντα νου Phil τα λόγια είναι περιττά: από τη στιγμή που ο ίδιος ο Lemmy επέλεξε να συνεργαστεί μαζί του για σχεδόν τριάντα χρόνια με επιτυχία, τα διαπιστευτήριά είναι πάρα πολλά για να πούμε το οτιδήποτε.
Στο διά ταύτα, το “Kings Of The Asylum” έχει πολύ συγκεκριμένους στόχους και τους πετυχαίνει διάνα. Το κύριο μέλημα του Phil Campbell ανέκαθεν ήταν να δημιουργεί δίσκους, που θα αρέσουν πρωτίστως στον ίδιο και κατ’ επέκταση στο κοινό του. Αποφεύγοντας τις υπερβολές και παραμένοντας πιστός στο όραμά του, ο «Wizzö» και οι «νόθοι γιοι» του κυκλοφορούν έναν πολύ καλό δίσκο, που αφενός αποσκοπεί στη νοσταλγική αναβίωση ένδοξων στιγμών του παρελθόντος για τους λάτρεις του γνήσιου rock ‘n’ roll, αφετέρου δε επιχειρεί να προσελκύσει νέους οπαδούς σε ένα είδος, που λίγοι αγαπούν κι ελάχιστοι έχουν διαμορφώσει όπως αυτός.
Βαθμολογία: 77/100
Για το Rock Overdose,
Άγγελος Χατζηγιάννης