Ένας σύντομος οδηγός για την Ελληνική Black Metal!

 

Η αδίκως υποτιμημένη (από τον υπόλοιπο μεταλλικό κόσμο) Ελληνική black metal σκηνή μαίνεται ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του ’80. Η άνοδος της ‘Hellenic black metal’, όπως αποκαλείται, άρχισε την ίδια περίοδο με τα πιο διαβόητα συμβάντα της αντίστοιχης Νορβηγικής σκηνής. Ωστόσο, οι Ελληνικές μπάντες ουδεμία σχέση έχουν με τις ορδές που έκαιγαν εκκλησίες, όχι μόνο αισθητικά, αλλά και ακουστικά και φιλοσοφικά. Ο Ελληνικός ήχος καθορίστηκε από την αποδοχή των παραδοσιακών heavy metal riff, στοιχείων της παραδοσιακής Ελληνικής μουσικής, τον θαυμασμό για επικές ιστορίες εμπνευσμένες από την ιστορία και τη μυθολογία της χώρας, και μια ατμόσφαιρα που θυμίζει περισσότερο Μεσόγειο παρά Νορβηγικά φιόρδ.

 

 

Οι δυο καθοριστικότερες μπάντες από τις απαρχές της σκηνής, οι Varathron και οι Rotting Christ, συνεχίζουν ακάθεκτες. Το “Patriarchs of Evil” (2018) των Varathron είναι, άλλωστε, μια από τις καλύτερες metal κυκλοφορίες για το 2018, ισάξια με πρότερα αριστουργήματα του συγκροτήματος όπως το “His Majesty at the Swamp” (1993) και το “Walpurgisnacht” (1995). Εκρηκτική, αποκρυφιστική black metal πρώτης τάξεως, που φανερώνει μια ασυνήθιστη άνεση με τις επιρροές από την παραδοσιακή metal, ανέκαθεν χαρακτηριστικό γνώρισμα του ήχου των Varathron. Από την άλλη, οι Rotting Christ έχουν δοκιμάσει αρκετά στυλ από τις αρχές της δεκαετίας του ’90, συμπεριλαμβανομένων της παγερής gothic rock και της symphonic black metal. Η τελευταία τους συλλογή, με τίτλο “Their Greatest Spells” (2018), την οποία επιμελήθηκε ο ιδρυτής και frontman Σάκης Τόλης, καθοδηγεί τον ακροατή και τον συστήνει σε όλες τις μεταμορφώσεις της μπάντας, παρουσιάζοντας τες ως στάδια στην σταθερή και σταδιακή εξέλιξη του συγκροτήματος.

 

 

Ενώ οι Varathron και οι Rotting Christ – μαζί με άλλα παλαιά και σημαίνοντα συγκροτήματα, όπως οι Necromantia, Thou Art Lord και Agatus – παραμένουν σταθεροί πρεσβευτές του Ελληνικού ήχου, η νέα γενιά Ελληνικών συγκροτημάτων φροντίζει το είδος να παραμείνει οικείο στους νεότερους ακροατές. Μολονότι δεν ασπάζονται πάντα τα κλασικά μοτίβα των προκατόχων τους, το κύριο κοινό τους γνώρισμα είναι ότι δε θα μπορούσαν να κατάγονται από πουθενά αλλού εκτός απ’ την Ελλάδα. Μετέχουν σε μια κουλτούρα που χρονολογείται από την εμφάνιση της Δημοκρατίας και που έχει καθοριστεί, όμως, από τη χειρότερη οικονομική κρίση της Δύσης μετά το Μεγάλο Κραχ. Επομένως, οι μπάντες εκείνες είναι μια συνεκδοχή για την ίδια την Ελλάδα: με το ένα πόδι στο ένδοξο παρελθόν, και με το άλλο στην αβεβαιότητα του παρόντος.

 

Macabre Omen

 

 

Ο καλύτερος Hellenic black metal δίσκος της τελευταίας δεκαετίας, και ίσως ένας από τους καλύτερους γενικώς, είναι το “Gods of War – At War” (2015) των Macabre Omen. Παρόλο που δεν είναι απόλυτα ακριβές να τους χαρακτηρίσει κανείς ως νεόφερτους, καθώς σχηματίστηκαν το 1994 κυκλοφορώντας όμως τον πρώτο τους δίσκο το 2005, η μπάντα από τη Ρόδο αποτελεί έναν πολύτιμο συνδετικό κρίκο ανάμεσα στις αρχές της σκηνής και το παρόν. Στο “Gods of War”, ο frontman Αλέξανδρος θέτει σε πρώτο πλάνο την εμμονή του με την Ελληνική αρχαιότητα, συνθέτοντας ιστορίες μάχης και μύθους που δε θα ήταν ξένοι σ’ ένα ποίημα του Ομήρου, υπό τους ήχους μιας παραδοσιακής ενορχήστρωσης και της μελωδικής black metal. Είναι λες και το “Hammerheart” (1990) των Bathory γράφτηκε για οπλίτες αντί για Vikings, και είναι τέλειο.

 

Yovel

 

 

Όντες, πολιτικά, οι πιο ριζοσπαστικοί από τις σύγχρονες Hellenic black metal μπάντες, οι Αθηναίοι Yovel σχηματίστηκαν ως άμεση αντίδραση στην Ελληνική οικονομική κρίση και την επακόλουθη αυστηρότητα. Αν και σέβονται τη μουσική της δεκαετίας του ’90, το συγκρότημα έχει δηλώσει ότι «η Ελληνική σκηνή δεν κατόρθωσε να σχηματίσει μια κοινότητα με απήχηση, που ν’ αφουγκράζεται όσα υφίστανται οι καταπιεσμένοι, ειδικά τη σήμερον ημέρα, στην Ελλάδα». Στα χειρότερα της, συμπεριέλαβε και συγκροτήματα με φασιστικές τάσεις, κάτι που οι Yovel επιδιώκουν να αλλάξουν. Στον εξαίρετο δίσκο του “Hɪðəˈtu” (2018), το συγκρότημα παρουσιάζει ένα ξεκάθαρα αντιφασιστικό, αντικαπιταλιστικό όραμα που αποτελεί μια κραυγή συσπείρωσης για όλους τους νεαρούς Έλληνες ριζοσπάστες. «Καλούμε όλους εκείνους που νιώθουν όσα νιώθουμε, να πορευτούν μαζί μας», εξηγούν. Οι Yovel δεν έχουν τον ήχο των ηττημένων. Ακούγονται αναζωογονημένοι, εξαπολύοντας την δίκαιη αγανάκτηση τους μέσω θριαμβευτικών riff, εκρηκτικών ρυθμών, ακουστικών παραδοσιακών μελωδιών και φλεγόμενων λεκτικών διατριβών.

 

Celtefog

 

 

Περιφρονώντας τις επιρροές από την παραδοσιακή metal στον Ελληνικό ήχο, οι Celtefrog μεταδίδουν ένα ατμοσφαιρικό όραμα, εμπνευσμένο από την φύση. Όπως αναφέρει ο frontman Archon Celt, αυτό είναι απλά φυσική συνέπεια του τόπου διαμονής του. «Η Ελληνική ύπαιθρος είναι πανέμορφη. Τα τοπία είναι ιδανικά για να συνθέτεις καλή μουσική». Έχει παραδεχτεί, επίσης, ότι, ενώ σέβεται όσα έκαναν οι Ελληνικές μπάντες τις δεκαετίας του ’90 για να γίνει γνωστή η σκηνή στους metal οπαδούς, δεν υπήρξε ποτέ μεγάλος οπαδός του ήχου τους. Άλλωστε, ο ήχος των Celtefrog, με ρίζες στην παράδοση, το επιβεβαιώνει. Παρόλο που κομμάτια όπως το “Call of the Ancestors” και το “Three Nights in the Mediterranean Sea” ασπάζονται την αφοσίωση της ευρύτερης σκηνής στην πολιτιστική κληρονομιά και τη γεωγραφία, φαίνονται να διανύουν αχανείς εκτάσεις, χτίζοντας σταδιακά μια ατμόσφαιρα μέσα από επαναλαμβανόμενα riff και φωνητικά - ψαλμούς.

 

Caedes Cruenta

 

 

Μέσα από μια σωρεία demo, split και δίσκων, ο ήχος των Caedes Cruenta είναι αρκετά κοντά στο όραμα που έχουν θέσει κατά καιρούς οι Varathron και οι Rotting Christ. Σ’ ένα από τα πιο πρόσφατα EP τους, το “Recitations of Abyssic Necropsalms” (2017), η μπάντα προσεγγίζει το, ας πούμε, πλατωνικό ιδεώδες του είδους. Τα κομμάτια έχουν ένα υπερβάλλοντα ζήλο, αλλά η ωμή αίσθηση που δημιουργούν οι ηχογραφήσεις είναι ο τέλειος αντισταθμιστικός παράγοντας. Αμφότερα τα κομμάτια αρχίζουν με αρχαιοπρεπείς χορωδίες και δημιουργούν το τέλειο κλίμα για την απόκρυφη Ελληνική οργή που ακολουθεί. Μέχρι το κιθαριστικό σόλο στην αποκορύφωση του “Shadows from Ancient Ephyra”, ο ακροατής έχει μαγευτεί. Οι Caedes Cruenta έχουν βρει τη χρυσή τομή, το σημείο εκείνο όπου ο ακροατής συνεπαίρνεται από την τελετουργική μαγεία, χωρίς όμως να το αντιλαμβάνεται καθώς επιδίδεται σε ασταμάτητο headbanging.

 

Spectral Lore

 

 

Μολονότι οι δουλείες δεν είναι χαρακτηριστικές του ήχου της Ελληνικής σκηνής, ο πολυπράγμων Ayloss επιδεικνύει το εύρος της σύγχρονης Hellenic black metal με το project του Spectral Lore. Με κυκλοφορίες όπως το αριστοτεχνικό “III” (2014), ο Ayloss επεκτείνει τα όρια της ατμοσφαιρικής black metal, προσφέροντας δεκάλεπτες -το λιγότερο- συνθέσεις σε στυλ instrumental διαλογισμών (“Drifting Through Moss and Ancient Stone”) και εντρυφήσεων στην προσωπική του φιλοσοφία (“The Veiled Garden”). Τα κομμάτια του θυμίζουν, κατά διαστήματα, τα συναρπαστικά Ελληνικά τοπία, αλλά πρόκειται για μουσική του νου, και ο Ayloss είναι ένα από τα μεγαλύτερα μυαλά στη σύγχρονη metal.

 

Primal Cult

 

 

Στα επτά κομμάτια που αποτελούν το ντεμπούτο του με τίτλο “Perennial Fire” (2018), το neo-Hellenic black metal συγκρότημα Primal Cult δίνει τη μεγαλύτερη έμφαση στη μελωδία. Είτε απολαμβάνοντας ένα εκτεταμένο ατμοσφαιρικό κομμάτι είτε ορμώντας κατά μέτωπο, η μπάντα κατορθώνει να εντοπίζει το καταλληλότερο riff και να βασίζεται σ’ εκείνο. Παρόλο που η μουσική τους δεν είναι ήπια, δε σημαίνει ότι στερείται νοημάτων. Οι συνθέσεις στο “Perennial Fire” είναι πολυσύνθετες μηχανές, βρίσκοντας πάντα τον κατάλληλο ήχο για την κάθε στιγμή. Αν μη τι άλλο, ο δίσκος αυτός είναι η πρώτη εμφάνιση μιας μπάντας που είναι ήδη προχωρημένου επιπέδου.

 

Πηγή: Άρθρο του Brad Sanders στο Bandcamp Daily

 

Comments