Οι Σουηδοί Black metallers Watain κλείνουν φέτος αισίως 25 χρόνια ζωής, καθώς δημιουργήθηκαν στην κοσμοπολίτικη Uppsala το 1998. Η Uppsala είναι η τέταρτη σε πληθυσμό πόλη της χώρας, μετά την πρωτεύουσα Στοκχόλμη, και τις πιο προβεβλημένες Göteborg και Malmö. Γνωστό τοις πάσι πλέον ότι το όνομα τους προήλθε από ένα κομμάτι των Von από το demo “Satanic Blood” το 1992.
Το συγκρότημα μέσα στην 25ετη πορεία του έχει κατορθώσει να θεωρείται πλέον όχι απλά ελίτ του είδους, αλλά να εντυπωσιάζει και με τις φοβερές συναυλίες του, οι οποίες χαρακτηρίζονται από πολύ φωτιά και πάθος, όπως ακριβώς αρμόζει στην μουσική τους που δε διαφέρει και πολύ από μια πύρινη λαίλαπα. Γνωστοί για την πέρα ως πέρα σατανιστική τους προσέγγιση, δεν έχουν διστάσει να προκαλέσουν πολλές φορές την κοινή γνώμη, με πράξεις που μέσα τους περιέχουν μεταξύ άλλων λούσιμο κοινού με αίμα νεκρών ζώων –και μετέπειτα εμετούς από πλευράς κοινού- ακόμα και το να χαιρετίσουν φασιστικά στο παρελθόν, παρότι έχουν αρνηθεί κάθε σχέση με ρατσιστικές τακτικές, ενώ δεν έχουν και την καλύτερη γνώμη για το NSBM.
Η πορεία τους δεν ξεκίνησε απευθείας με δάφνες αλλά μέσα από πάρα πολλή σκληρή δουλειά, κατάφεραν να κάνουν τη διαφορά σε σχέση με άλλες μπάντες, όπως και να συγκεντρώσουν το μίσος ακόμα και πολλών οπαδών του είδους.
Μέσα από την ανάλυση των 7 δίσκων τους θα προσπαθήσουμε να καταδείξουμε το πώς και γιατί έγιναν σημαντικότατοι και να δούμε και την εξέλιξη τους μέσα στα χρόνια.
“Rabid Death’s Curse” (Drakkar Productions, 2000)
Η αρχή λένε είναι το ήμισυ του παντός και στην περίπτωση των Watain δε θα μπορούσε να ισχύει περισσότερο. Το πρώτο τους άλμπουμ ύστερ από το demo “Go Fuck Your Jewish God” του 1998 και το ΕΡ “The Essence Of Black Purity” του 1999, είναι γεγονός. Στο “Rabid Death’s Curse”, το συγκρότημα μας συστήνεται όπως και ο κύριος πυρήνας του line-up. Στο μπάσο και τα φωνητικά ο Erik Danielsson, στις κιθάρες ο Pelle Forsberg και στα τύμπανα ο Håkan Jonsson, με δεύτερο κιθαρίστα τότε τον βραχύβιο Christian Blom που έφυγε μετά τη δημιουργία του δίσκου. Τα πράγματα είναι όμορφα απλά στο ντεμπούτο των Watain, καθώς μιλάμε για αρχετυπικό και άκρως ωμό black metal, το οποίο προκρίνει τους σιδηροδρομικούς ρυθμούς στις κιθάρες και με το μπάσιμο του “The Limb Crucifix”, μπορούσες άμεσα να καταλάβεις πως και γιατί αυτό το συγκρότημα θα μπορούσε μελλοντικά να κάνει τη διαφορά. Ακατέργαστο, αναιδέστατο και ξεχωριστό στην καριέρα τους, το “Rabid Death’s Curse” είναι οι Watain πριν την έκρηξη τους, έχει μέσα του ρομαντισμό από άλλη εποχή και αποδεικνύει πως όταν υπάρχει η πρώτη ύλη διαθέσιμη, δεν αργεί η στιγμή που μια μπάντα θα μεγαλουργήσει. Η επίθεση του “On Horns Impaled” ή του “Angelrape” ηχούν αμφότερες το ίδιο απειλητικές μέχρι σήμερα, σε ένα σύνολο που κάθε κομμάτι μπορεί να το εξυπηρετήσει ξεχωριστά.
9/10
“Casus Luciferi” (Drakkar Productions, 2003)
Έχετε άραγε νιώσει την αλλαγή επιπέδου ενός συγκροτήματος από το μπάσιμο ακόμα ενός δίσκου; Σίγουρα με τους Watain αυτό έγινε άμεσα αντιληπτό όταν κυκλοφόρησε το δεύτερο τους άλμπουμ, “Casus Luciferi”. Μείον τον κιθαρίστα Christian Blom, ο πυρήνας των Watain ηχογραφεί τον δίσκο σαν τρίο και δοξάζονται μέσα από την υπερ-βελτίωση τους σαν παίκτες, ενώ η παραγωγή του Tore Stjerna που έκανε και αυτή στο “Rabid Death’s Curse” είναι έτη φωτός μπροστά σε σχέση με το ντεμπούτο τους. Εδώ με το που σκάει το “Devil’s Blood” ξέρεις ήδη ότι έχεις να κάνεις με ένα πραγματικά ΜΕΓΑΛΟ συγκρότημα, ενώ επισήμως θεμελιώνεται η επιρροή των Dissection στον ήχο των Watain και γενικότερα ο πιο Σουηδικός ήχος σε σχέση με τη «Νορβηγίλα» του “Rabid Death’s Curse”. Ο Danielsson φτύνει φωτιές από το στόμα σε κάθε δοθείσα ευκαιρία, οι διάρκειες των κομματιών μεγαλώνουν αρκετά και το δαιδαλώδες παίξιμο τους απλώνεται σε κομμάτια σαν τα “Opus Dei (The Morbid Angel)”, “Puzzles Ov Flesh” και το ομότιτλο, όπου δείχνουν ότι το «έχουν» και με διάρκειες μεγαλύτερες των όσων υπολόγιζε ο κόσμος. Σίγουρα ο πιο κρίσιμος δίσκος της καριέρας τους και αυτός που τους έδωσε την ώθηση να συνεχίσουν ένα αδιανόητο σερί ποιότητας που μνημονεύεται με δέος μέχρι και σήμερα. 20 χρόνια μετά την κυκλοφορία του, το λες και απίστευτο ότι βγήκε τέτοιος black δίσκος το 2003...
10/10
“Sworn To The Dark” (Season Of Mist, 2007)
Αλλαγή επιπέδου μουσικά για τους Watain αλλά και αλλαγή δισκογραφικής στέγης αμέσως μετά το “Casus Luciferi” που προκάλεσε παγκόσμιο πάταγο. Πλέον οι Σουηδοί ανήκουν στο δυναμικό της Γαλλικής ανερχόμενης Season Of Mist και με τον αέρα μιας ακόμα μεγαλύτερης εταιρείας στην πλάτη τους, οι Watain μας προσφέρουν το απόλυτο άλμπουμ της καριέρας τους, ή όπως τείνουμε να λέμε οι οπαδοί όταν τα 10αρια πληθαίνουν, το «11αρι» τους. Το “Sworn To The Dark” έμοιαζε ακόμα από το εξώφυλλο του απειλητικό, αλλά όταν ακούγεται το εναρκτήριο 8λεπτο “Legions Of The Black Light” τότε παύει κάθε δεύτερη σκέψη. Το κορυφαίο σύνολο κομματιών μιας τεράστιας καριέρας εν έτει 2007, με μπροστάρηδες τα “Storm Of The Antichrist”, “The Serpent’s Chalice”, το τελειωτικό επίσης άνω των 8’ “Stellarvore” και φυσικά το ομότιτλο κομμάτι. Οι Watain έθεσαν τον πήχη τόσο ψηλά που δεν άργησαν να γίνουν αντικείμενο λατρείας για τους οπαδούς του είδους αλλά και μίσους ακόμα και από… ομοϊδεάτες, καθώς η απότομη επιτυχία τους γέννησε φθόνο και άρχισε να καλλιεργείται ότι δεν είναι “true” μπάντα αλλά γίνονται mainstream (ναι με τέτοιο υλικό, διάρκειες και εξώφυλλο η αλήθεια να λέγεται, αποσκοπούσαν σε περιοδεία με τη Madonna τότε). Σαφώς και οι Watain ποτέ δεν έκατσαν να ακούσουν το οτιδήποτε και το μόνο πράγμα στο μυαλό τους ήταν ότι είχαν ένα πλανήτη να κατακτήσουν, με κάθε κόστος, με θεμιτά και αθέμιτα μέσα.
Hint: Σε συνέντευξη με τον Nergal των Behemoth όταν μας ήρθαν το 2010 στην περιοδεία για το “Evangelion”, τον ρώτησα για τα κορυφαία άλμπουμ της δεκαετίας που έφυγε. Το πρώτο που ανέφερε ήταν το “Sworn To The Dark”, πλάϊ μάλιστα στο “Communion” των δικών μας Septicflesh! Αν αυτό μπορεί να λέει κάτι δηλαδή…
10/10 (και το 11 δεν είναι λάθος πάντως)
“Lawless Darkness” (Season Of Mist, 2010)
Θα το παραδεχτώ δημόσια για πρώτη φορά, δεν περίμενα με τίποτα μετά το “Sworn To The Dark” τότε, να μπορέσουν να βγάλουν υλικό που θα μπορούσε έστω να σταθεί δίπλα του. «Καλύτερα να μασάς παρά να μιλάς» λέει ένα ρητό και όταν βγήκε το “Lawless Darkness” στην αρχή της προηγούμενης δεκαετίας, διαψεύστηκε κι ο πιο αισιόδοξος οπαδός τους. Πιο μεγαλοπρεπείς από ποτέ, πιο έμπειροι, ώριμοι και με διάθεση να αποστομώσουν τους πάντες, οι Watain μας πρόσφεραν το μεγαλύτερο σε διάρκεια άλμπουμ τους, ένα κολοφώνα της ανόδου του ονόματος τους και ένα σύνολο 73’ παρακαλώ. Σίγουρα όχι η ιδανική κίνηση και διάρκεια δίσκου αν θες να γίνεις εμπορικός, έτσι δεν είναι; Ποιος νοιαζόταν όμως για κάτι τέτοιο; Όχι οι Watain όπως και να’χει. Δίσκος που έχει μέσα το “Malfeitor” (συγνώμη, ΤΟ ΜΑΛΦΕΪΤΟΡ ήθελα να πω) δε μπορεί παρά να γράψει ιστορία. Προσθέστε μέσα το “Wolves’ Curse” και το “Kiss Of Death” μεταξύ ίσων και με ένα ΜΕΓΑΛΕΙΩΔΕΣ τέλος που δε μπορούσε κανείς να προβλέψει. Το “Waters Of Ain” είναι η επιστέγαση μιας ολόκληρης καριέρας, η κορυφή μιας δημιουργικότητας που δεν είχε σύνορα και μάλλον το κομμάτι αρτιστικά και συνθετικά που θα ονειρευόντουσαν να γράψουν όταν δημιουργήθηκαν, αλλά ίσως και οι ίδιοι να μην πίστευαν ότι μπορούν να καταφέρουν. Το τέλος μιας Αγίας (ή και όχι;) Τριάδας δίσκων που μοιάζει αδύνατο να επαναληφθεί από οποιονδήποτε σήμερα.
10/10
“The Wild Hunt” (Century Media Records, 2013)
Ας είμαστε ρεαλιστές, αυτή τη φορά όντως κανείς δεν περίμενε να επαναληφθεί κάτι ανάλογο με τους προηγούμενους τρεις δίσκους. Βασικά κι αυτό που κάνανε σε τρία σερί άλμπουμ ήταν τέρμα παρά φύσιν. Αλλαγή εταιρείας ξανά κι από τη Season Of Mist το συγκρότημα υπογράφει συμβόλαιο με την Century Media προς τέρψη των εχόντων γνώσιν. Το “The Wild Hunt” κακά τα ψέματα, ήταν καταδικασμένο να υποφέρει τη σύγκριση με τους προκατόχους του, κάτι απόλυτα ΛΟΓΙΚΟ. Αυτό όμως από το να βλέπω μέσα στο βάθος 10ετίας που κλείνει φέτος χαρακτηρισμούς λες και είναι κάνα αλμπουμάκι της σειράς ή που θα μπορούσε να το βγάλει ο οποιοσδήποτε, έχει μια απόκλιση που καθιστά την υπερβολή συνώνυμο στις αναφορές που αφορούν το δίσκο. Ναι, φυσικά και δεν είναι μνημειώδες, αλλά αν νομίζετε όλοι ότι μπορούν κάθε μέρα να γραφτούν κομμάτια σαν το “De Profundis”, το “All That May Bleed”, το “Outlaw”, ή το “Holocaust Dawn” τότε πλανάστε πλάνην οικτρά! Το πηγαίνουν πολύ θαρραλέα ένα βήμα παραπέρα, με διάθεση για πειραματισμό και περαιτέρω ωριμότητα, ενώ ότι και να λέω εγώ ή εσείς, υπάρχει εδώ μέσα ένας ΥΜΝΟΣ όπως το “They Rode On” που παύει κάθε συζήτηση στο άκουσμα του και που ο Danielsson καθηλώνει με την προσωπική του ερμηνεία. Υπερασπίζομαι το δίσκο σε κάθε ευκαιρία και θεωρώ πολύ άδικο οποιοδήποτε μειωτικό χαρακτηρισμό.
8/10
“Trident Wolf Eclipse” (Century Media Records, 2018)
Αρχή-αρχή του 2018 (5 Ιανουαρίου συγκεκριμένα, τα γενέθλια της αδερφής μου, γι’αυτό και το θυμάμαι έντονα) και οι Watain αποφασίζουν να βγάλουν τον πρώτο μεγάλο δίσκο της χρονιάς. Αυτός είναι το “Trident Wolf Eclipse”, το οποίο θεωρώ το δεύτερο κρισιμότερο άλμπουμ στην ιστορία τους μετά το “Casus Luciferi”, κι αυτό γιατί ήταν σε μια καμπή καριέρας που έπρεπε τρόπον τινά να κάμψουν τις αμφιβολίες μετά το “The Wild Hunt”. Συζητώντας το εκείνη την εποχή με τον Erik Danielsson σε συνέντευξη, μου αποκάλυψε ότι θέλανε ένα πιο in your face δίσκο, πράγμα που ξεκάθαρα πέτυχαν με το συνολικό αποτέλεσμα. Θα χαρακτήριζα το δίσκο όπως κάνω έκτοτε την πιο «thrash» στιγμή της καριέρας τους, είναι και το μικρότερο σε διάρκεια άλμπουμ τους (ούτε 35’) και ακόμα και το opener “Nuclear Alchemy” (προσωπικό μου τοπ 5 της δισκογραφίας τους) έχει αυτό το thrash κλωτσομπουνίδι στο μοτίβο του. Ο σωστός δίσκος τη σωστή στιγμή για τους Watain, ορμητικό, με μικρά σε διάρκεια κομμάτια, κάτι σαν επιστροφή στις ρίζες του “Rabid Death’s Curse” και με επικές τραγουδάρες τύπου “Furor Diabolicus”, “Towards The Sanctuary” (ΤΙ ΑΡΧΗ!) και το τελευταίο “The Fire Of Power”, αφήνει πίσω του συντρίμμια και τελειώνει την εποχή τους στη Century Media με στόμφο και αποτελεί ότι καλύτερο έχουν κάνει τα τελευταία 13 χρόνια μετά το “Lawless Darkness”.
8.5/10
“The Agony & Ecstasy Of Watain” (Nuclear Blast, 2022)
Περσινά (όχι ξινά) σταφύλια ο δίσκος, ο οποίος τους βρίσκει με την τρίτη (και καλύτερη; Ποιος ξέρει…) αλλαγή εταιρείας από την Century Media στη Nuclear Blast. Στο γνώριμο κενό των 3-4 ετών ανά δίσκο, οι Watain και πάλι ακούγονται διαφορετικοί σε σχέση με προηγούμενο δίσκο, ενώ το άλμπουμ συνολικά ακούγεται σαν μια ιδανική μίξη στοιχείων από την κάθε τους εποχή, έχει στιγμές μεγαλείου, στιγμές πειραματικές, στιγμές βρωμόξυλου (προφανώς) και στιγμές πιο άμεσες από το παρελθόν τους. Ωστόσο παράλληλα με όλα τα παραπάνω, ενώ όλα είναι σωστά δομημένα και τίποτα δεν έχει γίνει λάθος πρακτικά, είναι και η πρώτη φορά που νιώθω κάτι σαν να «λείπει» από δίσκο τους. Εξηγούμαι ότι οι προσδοκίες δεν ήταν ψηλές και είχα ξεκόψει στον εαυτό μου ότι θα βγει κάτι τόσο ορμητικό όσο το “Trident Wolf Eclipse”. Από την άλλη όμως, οι ακροάσεις του δίσκου δε με γέμισαν τόσο όσο τα προηγούμενα άλμπουμ τους και είναι ίσως η πρώτη φορά που μέσα στον κυκεώνα των εκπληκτικών κυκλοφοριών της περσινής χρονιάς, που ένιωσα σαν να πέρασαν λίγο και να μην ακούμπησαν. Αυτό δε σημαίνει ότι ο δίσκος είναι κακός ή ανεπαρκής, κάθε άλλο. Απλά θεωρώ –όπως και πολλοί- ότι δε στέκεται τόσο μεγαλοπρεπής όσο οι προκάτοχοι του και αποτελεί την «αδύναμη» (τρόπος του λέγειν, μακάρι να ήταν έτσι όλα τα αδύναμα άλμπουμ) στην ιστορία τους.
7.5/10
Οι Watain μέσα στην 25χρονη ιστορία τους έχουν αποδείξει με έργα –το τονίζουμε αυτό γιατί πολλοί είναι μόνο λόγια- ότι είναι ένα συγκρότημα που μένει ανήσυχο, που δεν εφησυχάζει και που ζει με πάθος για την τέχνη που παράγει. Ότι τάσσονται υπέρ συγκεκριμένων λογικών και ότι νιώθουν να τους οδηγεί κάτι ανώτερο που δεν είναι της δικής μας πεποίθησης είναι στη διακριτική ευχέρεια ή όχι του καθενός αν και πόσο θέλει να το δεχτεί. Αυτό δεν αλλάζει ότι δίκαια έχουν καταλάβει ηγετική θέση όχι απλά στον μαυρομεταλλικό χώρο αλλά και γενικά στον ακραίο ήχο και θεωρούνται μπάντα που μπορεί ακόμα και σήμερα να ηγηθεί των εξελίξεων, να εμπνεύσει νέες μπάντες και να πάει στο επόμενο επίπεδο την έννοια «ζωντανή εμφάνιση». Όσοι έχετε δει τους Watain ζωντανά ξέρετε τι να περιμένετε. Όσοι θα τους δείτε για πρώτη φορά, ετοιμαστείτε για κάτι τόσο βιωματικό, εκφοβιστικό, σοκαριστικό και ανεξίτηλο στη μνήμη σας όπως όταν είδατε για πρώτη φορά να ξεπροβάλλει ο Balrog της Morgoth μέσα από τα ορυχεία της Moria, καταδιώκοντας την συντροφιά του Δαχτυλιδιού!
SHADOW AND FLAME!
Για το Rock Overdose,
Άγγελος Κατσούρας