Πολλές φορές όταν γράφουμε για ένα συγκρότημα ή για έναν καλλιτέχνη, γράφουμε για το “θρυλικό” τους status, πόσο μεγάλοι είναι και παρόμοιους τέτοιους χαρακτηρισμούς. Κάπου μπορεί όμως να υπερβάλλουμε λόγω της αγάπης μας για τον εκάστοτε καλλιτέχνη ή συγκρότημα. Αυτό όμως σίγουρα δε συμβαίνει στην περίπτωση του Glenn Hughes. Ο Βρετανός μουσικός “τικάρει” όλα τα κουτάκια που τον κατατάσσουν στην elite των μουσικών. Οπότε το γεγονός ότι αυτός ο θρύλος επέστρεφε στη Θεσσαλονίκη μετά από 17 χρόνια συν το ότι η περιοδεία είναι αφιερωμένη στα 50 χρόνια από την κυκλοφορία του μνημειώδους “Burn” των Deep Purple, έκαναν επιτακτική την παρουσία μας στο Principal.
Τη συναυλία άνοιγε ο Γιώργος Γάκης μαζί με το συγκρότημα του The Troublemakers οι οποίοι ανέβηκαν στην σκηνή λίγο μετά τις 21:00. Γενικά όσες φορές έχω δει τον Γιώργο, είτε ως solo, είτε ως full band, περνάω πολύ καλά. Και η συγκεκριμένη εμφάνιση δεν ήταν διαφορετική. Η πάντα ζεστή φωνή του Έλληνα rocker σε ταξιδεύει με όμορφες μουσικές και πάντα απόλυτα επαγγελματικές εμφανίσεις. Μέσα στα επόμενα 40 λεπτά ακούσαμε κομμάτια από την τελευταία δισκογραφική του, με τίτλο “Parallel Dimensions” όπως επίσης, παλαιότερες επιτυχίες και μια πολύ ωραία διασκευή του “Cryin’ In The Rain” των αγαπημένων Whitesnake. Μάλιστα στο δεύτερο μισό της εμφάνισης της μπάντας είχαμε την ευκαιρία να απολαύσουμε τον εξαιρετικό κιθαρίστα Anthimos Manti ως guest!
Λίγα λεπτά μετά τις 22:00 το συγκρότημα του Hughes ανεβαίνει στη σκηνή για να ακολουθήσει ο τεράστιος μπασίστας, συνθέτης, τραγουδιστής φορώντας εννοείται τα κλασσικά εδώ και κάποια χρόνια γυαλιά ηλίου του. Οι περισσότεροι φαντάζομαι είχαμε διαβάσει ή είχαμε μιλήσει με φίλους που ήταν την προηγούμενη ημέρα στη συναυλία της Αθήνας και ξέραμε πάνω κάτω τι να περιμένουμε. Όταν όμως ήχησαν οι πρώτες νότες του “Stormbringer” και φτάσαμε στα πιο απαιτητικά φωνητικά σημεία νομίζω απλά ότι όλοι μείναμε με ανοιχτό το στόμα. Δε γίνεται. Μάλλον δεν ακούσαμε κάτι καλά. Δεν γίνεται να βγάζει τέτοιες νότες με τόση άνεση. Επόμενο ρεφρέν, πάλι τα ίδια.
Ακολούθησαν τα “Might Just Take Your Life” και το πανέμορφο “Sail Away” με τη συμμετοχή του κόσμου (όσου ήρθε τέλος πάντων – θα τα πούμε αργότερα αυτά) να είναι αρκούντος ικανοποιητική.
Στη συνέχεια, όπως μας είπε και ο Hughes, μεταφερθήκαμε 50 χρόνια πίσω και στο τρομερό live California Jam με μία εικοσάλεπτη περίπου εκτέλεση του “You Fool No One” η οποία περιελάμβανε guitar solo, drum solo και ένα μικρό κομμάτι από το “High Ball Shooter”. Έτσι έστω και για λίγο μπορέσαμε να ζήσουμε τη μαγεία του να είσαι σε ένα τέτοιο live με ατελείωτα jamαρίσματα και μπάντες που ξέρουν πολύ καλά τη δουλειά τους.
Φυσικά ειδική μνεία πρέπει να γίνει στα μέλη της μπάντας του Hughes. Μπορεί να μην ήξερα κανέναν, μπορεί ο drummer να έμοιαζε σαν τους φυλακισμένους στο θρυλικό arcade game Metal Slug, μπορεί τα φώτα να ήταν όλα στραμμένα στον Hughes, αλλά και οι τρεις τους ήταν απίστευτοι.
Ακολούθησε ίσως ένα από τα πιο σπαρακτικά κομμάτια της ιστορίας σε μία ακόμα τρομερή εκτέλεση. Φυσικά ο λόγος για το “Mistreated” όπου είχαμε την ευκαιρία να ακούσουμε και αρκετά vocal solos του Hughes. Ειλικρινά για πολλοστή φορά κατά τη διάρκεια της συναυλίας σκεφτόμουν αν είναι τόσο καλός το 2024 στα 73 του χρόνια, τι έκανε και τι άκουγαν όσοι τον είδαν τη δεκαετία του ’70; Και επίσης ΠΟΣΟ ΤΕΡΑΣΤΙΟΙ ΕΙΣΤΕ ΡΕ PURPLE ΠΟΥ ΕΙΧΑΤΕ ΤΟΝ HUGHES ΓΙΑ ΔΕΥΤΕΡΑ ΦΩΝΗΤΙΚΑ;;;
Το κυρίως μέρος της συναυλίας έκλεισε με τα “Getting’ Tighter” και “You Keep On Moving” με τον Hughes να μη χάνει ευκαιρία να ευχαριστήσει τον κόσμο και να του λέει πόσο τον αγαπάει.
Ολιγόλεπτη αναμονή και επιστροφή της μπάντας στη σκηνή για το κομμάτι που περιμέναμε όλοι. Και μάλιστα με μία έκπληξη. O Gus G, καλεσμένος της μπάντας ανέβηκε και αυτός μαζί τους για μία τρομερή εκτέλεση του “Burn”.
Η συναυλία ήταν κλασσικό παράδειγμα του “τι ζήσαμε ρε παιδιά;”. Προσωπικά θεωρώ ότι το συγκεκριμένο live ήταν από τα πραγματικά άχαστα. Λόγω του ονόματος, λόγω της περιοδείας και προφανώς λόγω του αδυσώπητου χρόνου που δεν ξεχνά κανέναν. Ίσως ξαναέρθει ο Hughes. Ίσως όμως και όχι. Το ρισκάρεις; Εγώ προσωπικά όχι. Η προσέλευση πάντως θεωρώ ότι για ένα τέτοιο live ήταν μικρή και είναι κρίμα.
Όσοι ήμασταν στο επετειακό live για τα 50 χρόνια του “Burn” σίγουρα θα το θυμόμαστε για πολλά χρόνια. Οι υπόλοιποι… ας προσέχατε.
Για το Rockoverdose,
Απόστολος “Astaldo” Πανταζόγλου
Φωτογραφίες: Κατερίνα Μήτικα