JON LORD – 9/6/1941-16/7/2012: Αφιέρωμα στον Άρχοντα των πλήκτρων ο οποίος γεννήθηκε σαν σήμερα

 

 Όταν πρέπει να γράψεις για ένα άτομο, έναν μουσικό που έχει επηρεάσει τη μουσική που ακούμε σήμερα και τα τελευταία 40 χρόνια όσο ελάχιστοι, τι μπορεί να γράψεις; Και αυτά που θα γράψεις τι σημασία θα έχουν όταν επισκιάζονται από το μεγαλείο ενός τέτοιου ανθρώπου; Ενός μουσικού που ανήκουν στην elite της elite. Ενός ανθρώπου που ανήκει σε μία πολύ κλειστή ομάδα, της οποίας τα μέλη της μετριούνται στα δάχτυλα, που διαμόρφωσαν την σύγχρονη μουσική όπως την ξέρουμε. Τι να γράψεις για έναν από τους μεγαλύτερους μαέστρους της σύγχρονης εποχής; Και φυσικά ο λόγος για τον Jon Lord. Ένα άτομο που του χρωστάμε πάρα μα πάρα πολλά.

 

Ο Jonathan Douglas Lord όπως είναι το κανονικό του όνομα, γεννήθηκε στις 9 Ιουνίου το 1941 στο Leicester της Αγγλίας. Από πολύ μικρή ηλικία, όταν ήταν μόλις 5 ετών, άρχισε να διδάσκεται κλασσικό πιάνο. Από τις βασικές επιρροές του, ήταν ο Sebastian Bach, η μεσαιωνική μουσική και Edward Elgar, Άγγλος συνθέτης του 19ου και 20ου αιώνα. Παράλληλα, ανέπτυξε και μία αγάπη για τα blues τα οποία έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην πορεία του.

Το 1959, μετακόμισε στο Λονδίνο για να ακολουθήσει μαθήματα υποκριτικής στο Central School Of Speech and Drama στο Sweet Cottage. Εκεί έπαιξε μικρούς ρόλους και συνέχιζε να παίζει πιάνο σε clubs ως session μουσικός. Την επόμενη χρονιά άρχισε η καριέρα τους ως μέλος συγκροτήματος με τους Bill Ashton Combo ένα jazz συγκρότημα, το οποίου ο ηγέτης, Bill Ashton, έπαιξε κύριο ρόλο στην εκπαίδευση της jazz μουσικής στην Αγγλία. Σύντομα ο Lord μαζί με τον Ashton, μπήκαν στις τάξεις των Red Bludd’s Bluesicians (γνωστοί και με το όνομα The Don Wilson’s Quartet) μέλος των οποίων ήταν και ο Arthur “Art” Wood. Μετά την διάλυση τους οι Wood και Lord, μαζί με τον drummer Red Dunnage, έφτιαξαν τους Art Wood Combo, οι οποίοι κυκλοφόρησαν το δίσκο “Art Gallery” το 1966.

Το 1967 ο Lord, έφτιαξε τους Santa Barbara Machine Head, ακόμα ένα blues συγκρότημα, το οποίο στις τάξεις του περιελάμβανε και τον μικρό αδερφό του Wood, τον Ronnie Wood, ο οποίος λίγα χρόνια αργότερα, το 1975, θα γινόταν μέλος των Rolling Stones. Το συγκρότημα ηχογράφησε μόλις τρία ορχηστρικά κομμάτια τα οποία κυκλοφόρησαν τον επόμενο χρόνο στην συλλογή “Blues Anytime Vol. 3”. Το συγκρότημα διαλύθηκε λίγους μήνες μετά τη δημιουργία του.

Εκείνη την περίοδο ο Lord, συνάντησε μέσω του συγκάτοικου του, Chris Curtis, τον επιχειρηματία Tony Edwards, ο οποίος ήθελε να επενδύσει στη μουσική. Τότε ήταν που ο Lord, συνάντησε τον Richie Blackmore για πρώτη φορά. Το τρίο όμως δεν κατάφερε και πολλά λόγω της συμπεριφοράς του Curtis. Ο Edwards όμως είχε ενθουσιαστεί από τον Lord και του ζήτησε να φτιάξει ένα συγκρότημα. Ο Lord, επικοινώνησε με τον μπασίστα Nick Simper με τον οποίο είχε συνεργαστεί παλαιότερα και κάλεσε τον Blackmore από το Αμβούργο όπου κατοικούσε. Η αρχική επιλογή για το συγκρότημα ήταν ο Bobby Woodman, αλλά τελικά την θέση πήρε ο Ian Paice, ο οποίος είχε έρθει μαζί με τον Rod Evans όταν έκανε audition για τα φωνητικά. Το συγκρότημα αρχικά ονομάστηκε Roundabout αλλά τον Μάρτιο του 1968 πήραν την μορφή “Mark Ι” των Deep Purple.

Για την προσφορά του στους Deep Purple, νομίζω πως είναι περιττό να αναφερθούμε καθώς αυτός ήταν ο υπεύθυνος για την πρώτη μεγάλη επιτυχία του συγκροτήματος με τον δίσκο “Concerto For Group And Orchestra” που κυκλοφόρησε το 1970. Ο δίσκος ηχογραφήθηκε στις 24 Σεπτεμβρίου 1969 στο Royal Albert Hall με την Βασιλική Φιλαρμονική Ορχήστρα που διεύθυνε ο Malcolm Arnold. Αυτός ήταν και ο πρώτος δίσκος με τον Ian Gillan στα φωνητικά και τον Roger Glover στο μπάσο (οι Evans και Simper, είχαν απολυθεί). Αυτός ο δίσκος που άνοιξε το δρόμο για όλες τις επόμενες συνεργασίες ορχήστρας και rock/metal μπάντας όπως το “S&M” των Metallica και την ζωντανή εκτέλεση του “The Wall” στο Βερολίνο.

Στην συνέχεια το συγκρότημα πήρε μία πιο rock πορεία με το Hammond του Lord όμως να παίζει κυριότατο ρόλο και μάλιστα οι “μάχες” μεταξύ του Hammond και της Stratocaster του Blackmore στα κομμάτια, μόνο επικές μπορούν να χαρακτηριστούν. Το συγκρότημα με αυτή τη σύνθεση κυκλοφόρησε τους δίσκους “In Rock” (1970), “Fireball” (1971), “Machine Head” (1972) και “Who Do We Think We Are” (1973) που περιέχουν μερικές από τις μεγαλύτερες επιτυχίες του συγκροτήματος. Τότε ήταν που ο Lord, γνώρισε τον David Coverdale καθώς αποχώρησαν οι Gillan και Glover (την θέση του πήρε ο Glenn Hughes). Η σύνθεση αυτή, που κυκλοφόρησε τα “Burn” (1974) και “Stormbringer” (1975), κράτησε μέχρι το 1975 με τον Blackmore να αποχωρεί και τη θέση του να παίρνει ο Tommy Bolin για την κυκλοφορία του “Come Taste The Band” (1976). Αυτή ήταν και η τελευταία κυκλοφορία των Deep Purple μέχρι το 1984 καθώς αποφάσισαν να διαλύσουν το συγκρότημα.

Όλα αυτά τα χρόνια ο Lord όμως, είχε συνεχίσει την κλασσική του πορεία που είχαν ως αποτέλεσμα τις κυκλοφορίες των “Gemini Suite” (1972), “Windows” (1974) και “Sarabande” (1975).

Το 1974, ο Lord, συνεργάστηκε με τους Ian Paice και Tony Ashton για την κυκλοφορία “First Of The Big Bands”. Στο συγκρότημα ήταν επίσης ο Carmine Appice (αδερφός του Vinny Appice των Black Sabbath), ο Peter Frampton και ο σαξοφωνίστας των Pink Floyd, Dick Parry. Αυτή η σύνθεση ήταν και η βάση για το project Paice, Ashton & Lord, το οποίο κυκλοφόρησε το “Malice In Wonderland” το 1977. Παράλληλα ο Lord, συνεργάστηκε με την Maggie Bell, τους Nazareth και τον Richard Digance.

Τον Αύγουστο του 1978, μπήκε στο συγκρότημα του πρώην συνεργάτη του David Coverdale, με όνομα Whitesnake. Το συγκρότημα ήταν η μουσική συνέχεια που ακούστηκε για πρώτη φορά στο project Paice, Ashton & Lord, και επηρεάστηκε και στο όνομα και στο logo από τον δίσκο του Lord, “Sarabande”. Ο ρόλος του Lord στους Whitesnake όμως ήταν δευτερεύοντας και απλά συμπλήρωνε τον ήχο των Bernie Marsden και Micky Moody. Οι συνεχείς αλλαγές στη σύνθεση της μπάντας και ο χαμηλός μισθός του Lord, ήταν κάτι που βοήθησε στην επαναδραστηριοποίηση των Deep Purple το 1984. Η τελευταία του συναυλία ως μέλος των Whitesnake ήταν στις 16 Απριλίου το 1984. Μαζί τους κυκλοφόρησε τους δίσκους “Trouble” (1978), “Lovehunter” (1979), “Ready An’ Willing” (1980), “Come An’ Get It” (1981), “Saints And Sinners” (1982) και “Slide It In” (1984).

Όσο ήταν στους Whitesnake, κυκλοφόρησε το δίσκο “Before I Forget” το 1982 και το 1984 έγραψε τη μουσική για την σειρά “Country Diary Of An Edwardian Lady”. Εκείνο τον καιρό συνεργάστηκε με μουσικούς όπως τον George Harrison των Beatles στο “Gone Troppo” (1982), τoν David Gilmour των Pink Floyd  στο “About Face” (1983) και τον τεράστιο Cozy Powell στο “Octopus” (1983).

Το 1984 είχε φτάσει ο καιρός για την επανένωση των Deep Purple με την πιο κλασσική σύνθεση “Mark II” με τους Gillan, Lord, Blackmore, Glover και Paice. Αυτή ήταν και η πιο επιτυχημένη εμπορικά περίοδος του συγκροτήματος αλλά δυστυχώς κράτησε μόλις 5 χρόνια στα οποία το συγκρότημα κυκλοφόρησε τα “Perfect Strangers” (1984) και “The House Of Blue Light” (1987). Ο Lord, συμμετείχε σε όλους τους δίσκους του συγκροτήματος μέχρι το 2002 που αποχώρησε φιλικά από το συγκρότημα. Ο ίδιος θα δήλωνε: “Το να φύγω από τους Deep Purple, ήταν τόσο τραυματική εμπειρία όσο πάντα πίστευα και ακόμα περισσότερο.” Δύο χρόνια αργότερα, στον δίσκο του “Beyond The Notes”, θα αφιέρωνε το κομμάτι “De Profundis” σε αυτό.

Το 1998 κυκλοφόρησε ίσως την πιο προσωπική του δουλειά, το “Pictured Within”. Πριν από τρία χρόνια είχε πεθάνει η μητέρα του Miriam και ο δίσκος αντανακλά τα συναισθήματα του Lord.

Το 2003 επέστρεψε στα R-n-B / blues και κυκλοφόρησε τον δίσκο “Live In The Basement” με τους Hoochie Coochie Man που στη σύνθεση τους είχαν τους Bob Daisley (Rainbow, Black Sabbath, Ozzy – μπάσο), Tim Gaze (φωνητικά / κιθάρα) και Rob Grosser (drums). Τρία χρόνια αργότερα ηχογράφησε δύο ακόμα έργα, τα “Boom Of The Tingling Strings” και “Disguises (Suite For String Orchestra)” στην Δανία και κυκλοφόρησαν το 2008 από την EMI Classics. Την ίδια χρονιά ηχογράφησε και δεύτερο δίσκο με τους Hoochie Coochie Man, τον “Danger – White Men Dancing”, ο οποίος κυκλοφόρησε το 2007.

Το 2007 επίσης, έγραψε το “Durham Concerto” για τα 175 χρόνια του Πανεπιστημίου Durham, το οποίο έκανε παγκόσμια πρεμιέρα στις 20 Οκτωβρίου της ίδιας χρονιάς στον Καθεδρικό του Durham με την Βασιλική Φιλαρμονική Ορχήστρα του Liverpool.

Στις 29 Μαΐου 2010, κυκλοφόρησε ο δίσκος “To Notice Such Things”, ο οποίος ήταν αφιερωμένος στον καλό του φίλο Sir John Mortimer που είχε πεθάνει τον Ιανουάριο του 2009. Μέχρι και πριν από λίγο καιρό, δούλευε μαζί με το supergroup WhoCares στο οποίο συμμετέχουν οι Ian Gillan, Tony Iommi, Jason Newsted, Nick McBrain και Kimmo Lindstrom.

O Lord, είχε δύο κόρες, την Sara από την πρώτη του σύζυγο Judith Feldman με την οποία ήταν παντρεμένος από το 1969 έως το 1981 και την Amy από τη δεύτερη του σύζυγο Vickie, η οποία ήταν δίδυμη αδερφή της γυναίκας του Ian Paice, Jackie.

O Lord, διεγνώσθη με καρκίνο στο πάγκρεας και ενώ όλες οι αναφορές έλεγαν για πολύ καλή πορεία, τελικά διαψεύσθηκαν. Ο τεράστιος αυτός μουσικός και όπως λένε όσοι τον έχουν γνωρίσει από κοντά, τεράστιος άνθρωπος, άφησε την τελευταία του πνοή, την Δευτέρα 16 Ιουλίου 2012 στην London Clinic μετά από πνευμονικό εμβολισμό.

Δυστυχώς η ήδη μεγάλη λίστα των ανθρώπων που είναι υπεύθυνοι για όσα ακόμα σήμερα και δεν είναι πλέον κοντά μας έχει να μεγαλώσει επικίνδυνα…

R.I.P.

Για το Rock Overdose,
Απόστολος “Astaldo” Πανταζόγλου

Comments