Ο Phil Lynott, γεννήθηκε στις 20 Αυγούστου 1949 στο West Bromwich από την Ιρλανδή Philomena Lynott και τον Cecil Parris από τη Γουιάνα, οι οποίοι γνωρίστηκαν το 1948 στο Birmingham. Η σχέση τους κράτησε μόλις μερικούς μήνες καθώς ο Parris μετατέθηκε στο Λονδίνο. Μετά τη γέννηση του Phil, η Philomena μετακόμισε σε ξενώνα για ανύπαντρες μητέρες στο Selly Oak. Όταν ο Parris έμαθε για τη γέννηση του Phil, πήγε πίσω στο Birmingham και κανόνισε μία μόνιμη κατοικία για τους δυο τους. Η σχέση του με τη Philomena κράτησε για δύο χρόνια ακόμα αν και ο ίδιος συνέχιζε να μένει στο Λονδίνο. Αργότερα η Philomena μετακόμισε στο Manchester αλλά κράτησε επαφές με τον Parris, ενώ ο Phil πήγε να μείνει στο Δουβλίνο με τη γιαγιά του Sarah Lynott.
Η μουσική σταδιοδρομία του Lynott ξεκίνησε στα μέσα της δεκαετίας του ’60 ως τραγουδιστής των Black Eagles. Εκείνη την περίοδο γνώρισε τον Brian Downey (drummer και ιδρυτικό μέλος των Thin Lizzy). Στη συνέχεια συμμετείχε στο συγκρότημα Kama Sutra μέχρι να γίνει μέλος των Skid Row οι οποίοι στις τάξεις τους είχαν τον κιθαρίστα Gary Moore. O Lynott δεν έμεινε πολύ καιρό στο συγκρότημα και όταν απολύθηκε ως αποζημίωση ο μπασίστας και ιδρυτής του συγκροτήματος, Brendan “Brush” Shiels του έδωσε ένα μπάσο που είχε αγοράσει από τον Robert Ballagh και του έκανε κάποια μαθήματα για να τον βοηθήσουν στη συνέχεια. Τότε έφτιαξε τους Orphanage μαζί με τον Downey, τον Joe Staunton (κιθάρα) και τον Pat Quigley (μπάσο). Το 1969 οι Lynott και Downey έφυγαν από τους Orphanage για να γνωρίσουν την παγκόσμια επιτυχία με τους Thin Lizzy.
Οι Thin Lizzy δημιουργήθηκαν ένα βράδυ του Δεκέμβρη του 1969 στο Δουβλίνο. Ο κιθαρίστας Eric Bell συναντήθηκε με τον πληκτρά Eric Wrixon σε μία pub και κατάλαβαν ότι θέλανε να κάνουν ένα δικό τους συγκρότημα. Και οι δύο ήταν πρώην μέλη των Them των οποίων frontman ήταν ο Van Morrison. Το ίδιο βράδυ οι δυο τους πήγαν να δουν τους Orphanage. Μετά τη συναυλία συναντήθηκαν με τους Lynott και Downey και αποφάσισαν να κάνουν ένα συγκρότημα με τη προϋπόθεση ο Lynott να είναι ο τραγουδιστής και μπασίστας και να παίζουν κάποιες από τις συνθέσεις του.
Τα πρώτα χρόνια του συγκροτήματος δεν θεωρούνται και τόσο επιτυχημένα και ο ήχος του δε θύμιζε σε καμία περίπτωση τον ήχο με τον οποίο τους έχουμε συνδέσει. Τα περισσότερα κομμάτια τους ήταν αυτοβιογραφικά από καταστάσεις και πρόσωπα της ζωής του Lynott. Το 1971 κυκλοφόρησαν το πρώτο τους δίσκο με τίτλο “Thin Lizzy” και ένα χρόνο αργότερα το “Shades Of A Blue Orphanage”.
Η επιτυχία όμως δεν άργησε να έρθει. Το συγκρότημα μπήκε για πρώτη φορά στα charts του Ην. Βασιλείου (#1 στα ιρλανδικά και #6 στα αγγλικά) το 1972 με την διασκευή του παραδοσιακού ιρλανδικού κομματιού, “Whiskey In The Jar”, το οποίο τους έφερε στην εκπομπή “Top Of The Pops”. Τα μέλη όμως εξοργίστηκαν με την εταιρεία που κυκλοφόρησε το single, καθώς πίστευαν ότι το κομμάτι δεν αντιπροσώπευε τον ήχο και την εικόνα τους. Ο επόμενος δίσκος τους, “Vagabonds Of The Western World” (1973), αν και έλαβε καλές κριτικές δεν τα πήγε και πολύ καλά και η φήμη που απέκτησαν από το “Whiskey In The Jar” άρχισε σιγά σιγά να φθίνει.
Λίγους μήνες αργότερα, την Παραμονή Πρωτοχρονιάς ο Eric Bell αποχωρεί ξαφνικά από το συγκρότημα για λόγους υγείας και απογοήτευσης από τη μουσική βιομηχανία. Ένας παλιός συνεργάτης του Lynott, ο Gary Moore κλήθηκε να τους βοηθήσει για να ολοκληρώσουν την περιοδεία. Έμεινε μόλις 4 μήνες αλλά πρόλαβε να ηχογραφήσει μερικά τραγούδια μαζί τους όπως το “Still In Love With You” το οποίο βρίσκεται στον τέταρτο δίσκο των Thin Lizzy, με τίτλο “Nightlife” (1974). Μετά την αποχώρηση του Moore, η σύνθεση του συγκροτήματος παρέμεινε σταθερή για τα επόμενα τέσσερα χρόνια και κυκλοφόρησε πέντε δίσκους με τους Lynott, Downey και τους νεοφερμένους Brian Robertson (κιθάρα) και Scott Gorham (κιθάρα). Το συγκρότημα πλέον γνωρίζει παγκόσμια επιτυχία με συνεχόμενες περιοδείες σε όλο τον κόσμο και παρά τις συνεχείς αλλαγές και τα επόμενα χρόνια παρέμεινα πολύ δημοφιλές σε Ευρώπη και Αμερική.
Το 1979, ο Lynott συνεργάζεται και πάλι με τον Gary Moore στον δίσκο “Back On The Streets” όπου προσφέρει τις υπηρεσίες του στα φωνητικά, στο μπάσο και στην ακουστική κιθάρα. Ο δίσκος περιλαμβάνει και το κομμάτι “Parisienne Walkways” το οποίο έφτασε στο #8 στα UK Singles Charts. Ο Moore συνέχισε να παίζει το κομμάτι στο encore κάθε συναυλίας του, μέχρι το θάνατο του.
Το 1980 ο Lynott αποφασίζει να ξεκινήσει και τη solo καριέρα του με τη κυκλοφορία του δίσκου “Solo In Soho”. Παρόλο που θεωρείται solo δίσκος, συμμετέχουν και οι Gorham, Downey, Snowy White, Moore και Robertson που όλοι ήταν κάποια στιγμή της καριέρας τους μέλη των Lizzy. Στον δίσκο συμμετέχει επίσης και ο κιθαρίστας των Dire Straits, Mark Knopfler στο κομμάτι “King’s Call” που γράφτηκε προς τιμήν του Elvis Presley. Δύο χρόνια αργότερα, στις 17 Σεπτεμβρίου 1982, ο Lynott, κυκλοφόρησε το δεύτερο προσωπικό του δίσκο, με τίτλο “The Philip Lynott Album” και πάλι με συμμετοχές που θα ζήλευαν πολλοί.
Λίγους μήνες αργότερα και μετά από 12 studio δίσκους, οι Thin Lizzy θα διαλύονταν. Οι Downey και Gorham, αντιμετώπιζαν προβλήματα με τα ναρκωτικά και πολλές φορές έφευγαν από τις περιοδείες για να τα αντιμετωπίσουν. Οι αλλαγές στη σύνθεση συνέχισαν ακόμα και κατά τη διάρκεια των περιοδειών πράγμα που έκανε ακόμα πιο δύσκολη τη συνέχιση του συγκροτήματος. Στις 4 Σεπτεμβρίου 1983 έπαιξαν τη τελευταία τους συναυλία στο Monsters Of Rock festival στη Νυρεμβέργη.
Ο Lynott, έφτιαξε τους Grand Slam οι οποίοι δεν κατάφεραν να εξασφαλίσουν κάποιο συμβόλαιο και στις αρχές του 1985 διαλύθηκαν. Έτσι επικεντρώθηκε περισσότερο στην solo καριέρα του και πάλι. Την ίδια χρονιά, συνεργάζεται ξανά με τον Moore, για τελευταία φορά, στον δίσκο “Run For Cover”. Ο δίσκος γνώρισε πολύ μεγάλη επιτυχία και ιδιαίτερα το single “Out In The Fields” καθώς ανέβηκε στην υψηλότερη θέση των charts που έφτασαν ποτέ οι δύο καλλιτέχνες (#5 UK Singles Chart). Λίγο καιρό αργότερα, εβδομάδες πριν πεθάνει, κυκλοφόρησε το τελευταίο του single, με τίτλο “Nineteen”.
Τα Χριστούγεννα του 1985, μετά από χρόνια προβλήματα με το αλκοόλ και τα ναρκωτικά, κατέρρευσε στο σπίτι του στο Kew. Η σύζυγος του με την οποία βρισκόταν σε διάσταση, τον μετέφερε σε κλινική αποτοξίνωσης και από εκεί μεταφέρθηκε στο Salisbury Infirmary όπου διαγνώσθηκε με σηψαιμία. Τελικά απεβίωσε στη μονάδα εντατικής θεραπείας του νοσοκομείου στις 4 Ιανουαρίου 1986 από πνευμονία και καρδιακή ανεπάρκεια. Ήταν μόλις 36 ετών.
Το 2005, ο Lynott τιμήθηκε στο Δουβλίνο με τα αποκαλυπτήρια ένας μπρούτζινου αγάλματος σε κανονικές διαστάσεις. Στην τελετή βρέθηκαν οι συνεργάτες του Moore, Bell, Robertson, Downey, Gorham, Darren Wharton (πλήκτρα) και φυσικά η μητέρα του. Μάλιστα μετά την τελετή δόθηκε και συναυλία με όλους τους παραπάνω προς τιμήν του. Ο τάφος του βρίσκεται στο κοιμητήριο του St. Fintan στο Sutton, βορειοανατολικά του Δουβλίνου.
Ο Lynnot, παντρεύτηκε το 1980 την Caroline Crowther και απέκτησε μαζί της δύο παιδιά: την Sarah (1979) για την οποία γράφτηκε και το ομώνυμο τραγούδι και την Cathleen για την οποία επίσης έγραψε ένα κομμάτι με το όνομα της. Είχε επίσης ένα γιο, γεννημένο το 1968, ο οποίος δόθηκε για υιοθεσία. Ο Macdaragh Lambe δεν έμαθε παρά το 2003 ότι ο Phil Lynott ήταν ο βιολογικός του πατέρας.
Για την επιρροή που άσκησε ο Lynott και οι Thin Lizzy δεν χρειάζεται να πούμε πολλά. Αρκεί να αναφέρουμε μερτικά από τα συγκροτήματα που έχουν δηλώσει ότι έχουν επηρεαστεί και κατά καιρούς έχουν διασκευάσει κομμάτια τους: Iron Maiden, Def Leppard, Anthrax, Metallica, Mastodon ,Henry Rollins (Black Flag), Sodom, Skyclad και πολλά άλλα.
Ένας πολύ μεγάλος καλλιτέχνης που δυστυχώς έφυγε πολύ νωρίς. Σε αυτά τα λίγα χρόνια της ζωής του όμως, κατάφερε να επηρεάσει τις επόμενες γενιές και αφήσει για πάντα το στίγμα του στη μουσική.
Από το αφιέρωμα του Rockoverdose για τον Phil Lynott