Ημερομηνία δημοσίευσης: 17 Ιουλίου 2017
O πάλαι ποτέ τρομακτικός εφευρέτης του shock rock, ο άνθρωπος που κυκλοφόρησε δισκάρες τύπου «Killer» (υπό το όνομα Alice Cooper Band), «Welcome to my Nightmare» και «Trash», ο ψημένος σε πολλά παραπάνω καλοκαίρια και χειμώνες, από αυτά που άντεξαν άλλοι, πάνω σε σκηνές ανά την υφήλιο, ο μεγάλος Alice Cooper, στην ηλικία των 69 ετών κυκλοφορεί το νέο του δίσκο, που τιτλοφορείται «Paranormal». Όταν ένα μεγάλο όνομα του rock/metal κόσμου ετοιμάζεται να κυκλοφορήσει νέο album, με πιάνει μια αμηχανία, παρά τον ενθουσιασμό και την προσμονή. Ο λόγος είναι προφανής: Η βαριά κληρονομιά δημιουργεί προσδοκίες.
Με τις προσδοκίες και τον ενθουσιασμό ανά χείρας, ξεκινάω το ταξίδι της ακρόασης. Ο δίσκος ξεκινάει με ένα “horror movie” τραγούδι, ένα σκοτεινό, μυστηριώδες στιχουργικά intro, που αφενός βάζει τον ακροατή στο νόημα της rock απαγγελίας του τρόμου, την οποία ο Alice Cooper δεν έχει ξεχάσει σε καμία περίπτωση να κάνει άριστα, και αφετέρου δείχνει μια διάθεση για επερχόμενο rock-άρισμα, αφού στο break του τραγουδιού, έχουμε μια μικρή προοικονομία για τη συνέχεια του άλμπουμ.
Η συνέχεια είναι πράγματι ένας ορεξάτος rock καλπασμός. Σημείο αναφοράς νούμερο ένα: o δίσκος σε βάζει στην πίστα. Πλήκτρα βγαλμένα από τα 70’s, μικρά hook riifs, που κάνουν όλο το σώμα να πηγαίνει πέρα δώθε, solos με λιωμένες χορδές (Αχ αυτό το «Rats»!!!) και ένα διάχυτο συναίσθημα ξέχειλης πηγής όρεξης να έχει ποτίσει τα πάντα! Η μπάντα κεντάει και νομίζω ότι στη σύνθεση και τις ηχογραφήσεις όλα έγιναν υπό την προοπτική της συναυλίας. Έχουμε ξεκάθαρα ένα συναυλιακό άλμπουμ, μια rock μπόρα από την οποία δε στεγνώνεις εύκολα. Το «Fireball» είναι βγαλμένο από το χαμένο λυχνάρι με τις ευχές, είναι το rock anthem που θα ‘θελαν να γράψουν όλοι οι παλιοί του είδους, αποπνέει φρεσκάδα και τρομερή αυτοπεποίθηση. Αποπνέει δηλαδή τη δικαιολογημένη καταξίωση του καλλιτέχνη, μετά από όσα έχει καταφέρει.
Δεν χρειάζεται ούτε ταξίδι στο χρόνο, ούτε αναγκαστική επανάληψη των αριστουργημάτων του Alice Cooper, εγώ αυτό που ψάχνω το βρίσκω, δεν είναι αυτοσκοπός το αριστούργημα. Το «Fallen in Love», από το intro riff μέχρι το ρεφρέν και πάλι πίσω, ανοίγει μία πόρτα για συνεχόμενες στιγμές rock n’ roll αποθέωσης. Μελωδίες, ανέμελη όρεξη, αλαζονικό χαμόγελο ενός frontman, που ετοιμάζεται να κάνει το κοινό δικό του, μελωδίες για να περάσουν από στόμα σε στόμα και απανοτές feelgood δονήσεις. Ο αέρας από το Detroit ακούγεται φρέσκος, είναι 69 ετών και δε δείχνει να μασάει. Δε μου χρειάζεται να ακούσω κάτι σαν το Bed of Nails για να του βγάλω (ξανά) το καπέλο! Το «Dynamite Road» δείχνει ότι ο κύριος Cooper μπορεί να παίξει εξαιρετική μπάλα με τους όρους του σήμερα, η Ska εισαγωγή του «Holy Water» κάνει τους ώμους να πηγαίνουν πάνω- κάτω και το Rats είναι ένα ηδονικό κοκτέιλ συναυλιακής καύλας, rock n roll κληρονομιάς, και rock αλητείας, με ελάχιστα παγάκια αλλοίωσης από την παραγωγή. Ένιωσα μέχρι και λίγο Dropkick Murphys κάπου στο δυναμίτη των φωνητικών, που κραυγάζουν δυνατά και περήφανα, λειτουργώντας σαν αναμμένο φιτίλι στο δυναμίτη της φλεγόμενης κιθάρας. Με τέτοια μπαρουτοκαπνισμένη lead κιθάρα, δεν πεθαίνει ποτέ το rock n’ roll!
Η παραγωγή, ομολογουμένως, αφήνει περιθώριο για κάποια παράπονα, αφού σε σημεία η μουσική ακουγόταν μπουκωμένη, ένιωθα τις κιθάρες χαμηλά και τις δυναμικές του ήχου ανύπαρκτες. Ακόμα, έντονη ήταν η έλλειψη ενός πιο κοφτερού ήχου στην πλειοψηφία των riffs. Προφανώς, είναι σκόπιμο το να βγαίνει ηχητικά πιο μπροστά η φωνή, αλλά ένας πιο κοφτερός ήχος δε θα έθαβε τη rock n roll ατμόσφαιρα, ούτε θα άλλαζε χαρακτήρα η αισθητική του δίσκου. Σε γενικές γραμμές, θα ήθελα λίγο πιο μπροστά τη μουσική, έτσι ώστε να μην πέφτει σε δυναμικές κανένα τραγούδι, όταν δεν υπάρχει φωνή ή όταν υπάρχει μια απλά συνοδευτική μελωδική γραμμή- όπως γίνεται με το κομμάτι που ανοίγει το δίσκο. Ο απόηχος, η επίγευση, αν θέλετε, του δίσκου είναι κατ’ εμέ λιγότερο έντονη λόγω των θεμάτων αυτών. Λείπει, κοινώς, μια επιβλητικότητα, που δεν έχει καμία σχέση με το songwriting, αλλά με το πώς το τελευταίο μπορεί να αναδειχθεί καλύτερα.
Το «The Sound of A.» κλείνει το δίσκο, με μια ομιχλώδη μελωδία να επαναφέρει την ατμόσφαιρα της έναρξης του άλμπουμ, πάνω στην ώρα, εκεί που έπρεπε για να μην ξεχάσεις ότι ο Alice Cooper έχει εντρυφήσει στη horror αισθητική και δε χρειάζεται πύθωνες και γκιλοτίνες τη σήμερον ημέρα για να ακουστεί creepy. Η αρχή και το τέλος, δύο αυλαίες που ανοιγοκλείνουν για να ακουστεί το ενδιάμεσο rock n roll party, με τις κορυφές του, τις αδιάφορες στιγμές του, τα γκάζια και την ορμή του. Σαν ένα σκοτεινό λούνα παρκ, μιας ψυχαγωγίας κλεισμένης σε ένα μανδύα, εντελώς διαφορετικής φύσεως. Έτσι είναι ο Alice Cooper. Αντιλαμβάνεται τη δόση τρόμου που δε θα προκαλέσει κορεσμό στο σημερινό ακροατή, την ανάγκη για καλό rock n roll και το δικό του πάθος. Δεν είναι ο καλύτερός του δίσκος, αλλά η κριτική αυτή δεν έχει καν σκοπό να κρίνει τέτοιου είδους περιττές αναγωγές.
Ο Alice Cooper έχει χαρακτηριστικότατη χροιά. Η αισθητική κάθε τραγουδιού στο δίσκο προκύπτει κυρίως από το προσωπείο της χροιάς και όχι από τον ήχο. Το, πλέον θρυλικό, μάσημα των λέξεων, η λεπτή ειρωνεία, ο spooky ψίθυρος, το απλό rock ξέσπασμα, είναι όλα εδώ. Ναι, η έκταση ενός τραγουδιστή 69 ετών, δεν καταπίνει πλανήτες, αλλά, μεταξύ μας, δε νομίζω να υπάρχει κάποιος που να ακούει τον εν λόγω καλλιτέχνη αποκλειστικά για το range της φωνής του. Στο φωνητικό τομέα, η κύρια συνεισφορά του είναι αλλού και όπως προείπα η συνεισφορά αυτή είναι διάχυτη παντού στο «Paranormal».
Δε στέκομαι στα ένα-δύο fillers, δεν στέκομαι στο ότι πιθανότατα κάποια από τα τραγούδια δε θα αντικαταστήσουν ποτέ τα εδραιωμένα αριστουργήματα των 70’s-80’s, δε στέκομαι στο αν ο δίσκος θα μου άρεσε τόσο αν δεν είχε το όνομα Alice Cooper απ’ έξω (Αν και πιστεύω ότι το brand name δεν έδωσε ανώτερη αύρα στα ήδη υπέροχα «Rats», «Dynamite Road», «Fireball», «Fallen in Love») και σίγουρα δε στέκομαι στο ότι η περίπτωση του καλλιτέχνη δεν είναι ίδια με αυτό που ήταν. Για την ιστορία, κάποτε ο κύριος από το Ντιτρόιτ ήταν πολύ τρομακτικός. Κάποτε όντως σόκαρε. Κάποτε θα μπορούσες να τον φοβάσαι κι εσύ. Πλέον τα μάτια συνήθισαν. Ο ίδιος ο Alice Cooper το ξέρει και απλώς rock-άρει. Πάντα, άλλωστε, αυτό ήθελε να κάνει, αυτός ήταν ο προορισμός και του ίδιου αλλά και των σειρήνων, τις οποίες ακολούθησε και ουκ ολίγες φορές ξεστράτισε, αλλά εν τέλει βγήκε κερδισμένος. Όταν, όμως, σιγοψιθυρίζει «there’s a ring on your dead telephone», κάτι στα απύθμενα του μυαλού προκαλεί μια ανατριχίλα, την οποία δε θα μπορέσει κανένας χρόνος και καμία πραγματικότητα να ατονήσει τόσο, ώστε να χαθεί.
Βαθμολογία: 75/100
Για το Rock Overdose,
Θοδωρής Καλουδιώτης