IPERYT – “The Patchwork Gehinnom”

Ημερομηνία δημοσίευσης: 11 Ιανουαρίου 2018

 

Όταν ένα συγκρότημα δισκογραφεί πολύ αραιά, σε μεγάλα κενά χρονικά διαστήματα, η ποιότητα των κυκλοφοριών επηρεάζεται ραγδαία. Είτε πρόκειται για περιπτώσεις project, στις οποίες απλά τα μέλη αφοσιώνονται στα κύρια συγκροτήματά τους, είτε πρόκειται για κύριο συγκρότημα, όπου εκεί οι εκδοχές είναι περισσότερες και διαφορετικές μεταξύ τους. Για παράδειγμα, μία περίπτωση μπορεί να είναι η έλλειψη ιδεών κατά τη διάρκεια αυτού του κενού. Μπορεί επίσης το άλμπουμ να επεξεργάζεται πολύ λεπτομερώς και για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα, με τα αποτελέσματα εδώ να είναι συνήθως αρνητικά. Ή μπορεί απλά η περιοδεία του συγκροτήματος να κρατάει για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα.

 

Στην περίπτωση των Πολωνών Iperyt (το όνομά τους μεταφράζεται ως mustard gas, το χημικό αέριο που χρησιμοποιούσαν οι Γερμανοί στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο) δεν είναι σαφής ο λόγος της αραιής δισκογραφικής παρουσίας τους, αυτό όμως που είναι σαφές είναι πως όσο περνάει ο καιρός τόσο φθίνει και η δισκογραφική τους ποιότητα. Το ντεμπούτο τους "Totalitarian Love Pulse" του 2006 ήταν ένα τρομερό industrial blackened death διαμάντι, με το "No State of Grace" που ακολούθησε πέντε χρόνια μετά να δείχνει σαφείς τάσεις ασφαλούς κατεύθυνσης και προσκόλλησης στα χνάρια του ντεμπούτου. Και το νέο τους, παρουσιαζόμενο άλμπουμ, δε ξεφεύγει καθόλου από τις μανιέρες και τη φόρμα που χρησιμοποιήθηκε από την αρχή της καριέρας τους.

 

Εάν πάντως κάποιος που δεν τους έχει ξανακούσει σαν όνομα και ασχοληθεί εδώ πρώτη φορά μαζί τους, ίσως να εντυπωσιαστεί, αρκεί να του αρέσουν τα ψυχρά, βιομηχανικά και απόκοσμα industrial ηχοτοπία, τα οποία ανακατεύονται με πατροπαράδοτο blackened death, το οποίο ωστόσο εμπεριέχει και μια δόση crust. Οι μελωδίες που ανακατεύονται με την θορυβώδη οργή, την βιομηχανική και απόκοσμη ψύχρα, καθώς και τα ηλεκτρονικά beat, δίνουν το στίγμα και το dna του συγκροτήματος. Το πρόβλημα όμως αφορά το επίπεδο των συνθέσεων, οι οποίες αναμασούν τις ίδιες φόρμες και τα ίδια συστατικά με το ντεμπούτο, χωρίς να μπορούν να κάνουν τη διαφορά που έκανε εκείνο το ντεμπούτο. Κι αν θέλετε να εστιάσουμε και σε λεπτομέρειες, θα αρκεστώ απλά στο εναρκτήριο κομμάτι, "Phantom Black Dogs", στο οποίο το drum machine είναι πολύ ψηλά στη μίξη, και ακόμα και για ανθρώπους που τους αρέσει το drum machine και το θεωρούν βασικό και χαρακτηριστικό συστατικό του industrial, ακούγεται ενοχλητικό.

 

 

Παρόμοιες τέτοιες μικρολεπτομέρειες θα μπορούσε να βρει κανείς πολλές σε κάποιες από τις συνθέσεις. Αλλά, όπως προαναφέραμε, το βασικό πρόβλημα του δίσκου είναι πως δεν απογαλακτίζεται από το ντεμπούτο του και απλά ανακυκλώνει ξανά τα χαρακτηριστικά του. Δεν πέφτει και κάτω από τη βάση βέβαια, αλλά αν συνεχιστεί αυτή η σταθερή φθίνουσα πορεία τους, θα το δούμε και αυτό.


Βαθμολογία: 70/100

 

Για το Rock Overdose,

Σταύρος Πισσάνος

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 


Comments