JOHN GARCIA – “The Coyote Who Spoke In Tongues”

Ημερομηνία δημοσίευσης: 19 Μαρτίου 2017

 

Ξεκινάω ξεκαθαρίζοντας ότι η φωνή του John Garcia κατά το όχι και τόσο μακρινό παρελθόν έχει δημιουργήσει εγκεφαλικά, έχει μοιράσει υπογλώσσια, έχει ταρακουνήσει την ίδια την Κόλαση, έχει σηκώσει όλη την αστρική σκόνη της ερήμου, έχει αλλάξει τρόπους ζωής εκατοντάδων χιλιάδων -για να μην πω εκατομμυρίων- ανθρώπων και γενικά, είναι από αυτές τις φιγούρες που εύκολα και χωρίς καμία σκέψη μπαίνει δίπλα τους ο ευστοχότατος όρος ''larger than life''. Όντας από τους πολύ τυχερούς να προλάβω, να βιώσω και να γίνω ένα με το φαινόμενο Kyuss σε βαθμό μόνιμης ανεπανόρθωτης βλάβης, εννοείται ότι τον έχω τόσο ψηλά όσο ελάχιστους, σκέτο εικόνισμα για την ακρίβεια. Τα πράγματα γίνανε ακόμα χειρότερα όταν μέσα σε ένα 4μηνο το 2011 είχα την χαρά και την ευκαιρία να τον βλέπω να ερμηνεύει κομμάτια με τα οποία μεγάλωσα, κομμάτια που πολλούς από μας, μας κάνανε άντρες και που μας προσέφεραν μερικές από τις κορυφαίες και πλέον χαρούμενες στιγμές της εφηβείας μας, όταν και είχε έρθει με το τότε βραχύβιο σχήμα των Kyuss Lives! για να παίξει κομμάτια των ηγετών αυτού που σήμερα ονομάζεται stoner rock και που χωρίς τους Kyuss και χωρίς τη βαρύτατη κληρονομιά που άφησαν μέχρι και σήμερα, δε θα είχε επιζήσει, ούτε θα είχε γίνει μόδα, ειδικά στην Ελλάδα.

 

Εννοείται ότι και αρχιγούσταρα και ότι κυκλοφόρησε στην πορεία με τους Slo Burn, Unida και Hermano, τον άκουσα να δίνει και πόνο με τους Karma To Burn (έπρεπε να γίνει μόνιμη αυτή η συνεργασία για να μη μείνει τίποτα όρθιο), αλλά δε μπορώ να πω ότι ενθουσιάστηκα και ιδιαίτερα με το δίσκο που έκανε με τους Vista Chino (''Peace'', 2013), τον οποίο για την ακρίβεια βρήκα επιεικώς απαράδεκτο, μονότονο και σίγουρα όχι αντάξιο του μεγαλείου του (άσχετα αν ήταν ο μόνος διασωθείς, καθώς αυτή η ΦΩΝΑΡΑ που διαθέτει δε χαλάει ΠΟΤΕ). Ούτε ο πρώτος του προσωπικός ομότιτλος δίσκος 2μιση χρονάκια πριν με τρέλανε, γενικώς έδειχνε να είναι σε μία πτώση, όταν έχεις συνηθίσει στην τελειότητα, ακόμα και κάτι πολύ καλό μπορεί να σου φανεί υποδεέστερο, πόσο μάλλον όταν δεν είναι καν πολύ καλό. Εν έτει 2017 λοιπόν, o σχεδόν 47άρης Garcia αποφασίζει ότι έχει έρθει η ώρα να κάνει έναν δίσκο εξ' ολοκλήρου ακουστικό, στον οποίο προσθέτει 3 ολοκαίνουργια κομμάτια και παλιές στιγμές δόξας με τους Kyuss -συν ένα από τον προσωπικό του δίσκο το 2014 -παιγμένες σε τελείως διαφορετικό στυλ και ύφος απ' ότι τα έχουμε συνηθίσει. Τώρα εδώ που τα λέμε, για να 'μαι ειλικρινής, με τόση (και καλή) μουσική που κυκλοφορεί εκεί έξω, αν σας έλεγα ότι αυτό που επιθυμώ, ειδικά από αυτόν, είναι ένα ακουστικό άλμπουμ, θα ήμουν αισχρός ψεύτης.

 

Να όμως που το δισκάκι τελικά είναι ευχάριστο και σε συντροφεύει με τρόπο ιδιαίτερο μέχρι το τέλος του, διαρκεί λιγότερο από 40' κιόλας και αν μη τι άλλο, δε μπορείς να πεις ότι σου τρώει το χρόνο ή ότι καταντάει κουραστικό, πράγμα που στο τέλος αποδεικνύεται μεγάλο συν. Συνοδοιπόροι του σ' αυτή την κυκλοφορία είναι οι Ehren Groban στις ακουστικές κιθάρες, Greg Saenz στα κρουστά και Mike Pygmie στο μπάσο, οι οποίοι τον βοηθάνε να δημιουργήσει ένα ιδιαίτερο ήχο γι' αυτή την κυκλοφορία. Το άλμπουμ ξεκινάει με το νέο κομμάτι ''Kylie'', το οποίο είχε γίνει διαθέσιμο από το Δεκέμβρη, ένα άκρως ενεργητικό κομμάτι που σε μπάζει στο κλίμα της κυκλοφορίας. Σίγουρα μία ευχάριστη έκπληξη και μάλλον ότι καλύτερο έχει τραγουδήσει τα τελευταία χρόνια. Στο ίδιο κλίμα κυμαίνονται και οι άλλες δύο νέες συνθέσεις, τα ''Τhe Hollingsworth Session'' και ''Give Me 250ML'', το δεύτερο έχει υποστηριχθεί και με βίντεο, όπως φυσικά και το ''Kylie''. Στο δίσκο υπάρχει και ένα κομμάτι από το άλμπουμ του το 2014, το ''Argleben II'', που εκεί ονομαζόταν απλά ''Argleben'', δεν ήταν και κάτι το ιδιαίτερο για να είμαι ειλικρινής, αλλά το έχει αλλάξει αρκετά και σωστά και εξυπηρετεί μια χαρά τις ανάγκες αυτής της κυκλοφορίας. Και φυσικά, το κερασάκι στην τούρτα που δένει το γλυκό είναι οι διαφορετικές εκτελέσεις στα κομμάτια-θρύλους των Kyuss που έχουμε στο δίσκο.

 

Έχουμε και λέμε λοιπόν παίρνοντας τα με τη σειρά που εμφανίζονται στο άλμπουμ: Το ''Green Machine'' ίσως ξενίσει λιγάκι, καθώς είναι γεννημένο για να σε ξεσηκώνει, εδώ η εκτέλεση του εντελώς απογυμνωμένη από το ογκώδες βάρος του πρωτότυπου, σίγουρα δημιουργεί μία παράξενη αίσθηση, αλλά τελικά σε κερδίζει με τις ακροάσεις και με τον εναλλακτικό τρόπο φωνητικής προσέγγισης του Garcia, ο οποίος ακόμα κι έτσι, δείχνει ότι κάνει τη φωνή του ότι θέλει, όποτε θέλει. Το ''Space Cadet'' είναι το πιο κοντινό απ' όλα στην αρχική του εκτέλεση, μια και ήταν ούτως ή άλλως ημι-ακουστικό, φοβερό αποτέλεσμα, που δείχνει ότι μερικά πράγματα δεν παλιώνουν, απλά ωριμάζουν όμορφα. Το δε ''Gardenia'' που είναι προφανώς και το κλασσικότερο Kyuss κομμάτι όλων των εποχών, σου κάθεται καλύτερα στο κεφάλι σε σχέση με το ''Green Machine'', μπορεί να έχουμε κι εδώ κομμάτι που σε κάνει να ξεχνάς το όνομα σου υπό κανονικές συνθήκες, αλλά και πάλι η φωνή του τυπάρα το κάνει κι ακούγεται στα μέτρα της νέας κυκλοφορίας. Τέλος, το δοξασμένο ''El Rodeo'' μάλλον διεκδικεί τα σκήπτρα του πιο όμορφα προσαρμόσιμου από αυτά τα κομμάτια στις ανάγκες αυτού του δίσκου και κάνει το συνολικό αποτέλεσμα να ακούγεται ομορφότερο στο τέλος. Εν ολίγοις ένα χαμογελάκι ύπουλο το έχεις στο τέλος ακούγοντας ξανά αυτά τα κομμάτια με διαφορετικό τρόπο.

 

Δεν ξέρω και δε μπορώ να αντιληφθώ πλήρως ποιά είναι η σκοπιμότητα αυτού του εγχειρήματος από τον John, αυτό που μπορώ να πω σίγουρα είναι ότι το έκανε με σεβασμό και μεράκι, δε νομίζω ότι περιμένει να πιάσει την καλή εκμεταλλευόμενος τα παλιά κομμάτια σε ακουστικές εκτελέσεις, αν το δούμε ψυχρά, κανείς μας δε θέλει και ούτε θα θελήσει ποτέ να σκεφτεί πως θα ακουγόντουσαν οι Kyuss ακουστικά, κυρίως γιατί ήταν τόσο ιδιαίτεροι και τόσο πρωτοποριακοί σ' αυτό που κάνανε, που οποιαδήποτε άλλη σκέψη πέραν των όσων προσφέρανε θα έπεφτε στο κενό με εκκωφαντικά βαρύ θόρυβο. Το πουλέν μας πάντως διατηρεί αυτό το πελώριο ηχόχρωμα της φωνής του αψεγάδιαστο και βρίσκεται σε φόρμα σίγουρα. Δεν ξέρω αν αυτά τα νέα πραγματικά καλά κομμάτια που ηχογράφησε είναι προπομπός για αλλαγή στο στυλ του σε πιο ακουστικές φόρμες, ξέρω όμως ότι του πάει περισσότερο από όσα έχει κυκλοφορήσει τα τελευταία 4-5 χρόνια. Ναι, φυσικά και σαν κυκλοφορία μπορείς να πεις ότι σχεδόν δεν έχει και λόγο ύπαρξης αν το δεις πολύ ψυχρά, αλλά από την άλλη, επειδή είμαστε και diehards με την πάρτη του, τον ακολουθούμε πιστά όσοι έχουμε αρρωστήσει κατά το παρελθόν και μόνο που ανέπνεε σ' αυτό τον κόσμο. Κοινώς, μία ευχάριστη πινελιά στην μεγάλη του δισκογραφία, όχι απολύτως απαραίτητη, όχι πραγματικά σούπερ, αλλά ευχάριστη και ιδιαίτερη, καθαρά θέμα γούστου το κατά πόσο θα εγκρίνετε ή όχι, οπότε ας βαθμολογήσω και ανάλογα με το μέσο όρο σκέψης του μέσου οπαδού.


Βαθμολογία: 70/100

 

Για το Rock Overdose,

Δημήτρης Αλόρας

 

 

 

 

 


Comments