RESTLESS SPIRIT – “Afterimage”

Συντάκτης: Άγγελος Χατζηγιάννης

 

Το νοτιοανατολικό σκέλος της Νέας Υόρκης που περιλαμβάνει τις περιοχές του Brooklyn, του Queens και του Nassau, γνωστό επίσης κι ως Long Island, έχει μείζονα ιστορική και πολιτιστική αξία για το κράτος των Η.Π.Α. Παράλληλα, αποτελεί και τον τόπο καταγωγής της τριάδας των μουσικών που θα μας απασχολήσει σήμερα.

 

 

Οι Paul Aloisio και Marc Morello σε φωνή/κιθάρα και μπάσο αντίστοιχα, όντας φίλοι από νηπιαγωγείο αποφασίζουν να δημιουργήσουν ένα σχήμα το οποίο θα είναι το μέσο για την εξερεύνηση των καλλιτεχνικών ανησυχιών τους. Επιστρατεύοντας και τον Anthony Medaglia στα ντραμς θα ιδρύσουν το 2018 τους Restless Spirit, βγάζοντας δύο άλμπουμ πριν την αποχώρησή του τελευταίου το 2021. Φτάνοντας στο σήμερα και με τον Jon Gusman στη θέση του Medaglia, το συγκρότημα από το Long Island κυκλοφορεί τον νέο του δίσκο τον ερχόμενο Οκτώβρη.

 

 

Σε σύγκριση με τους προκατόχους του, το “Afterimage” αντλεί τις επιρροές του από τη stoner και τη doom σκηνή, αφήνοντας στην άκρη τα sludge ηχοτόπια του ντεμπούτου και τους πειραματισμούς του δευτέρου, εστιάζοντας περισσότερο σε έναν άμεσο και πιο «βαρύ» ήχο. Οι Black Sabbath του “Vol.4” συναντούν τους Clutch του “Blast Tyrant”, με το αποτέλεσμα να είναι για άλλη μια φορά ιδιαίτερα ταιριαστό.

 

 

Ο Aloisio αναλαμβάνει τη συγγραφή των στίχων ύστερα από μία δύσκολη προσωπική περίοδο γεμάτη με απώλειες, συνεπώς η θεματολογία τους είναι ακόμα πιο εσωστρεφής και σκοτεινή απ’ ότι συνήθως, κάτι που γίνεται επίσης προφανές κι από τη δουλειά του στις κιθάρες. Το μπάσο του Morello είναι τραχύ και «βρώμικο» ακριβώς όπως πρέπει να είναι, ενώ τα τύμπανα του Gusman συμπληρώνουν με επάρκεια το τελικό αποτέλεσμα. Συνθέσεις όπως το εναρκτήριο “Marrow” και τα εξαιρετικά “The Fatalist” και “Hell’s Grasp” αποτελούν τα πλέον ενδεικτικά παραδείγματα για το περιεχόμενο του δίσκου.

 

 

Με οκτώ συνθέσεις και συνολική διάρκεια τα 39 λεπτά, το “Afterimage” επιτελεί τον σκοπό του και με το παραπάνω. Τα τραγούδια ακούγονται φρέσκα, η παραγωγή αναχρονιστική και το αποτέλεσμα λειτουργεί ως ένα ιδανικό κράμα doom νοσταλγίας και μοντέρνας stoner αλητείας. Η νεοϋορκέζικη τριάδα παίζει τη μουσική της με την όρεξη πιτσιρικάδων αλλά ταυτόχρονα και με την άνεση βετεράνων, παρασύροντας κι εμάς στο κέφι, αλλά και στο σκοτάδι που είναι διάχυτα κατά μήκος του δίσκου.

 

 

 

Βαθμολογία: 75/100

 

 

 

Για το Rock Οverdose,

Άγγελος Χατζηγιάννης



 

Comments