Ημερομηνία δημοσίευσης: 31 Αυγούστου 2017
Πολλές φορές είμαι πολύ ανάποδος σαν άνθρωπος, αλλά και πολύ καχύποπτος ταυτόχρονα. Αυτό γιατί όταν αναλαμβάνω κάποιο άλμπουμ για κριτική για το οποίο γνωρίζω πολύ λίγα πράγματα, προτιμώ πρώτα να ακούσω και να αφομοιώσω τη μουσική που περιέχει, και μετά να ψάξω για τις σημαντικές πληροφορίες, ούτως ώστε αυτές να μην επηρεάσουν την κρίση μου κατά την ακρόαση. Αυτό ακριβώς έκανα και στην περίπτωση των Void Ritual, οι οποίοι μουσικά με άφησαν ικανοποιημένο σε κάποιους τομείς, και μάλιστα ήθελα να γράψω ένα μεγάλο κομμάτι για το πόσο δεμένα είναι τα μέλη του συγκροτήματος μεταξύ τους, καθώς η χημεία είναι εξαιρετική, το παίξιμο πολύ σφιχτοδεμένο και μπλα μπλα μπλα... Ώσπου ξεκινάω την αναζήτησή μου και ανακαλύπτω πως, εκτός του γεγονότος πως πρόκειται για ντεμπούτο, παράλληλα πρόκειται και για one-man project (συγκεκριμένα του Daniel Jackson των Ancestral Oath) και χάνω τη μπάλα.
Ίσως πει κάποιος, με το δίκιο του, πως ειδικά στα one-man project το δέσιμο και η συνοχή είναι λογικό να είναι μεγαλύτερη από ένα κανονικό συγκρότημα. Θεωρητικά ισχύει, στην πράξη όμως υπάρχουν άπειρα παραδείγματα αποτυχίας για πολλούς και διάφορους λόγους, με τον κυριότερο λόγο να αφορά τη μεγαλομανία και την έλλειψη χαλιναριού και σχεδίου. Ευτυχώς, δεν ισχύει εδώ κάτι τέτοιο. Η προσέγγιση είναι όσο απλή και σοβαρή χρειάζεται, το σχέδιο είναι ξεκάθαρο και η εκτελεστικότητα πολύ καλή και στιβαρή. Η μουσική κατεύθυνση δείχνει μια ξεκάθαρη προτίμηση στη Φινλανδική σκηνή του black metal, με συγκεκριμένη κατεύθυνση στα παραδοσιακά μονοπάτια που εφάπτονται στην ευρύτερη Σκανδιναβική σκηνή, εμπλουτισμένη με ορισμένα epic στοιχεία, αλλά ταυτόχρονα και με μία έντονη βίαιη και πρωτόγονη ηχητική προσέγγιση. Δεν λείπουν βέβαια και οι πιο μελωδικές στιγμές, αλλά είναι πολύ λίγες και διάσπαρτες στο δίσκο.
Η παραγωγή είναι ταυτόχρονα τόσο επαγγελματική όσο και λιτή, ώστε να αναδεικνύει το επιθετικό, παγωμένο και μισανθρωπικό αίσθημα που αναδύεται από τις συνθέσεις, συνθετικά και στιχουργικά. Ωστόσο, το μοτίβο αυτών των συνθέσεων είναι τόσο επαναλαμβανόμενο, που υπάρχει συνεχώς η αίσθηση πως η κάθε σύνθεση που ακούς μοιάζει έντονα με τις προηγούμενες, κάτι που αποτελεί μεγάλο ανασταλτικό παράγοντα στο δίσκο, ίσως τον μεγαλύτερο. Κι αυτό είναι κάτι που αποτελεί κατόρθωμα, αν αναλογιστούμε πως ολόκληρος ο δίσκος διαρκεί μόλις 35 λεπτά. Ειδικά τα riffs, όσο βάρος κι αν δίνουν στη σύνθεση, δε δίνουν το απαραίτητο βάθος, καθώς είναι τόσο επαναλαμβανόμενα, που καταντάει κουραστικό στο τέλος.
Όπως είπαμε όμως, αυτό ίσως είναι το μοναδικό αρνητικό στοιχείο σε αυτήν τη δουλειά. Πρόκειται όμως για κάτι πολύ σημαντικό, που αφαιρεί πολλούς πόντους από το τελικό αποτέλεσμα, αφού αφήνει μια έντονη αίσθηση deja vu, ειδικότερα όσο περισσότερο κάθεσαι να ακούσεις το δίσκο. Αυτό το αρνητικό στοιχείο αντισταθμίζει όλα του τα θετικά και το κρατάει αρκετά πίσω. Στην τελική, πρόκειται για μια πολύ καλή δουλειά, για την οποία δεν είμαι τόσο άπληστος ώστε να ζητάω έντονη και συνεχής ποικιλία, αλλά θα ήθελα έστω την στοιχειώδη και βασική ποικιλία βρε αδερφέ. Ο άνθρωπος βρήκε μια συγκεκριμένη συγχορδία με riffs και την επαναλαμβάνει χωρίς ντροπή σε κάθε σύνθεση και υποβαθμίζει όλη την καλή και αξιοπρεπή δουλειά σε όλους τους υπόλοιπους τομείς.
Βαθμολογία: 73/100
Για το Rock Overdose,
Σταύρος Πισσάνος